ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ. Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ. Μέρος 4ο

Όλοι οι πόλεμοι γίνονται για την απόκτηση υλικών αγαθών.
Εάν ο άνθρωπος λάβει την ορθή παιδεία, μέσα του ξυπνάει σφοδρή η δύναμη και η θέληση να αναπτυχθεί ως το θεϊκότερο και ημερότερο ζώο. Αλλά αν δεν τύχη της καλής και επιμελούς ανατροφής, γίνεται το πιο άγριο απ' όσα γεννάει η γη.
ΠΛΑΤΩΝ.
Σε αυτό το άρθρο θα κλείσουμε τα αποσπάσματα από το έργο του λένιν « Ο Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του Καπιταλισμού » και κατόπιν θα ασχοληθούμε με την νεότερη εποχή.
Θα δούμε σε αυτά τα αποσπάσματα ότι τα νέα φαινόμενα πού προσπαθούν να μας πλασάρουν σαν τέτοια είναι πάρα πολύ παλιά και τα σχολιάζει ο λένιν όπως θα τα δούμε αμέσως παρακάτω.
Πρώτο θέμα η περίφημη παγκοσμιοποίηση. Τι είναι αυτή ;
Παγκοσμιοποίηση είναι η δημιουργία μιας παγκόσμιας οικονομικής ζώνης, μιας παγκόσμιας αγοράς, όπου τα προϊόντα, οι υπηρεσίες ,τα κεφάλαια και οι εργαζόμενοι κινούνται χωρίς δασμούς, ελεύθερα.
Τι μας λέει ο λένιν παρακάτω;
ότι όποιος έχει το πλεονέκτημα (Αγγλία ) επιδιώκει και επιβάλλει όσο μπορεί την παγκοσμιοποίηση αντίθετα οι άλλες χώρες ( πχ. Γερμανία ,ΗΠΑ ) όσες μπορούν, για να προστατευτούν, να προστατεύσουν την εγχώρια παραγωγή τους, παίρνουν μέτρα προστατευτισμού.
Έτσι τόσο απλά, βλέπουμε δε στην σημερινή εποχή αυτές πού πρωτοστάτησαν στην παγκοσμιοποίηση τις ΗΠΑ λόγω των αρχικών της πλεονεκτημάτων να αναδιπλώνονται παίρνοντας μέτρα προστατευτισμού αντίθετα η Κίνα σαν το βιομηχανικό εργαστήριο όλου του κόσμου σήμερα και με χαμηλούς μισθούς να αμύνεται υπέρ της παγκοσμιοποίησης .
Το δεύτερο θέμα αφορά μερικές ιδιομορφίες του ιμπεριαλισμού πρώτη, οι διακρίσεις μεταξύ των εργαζομένων και δεύτερη, η εγκατάσταση ξένων εργατών με χαμηλότερους μισθούς στις ιμπεριαλιστικές χώρες.
Ο ιμπεριαλισμός έχει την τάση να ξεχωρίζει και ανάμεσα στους εργάτες προνομιούχες κατηγορίες και να τις αποσπά από την πλατιά μάζα του προλεταριάτου. ». Από το ανώτερο στρώμα προέρχεται η μάζα των μελών των συνεταιρισμών και των συνδικαλιστικών ενώσεων, των αθλητικών συλλόγων και των πολυάριθμων θρησκευτικών αιρέσεων.
Αν και η Ελλάδα δεν είναι ιμπεριαλιστική χώρα μήπως είναι η ακριβής περιγραφή για το τι γινόταν επί δεκαετίες στην Ελλάδα, βέβαια του ξέφυγαν από την δική μας περίπτωση μεγάλα τμήματα των δημοσίων υπαλλήλων πού για να μην τους στεναχωρήσουν οι δικοί μας επαναστάτες και απολέσουν τμήμα των ψήφων τους αποφάσισαν να θεωρήσουν ότι αυτή η κατηγορία των εργαζομένων μάχεται για τα δίκαια συμφέροντά της.
Όσο για την εγκατάσταση ξένων εργατών με χαμηλότερους μισθούς στις ιμπεριαλιστικές χώρες και τις υπόλοιπες χώρες, στην Ελλάδα οι πόρτες είναι ανοιχτές με την συμπαράσταση του επαναστατικού κινήματος πού είτε το επαναστατικό κίνημα οι επαναστάτες το έχουν κάνει επάγγελμα είτε σαν υπάλληλοι του δημοσίου, έχουν εξασφαλίσει δηλαδή τον βιοπορισμό τους και με την απλή, αφελή συλλογιστική όλοι άνθρωποι είμαστε και αυτοί είναι φτωχοί και ξεριζωμένοι από τις εστίες τους ,για να μην υποθέσουμε τίποτα χειρότερο, πιέζονται τα μεροκάματα στο ναδίρ.
