ΒΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ.

Συμπληρώνοντας το προηγούμενο άρθρο.
Τι είναι καπιταλισμός;
Είναι ένα κοινωνικό-οικονομικό σύστημα πού όλα τα προϊόντα προορίζονται για την αγορά με βασικό χαρακτηριστικό την μισθωτή εργασία.
Η δε πολιτική εξουσία ανήκει στην τάξη των καπιταλιστών.
Από το Αλφάβητο του κομμουνισμού του Νικολάϊ Μπουχάριν, διαβάζουμε:
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του καπιταλιστικού συστήματος είναι λοιπόν τρία τον αριθμό :
1ο η παραγωγή για την αγορά (παραγωγή εμπορευμάτων).
2ο η μονοπώληση των μέσων παραγωγής από την καπιταλιστική τάξη,
και
3ο η μισθωτή εργασία, αυτή δηλαδή που βασίζεται στο πούλημα της εργατικής δύναμης.
Η μονοπώληση των μέσων παραγωγής από την καπιταλιστική τάξη.
Μπορεί να υπάρχει παραγωγή εμπορευμάτων χωρίς καπιταλιστές, όπως λόγου χάρη, η παραγωγή των μικροτεχνών. Τούτοι δω παράγουν για την αγορά και πουλάνε τα προϊόντα τους κατά συνέπεια, τα προϊόντα τους είναι εμπορεύματα και η παραγωγή τους παραγωγή εμπορευμάτων. Ωστόσο, είναι μια συνηθισμένη παραγωγή εμπορευμάτων και όχι μια καπιταλιστική παραγωγή. Για να μεταβληθεί η συνηθισμένη αυτή παραγωγή σε καπιταλιστική παραγωγή, πρέπει απ'τό ένα μέρος τα μέσα παραγωγής (εργαλεία, μηχανές, οικοδομές, έδαφος κλπ.) να γίνουν ιδιοχτησία μιας ολιγάριθμης τάξης από πλούσιους καπιταλιστές κι'απ'τ'άλλο μέρος ένας μεγάλος αριθμός από ανεξάρτητους χειροτέχνες και χωρικούς να