Ο λένιν εδώ μας μιλάει για την προσπάθεια διχασμού του εργατικού κινήματος και των χαμηλότερων μισθών πού αμείβονται οι ξένοι.
Και τελευταίο θέμα είναι η επιφανειακή παγκόσμια ειρήνη για την ακρίβεια των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυτικών χωρών μεταξύ τους
ΗΠΑ, Αγγλίας ,Γερμανίας ,Γαλλίας και γενικότερα μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΟΚ.
Δεν το σχολιάζω, αρκούν τα λόγια του λένιν στο τελευταίο απόσπασμα με τη μορφή μιας γενικής συμμαχίας όλων των ιμπεριαλιστικών Δυνάμεων λόγω της απόλυτης υπεροχής της αμερικής στο οικονομικό -πολιτικό- στρατιωτικό επίπεδο αλλά επειδή τα πράγματα αλλάζουν, όπως και τα λόγια του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, Η Ευρώπη δεν μπορεί και δεν πρέπει να αναθέτει σε υπεργολάβους την ασφάλεια και την άμυνά μας.
Πρώτη, πριν από τις άλλες χώρες, έγινε χώρα καπιταλιστική η Αγγλία, και προς τα μέσα του 19ου αιώνα, καθιερώνοντας το ελεύθερο εμπόριο, διεκδικούσε το ρόλο του «εργαστηρίου όλου του κόσμου», του προμηθευτή βιομηχανικών προϊόντων σε όλες τις χώρες, που σε αντάλλαγμα έπρεπε να την εφοδιάζουν με πρώτες ύλες. Αυτό όμως το μονοπώλιο της Αγγλίας υποσκάφτηκε στο τελευταίο κιόλας τέταρτο του 19ου αιώνα, γιατί μια σειρά άλλες χώρες, αφού υπεράσπισαν τον εαυτό τους με «προστατευτικούς» τελωνειακούς δασμούς, εξελίχτηκαν σε αυτοτελή καπιταλιστικά κράτη.
Είναι οι μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών, τα καρτέλ, τα συνδικάτα, τα τραστ. Είδαμε τι τεράστιο ρόλο παίζουν αυτά στη σύγχρονη οικονομική ζωή. Στις αρχές του 20ού αιώνα απόκτη- σαν απόλυτη υπεροχή στις προηγμένες χώρες, και αν τα πρώτα βήματα στο δρόμο της καρτελοποίησης έγιναν νωρίτερα στις χώρες με υψηλούς προστατευτικούς δασμούς (Γερμανία, Αμερική), στην Αγγλία με το σύστημά της του ελεύθερου εμπορίου παρουσιάστηκε απλώς λίγο αργότερα το ίδιο ακριβώς βασικό γεγονός - γέννηση των μονοπωλίων από τη συγκέντρωση της παραγωγής.
Και μιλώντας για την αγγλική εργατική τάξη, ο αστός ερευνητής του «βρετανικού ιμπεριαλισμού των αρχών του 20ού αιώνα», είναι αναγκασμένος να κάνει συστηματικά διάκριση ανάμεσα στο «ανώτερο στρώμα» των εργατών και στο «καθαυτό προλεταριακό κατώτερο στρώμα». Από το ανώτερο στρώμα προέρχεται η μάζα των μελών των συνεταιρισμών και των συνδικαλιστικών ενώσεων, των αθλητικών συλλόγων και των πολυάριθμων θρησκευτικών αιρέσεων. Στο επίπεδο του στρώματος αυτού είναι προσαρμοσμένο το εκλογικό δικαίωμα που στην Αγγλία «είναι ακόμη αρκετά περιορισμένο, έτσι που αποκλείει το καθαυτό προλεταριακό κατώτερο στρώμα»!! Για να εξωραΐσουν την κατάσταση της αγγλικής εργατικής τάξης, μιλάνε συνήθως μόνο γι' αυτό το ανώτερο στρώμα, που αποτελεί μια μειοψηφία του προλεταριάτου: λόγου χάρη «το ζήτημα της ανεργίας είναι κυρίως ένα ζήτημα που αφορά το Λονδίνο και το προλεταριακό κατώτερο στρώμα που οι πολιτικοί λίγο το υπολογίζουν...» Θα έπρεπε να ειπωθεί: που το υπολογίζουν λίγο οι αστοί πολιτικάντηδες και οι οπορτουνιστές «σοσιαλιστές».
Στον αριθμό των ιδιομορφιών του ιμπεριαλισμού, που συνδέονται μέ τον κύκλο των φαινομένων που περιγράφουμε, ανήκει η μείωση της μετανάστευσης από τις ιμπεριαλιστικές χώρες και η αύξηση της εγκατάστασης (του ερχομού εργατών και της μετοίκησης) σ' αυτές τις χώρες από τις πιο καθυστερημένες χώρες, όπου ο μισθός εργασίας είναι κατώτερος. Όπως σημειώνει ο Χόμπσον, από το 1884 κι εδώ ελαττώνεται η μετανάστευση από την Αγγλία: ήταν 242 χιλιάδες το 1884 και 169 χιλιάδες το 1900. Η μετανάστευση από τη Γερμανία είχε φτάσει στο ανώτατο σημείο στη δεκαετία 1881-1890:1.453 χιλιάδες και έπεσε στις δυο επόμενες δεκαετίες στις 544 και στις 341 χιλιάδες. Όμως ταυτόχρονα μεγάλωσε ο αριθμός των εργατών που έρχονταν στη Γερμανία από την Αυστρία, την Ιταλία, τη Ρωσία κ.ά. Σύμφωνα με την απογραφή του 1907 στη Γερμανία υπήρχαν 1.342.294 ξένοι κι απ' αυτούς εργάτες της βιομηχανίας ήταν οι 440.800 και της γεωργίας οι 257.329. Στη Γαλλία «σημαντικό μέρος» των εργατών της βιομηχανίας μεταλλείων είναι ξένοι: Πολωνοί, Ιταλοί, Ισπανοί. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι μετανάστες από την Ανατολική και τη Νότια Ευρώπη δουλεύουν σε θέσεις που πληρώνονται χειρότερα, ενώ οι Αμερικανοί εργάτες δίνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των προσώπων που αναδεικνύονται σε επιστάτες ή πιάνουν τις θέσεις που πληρώνονται καλύτερα. Ο ιμπεριαλισμός έχει την τάση να ξεχωρίζει και ανάμεσα στους εργάτες προνομιούχες κατηγορίες και να τις αποσπά από την πλατιά μάζα του προλεταριάτου.
Είναι απαραίτητο να σημειώσουμε ότι στην Αγγλία η τάση του ιμπεριαλισμού να διασπά τους εργάτες και να δυναμώνει τον οπορτουνισμό ανάμεσά τους, να προκαλεί μια προσωρινή αποσύνθεση του εργατικού κινήματος, εκδηλώθηκε πολύ πριν από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Αυτό έγινε, γιατί τα δυο μεγάλα διακριτικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού υπήρχαν στην Αγγλία από τα μέσα του 19ου αιώνα: οι τεράστιες αποικιακές κτήσεις και η μονοπωλιακή θέση στην παγκόσμια αγορά.
Ας πάρουμε την Ινδία, την Ινδοκίνα και την Κίνα. Είναι γνωστό ότι αυτές τις τρεις αποικιακές και μισοαποικιακές χώρες με πληθυσμό 600-700 εκατομμύρια ψυχές τις εκμεταλλεύεται το χρηματιστικό κεφάλαιο μερικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων: της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιαπωνίας, των Ηνωμένων Πολιτειών κλπ. Ας υποθέσουμε ότι αυτές οι ιμπεριαλιστικές χώρες συνάπτουν συμμαχία, η μια ενάντια στην άλλη, με σκοπό να υπερασπίσουν ή να επεκτείνουν τις κτήσεις, τα συμφέροντα και τις «σφαίρες επιρροής» τους στα παραπάνω ασιατικά κράτη. Αυτές θα είναι «διιμπεριαλιστικές» ή «υπεριμπεριαλιστικές» συμμαχίες. Ας υποθέσουμε ότι όλες οι ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις συγκροτούν μια συμμαχία για το «ειρηνικό» μοίρασμα των παραπάνω ασιατικών χωρών. Αυτό θα είναι ένα «διεθνώς ενωμένο χρηματιστικό κεφάλαιο». Έμπρακτα παραδείγματα μιας τέτοιας συμμαχίας υπάρχουν στην ιστορία του 20ού αιώνα, π.χ., στις σχέσεις των Δυνάμεων προς την Κίνα. Γεννιέται το ερώτημα: είναι «νοητό» άραγε να υποθέσει κανείς ότι σε συνθήκες διατήρησης του καπιταλισμού (και ακριβώς τέτοιες συνθήκες προϋποθέτει ο Κάουτσκι) οι συμμαχίες αυτού του είδους δε θα ήταν ολιγόχρονες; ότι θα απόκλειαν τις προστριβές, τις συγκρούσεις και την πάλη σε όλες τις πιθανές μορφές;
Αρκεί να μπει ξεκάθαρα το ερώτημα, για να μην μπορεί να δώσει κανείς άλλη απάντηση, εκτός από αρνητική. Γιατί στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν είναι νοητή άλλη βάση για το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής, συμφερόντων, αποικιών κ.ά., εκτός από τη βάση που υπολογίζει τη δύναμη των χωρών που συμμετέχουν στο μοίρασμα, τη γενική οικονομική, τη χρηματιστική, τη στρατιωτική κλπ. δύναμη. Η δύναμη όμως δεν αλλάζει ομοιόμορφα στις χώρες που συμμετέχουν στο μοίρασμα, γιατί στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν μπορεί να υπάρχει ισόμετρη ανάπτυξη των χωριστών επιχειρήσεων, τραστ, κλάδων της βιομηχανίας και χωρών. Πριν από μισό αιώνα, η Γερμανία ήταν ένα αξιοθρήνητο μηδενικό, αν συγκρίνουμε την καπιταλιστική της δύναμη με τη δύναμη της τότε Αγγλίας. Το ίδιο και η Ιαπωνία σε σύγκριση με τη Ρωσία. Είναι, λοιπόν, «νοητό» να προϋποθέτει κανείς ότι ύστερα από καμιά δεκαριά χρόνια θα έμενε αμετάβλητος ο συσχετισμός των δυνάμεων ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις; Είναι εντελώς ακατανόητο.
Γι' αυτό οι «διιμπεριαλιστικές» ή «υπεριμπεριαλιστικές» συμμαχίες στην καπιταλιστική πραγματικότητα και όχι στην ευτελή μικροαστική φαντασία των Άγγλων παπάδων ή του Γερμανού «μαρξιστή» Κάουτσκι -με οποιαδήποτε μορφή κι αν κλείνονται αυτές οι συμμαχίες, με τη μορφή ενός ιμπεριαλιστικού συνασπισμού ενάντια σ' έναν άλλο ιμπεριαλιστικό συνασπισμό, ή με τη μορφή μιας γενικής συμμαχίας όλων των ιμπεριαλιστικών Δυνάμεων - αποτελούν απλώς αναπόφευκτες «ανάπαυλες» ανάμεσα στους πολέμους. Οι ειρηνικές συμμαχίες προετοιμάζουν τους πολέμους και με τη σειρά τους ξεπηδούν από τους πολέμους, καθορίζοντας η μία την άλλη, γεννώντας τη διαδοχή των μορφών της ειρηνικής και της μη ειρηνικής πάλης πάνω στο ίδιο ακριβώς έδαφος των ιμπεριαλιστικών σχέσεων και των αμοιβαίων σχέσεων της παγκόσμιας οικονομίας και της παγκόσμιας πολιτικής.
Οι χώρες της ΕΕ ενώνουν τις στρατιωτικές δυνάμεις τους.
12 Δεκ. 2017
Είκοσι πέντε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης άρχισαν επισήμως σήμερα μια πρωτόγνωρη στρατιωτική «συνεργασία» για να αναπτύξουν εξοπλισμούς και όπλα και να διευκολύνουν τη διεξαγωγή επιχειρήσεων στο εξωτερικό, με δεδηλωμένη φιλοδοξία να προωθήσουν την Ευρώπη της Άμυνας.
Μόνο η Μάλτα, η Δανία και η Βρετανία δεν συμμετέχουν σ' αυτή τη «μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία» στην άμυνα, η οποία συνδυάζεται μ' έναν κατάλογο 17 προγραμμάτων που θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή μέσα στους επόμενους μήνες.
Ανάμεσα στα προγράμματα αυτά είναι η δημιουργία ενός «πυρήνα απάντησης στις κρίσεις» που θα επιταχύνει την ανάπτυξη στρατευμάτων όταν η Ένωση διεξάγει μια επείγουσα στρατιωτική επιχείρηση -- ένα πρόγραμμα που προωθεί η Γερμανία-- ή η ανάπτυξη κοινών «ραδιολογισμικών» ώστε να επιτραπεί στα στρατεύματα των διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών να επικοινωνούν ευκολότερα στο πεδίο, την οποία προωθεί η Γαλλία.
Επίσης πολλές χώρες θέλουν να δημιουργηθεί μια ευρωπαϊκή ιατρική διοίκηση που θα επιτρέψει την καλύτερη διαχείριση ορισμένων σπάνιων ιατρικών πόρων και εξοπλισμών για την υποστήριξη των εξωτερικών επιχειρήσεων της ΕΕ ή την ανάπτυξη ενός υποβρύχιου ρομπότ εντοπισμού ναρκών.
Μετά την αποτυχία να δημιουργηθεί πριν από 60 χρόνια μια Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άμυνας, οι Ευρωπαίοι ουδέποτε κατάφεραν να προχωρήσουν στον τομέα αυτόν, καθώς οι περισσότερες χώρες θέλουν να διατηρήσουν τον έλεγχο σε κάτι που θεωρούν ότι εξαρτάται αυστηρά από την εθνική κυριαρχία.
Όμως διαδοχικές κρίσεις από το 2014 (προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία, κύμα προσφύγων) και μετά η ψήφος υπέρ του Brexit και η άνοδος στην εξουσία του Ντόναλντ Τραμπ άλλαξαν τα δεδομένα.
Τα μέτρα αυτά «ρίχνουν τα θεμέλια μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης της Άμυνας.
Η Ευρώπη δεν μπορεί και δεν πρέπει να αναθέτει σε υπεργολάβους την ασφάλεια και την άμυνά μας», χαιρετίζει σε ανακοίνωσή του ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
https://tvxs.gr/news/eyropi-eop/oi-xores-tis-ee-enonoyn-tis-stratiotikes-dynameis-toys
Του Πασχου Μανδραβελη
Το τέλος της πρώτης παγκοσμιοποίησης
22.01.2012
Στην παγκόσμια συζήτηση για τη χρηματοπιστωτική κρίση λείπει ένας όρος που για είκοσι χρόνια φλόγιζε τις συζητήσεις για το διεθνές σύστημα. Η λέξη «παγκοσμιοποίηση». Είναι περίεργο, δε, διότι μπορεί η παγκοσμιοποίηση να μην ευθύνεται για τη δημιουργία της κρίσης, σ' αυτήν όμως οφείλεται η ταχύτατη εξάπλωσή της. Ενα πρόβλημα με τα στεγαστικά δάνεια στις ΗΠΑ, έγινε δια των διασυνδέσεων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, παγκόσμια τραπεζική κρίση, για να καταλήξει δημοσιονομική κρίση και μπορεί να γίνει κρίση της πραγματικής οικονομίας των προϊόντων που παράγει η... Κίνα. Η απουσία μπορεί να δείχνει ότι πήραμε το μάθημά μας από τη μεγάλη κρίση του '29, όταν η αντίδραση ήταν ο περιορισμός της παγκοσμιοποίησης με εθνικές νομοθεσίες, με αποτέλεσμα ο κόσμος εκτός από τη βαθιά ύφεση να μπει σε εξοντωτικούς εμπορικούς πολέμους και τελικά στον αιματηρό Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Υπάρχουν όμως αναλογίες που να κάνουν θεμιτή τη σύγκριση όσων διαδραματίζονταν στον κόσμο στις αρχές του περασμένου αιώνα με όσα διαδραματίζονται σήμερα; Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, Χάρολντ Τζέιμς, η παγκοσμιοποίηση στο τέλος του 19ου αιώνα ήταν μεγαλύτερη από τη σημερινή. Ενας τρόπος για να μετρήσουμε τη διεθνή ολοκλήρωση, γράφει, «είναι να εξετάσουμε το μέγεθος των καθαρών κεφαλαιακών κινήσεων.
Αν μετρηθούν σε σχέση με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) οι εισαγωγές και εξαγωγές κεφαλαίου ήταν μεγαλύτερες από τις σημερινές: Μεταξύ του 1870 και 1890, η Αργεντινή εισήγαγε κεφάλαιο ισοδύναμο με το 18,7% του εθνικού εισοδήματος και η Αυστραλία με το 8,2%. Συγκρίνετε αυτά τα στοιχεία με τη δεκαετία του '90, όταν τα αντίστοιχα νούμερα αυτών των δύο μεγάλων εισαγωγέων κεφαλαίου ήταν ένα γλίσχρο 2,2% και 4%. Η υπόθεση των εξαγωγών κεφαλαίου είναι ακόμη πιο δραματική. Την παραμονή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Μεγάλη Βρετανία εξήγε το 7% του εθνικού της εισοδήματος. Καμιά χώρα στον κόσμο μετά το '45 δεν προσέγγισε ποτέ ένα παρόμοιο επίπεδο, ούτε η Ιαπωνία ούτε η προ του 1989 Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας».
Στον τομέα του εμπορίου τα πράγματα ήταν ελάχιστα διαφορετικά. Το 1913 οι εξαγωγές της μεγάλης οικονομικής δύναμης της εποχής, που ήταν η Βρετανία, ήταν περίπου το 30% του ΑΕΠ, ποσοστό που έφτασαν κάποιες χώρες της Δύσης μετά τη δεκαετία του 1980· παρά την τεράστια βελτίωση των εμπορευματικών μεταφορών.
Η μετανάστευση είναι αδύνατον να μετρηθεί διότι στον 19ο αιώνα δεν υπήρχαν διαβατήρια, ούτε μεταναστευτικές πολιτικές και ούτε φυσικά μετρήσεις. Εκείνη την εποχή «πάνω απ' όλα κινούνταν οι άνθρωποι», γράφει ο Χάρολντ Τζέιμς. «Δεν χρειάζονταν διαβατήρια. Σπάνια γίνονταν συζητήσεις για την υπηκοότητα.
«Οικουμενική εποχή»
Επιδιώκοντας την ελευθερία, την ασφάλεια και την ευημερία -τρεις αξίες που σχετίζονταν στενά- οι άνθρωποι της Ευρώπης και της Ασίας εγκατέλειπαν τις εστίες τους και συχνά έκαναν δύσκολα ταξίδια με τον σιδηρόδρομο ή το πλοίο, συχνά δε σαν τμήμα ανθρωπίνων μεταναστεύσεων γιγαντιαίων διαστάσεων. Ανάμεσα στο 1871 και στο 1915, 36 εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν την Ευρώπη». Από έναν πληθυσμό που το 1900 έφτανε δεν έφτανε τα 320 εκατομμύρια.
Ο κόσμος ζούσε την «οικουμενική εποχή». «Η αισιοδοξία της εποχής», σημειώνει ο Τζέιμς, «μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μαρτυρία για τον διεθνισμό ή τον κοσμοπολιτισμό της. Μερικοί αναλυτές πίστευαν ότι η δυναμική της ολοκλήρωσης ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσε να αναχαιτιστεί με τίποτε - στην πραγματικότητα, καθιστούσε τον πόλεμο ανάμεσα στα μεγάλα ανεπτυγμένα βιομηχανικά κράτη αδύνατο.
Αυτή η ελκυστική αλλά τελικά απατηλή προϋπόθεση διατυπώθηκε με μεγάλη ευφυΐα από τον Βρετανό συγγραφέα Νόρμαν Εϊντζελ σε ένα βιβλίο που δημοσιεύτηκε το 1911 και διατέθηκε αμέσως (αυτός ήταν ο βαθμός της παγκόσμιας πνευματικής ολοκλήρωσης) σε δεκατέσσερις χώρες και οκτώ γλώσσες. Οι καπιταλιστές θεωρούσαν ότι η δική τους εκδοχή του διεθνισμού είχε εξαρτήσει τόσο πολύ τα κράτη από τις αγορές ομολόγων που δεν θα άντεχαν να προκαλέσουν οποιονδήποτε κλονισμό της εμπιστοσύνης στις επιχειρήσεις. Οι σοσιαλιστές πίστευαν ότι η ύπαρξη ενός διεθνούς προλεταριάτου με αυτοσυνείδηση θα μπορούσε να ματαιώσει τα σχέδια των μιλιταριστών.
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Διαψεύσθηκαν και οι δύο. Τρία χρόνια μετά την έκδοση του «Great Illusion» ο κόσμος έμπαινε στον πιο μεγάλο και αιματηρό πόλεμο όλων των προηγούμενων εποχών. Οι Κέβιν Ο' Ρουρκ και Τζέφρι Γουίλιαμσον στο βιβλίο τους «Παγκοσμιοποίηση και ιστορία» έγραψαν ότι «η ιστορία δείχνει ότι η παγκοσμιοποίηση μπορεί να φυτέψει τους σπόρους της ίδιας της της καταστροφής. Αυτοί οι σπόροι φυτεύτηκαν στη δεκαετία του 1870, βλάστησαν στη δεκαετία του 1880, μεγάλωσαν ορμητικά στην περίοδο της αλλαγής του αιώνα και άνθισαν στα σκοτεινά χρόνια ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους». Οι δύο συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του '30 δεν χρειαζόταν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να εκδηλωθεί. Θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς ως αποτέλεσμα των εσωτερικών αντιφάσεων του καπιταλισμού.
Παράδοξο μεν και σχεδόν μαρξιστικό, αλλά το ίδιο αναφέρει και ο μεγάλος Αυστριακός οικονομολόγος Γιόζεφ Σουμπέτερ. Οπως αναφέρει ο Χάρολντ Τζέιμς «σε ένα άρθρο με τίτλο «Η αστάθεια του καπιταλισμού», που δημοσιεύτηκε το 1928, στο υψηλότερο σημείο ευημερίας εκείνης της δεκαετίας, ο Σουμπέτερ αναφερόταν «στην τάση προς την αυτοκαταστροφή εξαιτίας εγγενών οικονομικών αιτιών ή προς την απώλεια της ίδιας του της δομής». Σε μια εποχή που δεν φαινόταν να επίκειται ο κίνδυνος χρηματοπιστωτικής αναταραχής, υποστήριζε ότι «ο καπιταλισμός ενώ [είναι] οικονομικά σταθερός και μάλιστα η σταθερότητά του αυξάνεται, δημιουργεί, εξορθολογίζοντας την ανθρώπινη διανοητικότητα, μια νοοτροπία και ένα στυλ ζωής ασύμβατα με τις θεμελιώδεις συνθήκες του, κίνητρα και κοινωνικούς θεσμούς»».
Επίκαιρη προφητεία
Από το 2001 που πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο του Χάρολντ Τζέιμς για την ιστορία της πρώτης παγκοσμιοποίησης ο συγγραφέας έβλεπε την Ευρώπη ως τον αδύναμο κρίκο της δεύτερης παγκοσμιοποίησης. Στα συμπεράσματα του βιβλίου του προφήτευε ότι στη Γηραιά Ηπειρο «υπάρχει ελάχιστη ευελιξία όσον αφορά τις προσδοκίες για το τι θα έπρεπε να κάνει το κράτος και μια έντονη τάση να τίθενται οι προτάσεις μεταρρύθμισης εκτός ορίων αποδεκτής πολιτικής συζήτησης. Αυτά τα κράτη βασίζονται στην αξιοπιστία τους -στην εμπιστοσύνη των αγορών- σε τέτοιο βαθμό που... όπου και όταν λάβουν χώρα οι κρίσεις θα...εμφανιστούν σαν τελείως άλυτα προβλήματα εντός των ορίων της υπάρχουσας πολιτικής τάξης πραγμάτων και των τρεχουσών πολιτικών προσδοκιών».
Η γέννηση της αντιπαγκοσμιοποίησης
Για τον Χάρολντ Τζέιμς η αντιπαγκοσμιοποίηση γεννιέται αμέσως μετά την πρώτη παγκοσμιοποίηση. «Καθώς ο ενιαίος διεθνής κόσμος εξελισσόταν παρήγε μια ανταπόκριση ή αντίδραση - κατ' αρχάς μια ιδέα και μετά τη θεσμική ενσάρκωση της ιδέας. Η συνειδητοποίηση των συνεπειών μιας παγκόσμιας οικονομίας και μιας διεθνούς κοινωνίας προκάλεσε έναν ισχυρό εθνικισμό. Εθνικισμός σημαίνει τουλάχιστον δύο διακριτές διαδικασίες. Μία είναι η διαμόρφωση ταυτοτήτων και κοινής συμπεριφοράς ως αντίδραση σε εξωτερική απειλή ή στην ιδέα της απειλής. Αυτό το είδος της αντίδρασης μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε ξενοφοβία».
Κατά τον Τζέιμς «οι ροές εργασίας παραμένουν το πιο ελεγχόμενο τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας... Η μετανάστευση είναι ο πιο ευάλωτος τομέας στην προστατευτική παρόρμηση. Σ' αυτόν σημειώθηκε η αποφασιστική εχθρική στάση εναντίον του διεθνισμού κατά τη δεκαετία του 1920 και συνοδεύτηκε από μια σκλήρυνση των δυσάρεστων και επίσης κοντόφθαλμων εθνικιστικών επιχειρημάτων».
«Δεύτερον, υπάρχει μια διαδικασία δημιουργίας θεσμών, που αιτιολογείται βάσει της πρώτης αντίδρασης, με την οποία το έθνος - κράτος, η τυπική πολιτική κατασκευή του 19ου αιώνα, εξελίχθηκε σε αμυντικό μηχανισμό έναντι απειλών κατά της σταθερότητας, που έχουν εξωτερική προέλευση... Η αντίδραση κατά τη μεσοπολεμική περίοδο εναντίον της διεθνούς οικονομίας έχει τις ρίζες της στον 19ο αιώνα, και αυτές μπορούν να καταδειχθούν σε εκείνους ακριβώς τους τομείς που έπαιζαν κεντρικό ρόλο στην παγκόσμια διασύνδεση: στο εμπόριο, τη μετανάστευση και τις κινήσεις του κεφαλαίου. Ο σκοπός των καινούργιων δασμών που επιβλήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα συχνά εκφραζόταν με παραδοσιακούς όρους, όχι τόσο σαν κοινωνική όσο σαν εθνική άμυνα».
Ομοιογένεια
Η αντίληψη που κυριάρχησε στον κόσμο ήταν ότι οι χώρες χρειάζονταν όσο μεγαλύτερο ομοιογενή πληθυσμό μπορούσαν για την άμυνά τους (ή όπως θα λέγαμε πιο κυνικά: για τροφή στα κανόνια). Ο τρόπος διατήρησης ή και αύξησης του πληθυσμού ήταν διά της οικονομικής επέκτασης, δηλαδή διά των εξαγωγών. Οπως έγραφε ένας συγγραφέας της εποχής «θα εξάγουμε ή προϊόντα ή ανθρώπους».
Αυτό οδήγησε τα κράτη σε προστατευτικές πολιτικές (κυρίως σε ό, τι αφορά τα αγροτικά προϊόντα) και επιθετικές επιδοτήσεις σε ό, τι αφορά τις εξαγωγές. Με αποτέλεσμα τα αντίμετρα, για να καταλήξουμε στη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του '30.
Διαβάστε
- Harold James «Το τέλος της παγκοσμιοποίησης. Μαθήματα από τη μεγάλη ύφεση», εκδ. Α. Α. Λιβάνη.
- https://www.kathimerini.gr/728658/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/to-telos-ths-prwths-pagkosmiopoihshs
Από τμήμα άρθρου.
Η νέα παγκοσμιοποίηση έχει τα χρώματα της Κίνας*
(η αναβίωση του νέου δρόμου του μεταξιού),
2018,Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
-------------------
Εισαγωγή
Η παγκοσμιοποίηση δυτικών προδιαγραφών, που κυριάρχησε στην υφήλιο επί περίπου πέντε δεκαετίες, δεν είναι πια μαζί μας. Τη χαριστική βολή τής την έδωσε η έναρξη και η εντατικοποίηση του εμπορικού πολέμου, που κηρύχτηκε από τον Αμερικανό πρόεδρο, αρχικά εναντίον της Κίνας, αλλά δεν περιορίστηκε φυσικά σε αυτήν. Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι η Αμερική ήταν αυτή που
επέβαλε την παγκοσμιοποίηση στον υπόλοιπο κόσμο, με την πεποίθηση ότι τα
αποτελέσματά της θα την ευνοούσαν. Και η ίδια πάντοτε υπερδύναμη έθεσε τέλος σε αυτήν, όταν έκρινε ότι δεν την εξυπηρετούσε πια.
Δεν είναι διόλου εύκολη η απάντηση στο ερώτημα του εάν, πράγματι, και για πόσο χρονικό διάστημα η Αμερική ωφελήθηκε από την παγκοσμιοποίηση, όπως αρχικά το ήλπιζε. Οι σίγουρες, ωστόσο, γενικότερες συνέπειες της παγκοσμιοποίησης είναι ότι δημιούργησε ελάχιστους νικητές και αναρίθμητες στρατιές ηττημένων, ότι κορύφωσε τις κάθε μορφής ανισότητες, και ακόμη ότι μεταχειρίστηκε, από πολλές απόψεις, την εργασία ως «μαύρο πρόβατο», με αποτέλεσμα τη σημαντική πτώση του μεριδίου της στο ΑΕΠ. Ακόμη, στις σίγουρες θετικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης είναι και η διαπίστωση ότι η Κίνα, η Ινδία και σε μικρότερο βαθμό και άλλες αναδυόμενες οικονομίες, ωφελήθηκαν εξαιρετικά από την παγκοσμιοποίηση, ενώ χάρη σε αυτήν εκατομμύρια κατοίκων τους εξήλθαν από την απόλυτη φτώχεια.
Η εγκατάλειψη της, δυτικών προδιαγραφών, παγκοσμιοποίησης είναι το αποτέλεσμα της οργής πολυάριθμων κοινωνικό-οικονομικών ομάδων ως αντίδραση στα δυσμενή αποτελέσματά της εναντίον τους.
Οφείλεται, ακόμη, στη νομοτελειακή εναλλαγή της παγκοσμιοποίησης με το σύστημα του προστατευτισμού ή της αντι-παγκοσμιοποίησης που παρατηρείται κάθε 40 ή 50 χρόνια (Lenglet).
Παρότι, ανταποκρίνεται απολύτως στην πραγματικότητα η διαπίστωση ότι η «παγκοσμιοποίηση δυτικού τύπου έχει υποχωρήσει», δεν είναι όμως τα ίδιο και με αυτήν, που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πια καθεστώς παγκοσμιοποίησης. ...
στην υφήλιο. Και τούτο, διότι ανατέλλει μια άλλη παγκοσμιοποίηση, με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με την απερχόμενη, που αυτή φέρει τα
χρώματα της Κίνας. Πρόκειται για την αναβίωση του δρόμου του μεταξιού, που
συχνά αναφέρεται και ως νέο σχέδιο Marshall.
Η νέα αυτή μορφή παγκοσμιοποίησης, σε αντίθεση με την παραδοσιακή, δεν έχει ως προμετωπίδα την επιδίωξη του μέγιστου δυνατού κέρδους, άμεσα τουλάχιστον, αλλά την επίτευξη της παγκόσμιας κυριαρχίας της Κίνας. Η υλοποίηση του μεγαλεπήβολου αυτού στόχου, προϋποθέτει αναγκαστικά, το τέλος της κυριαρχίας της Δύσης, και πιθανότατα, όχι μόνο της οικονομικής.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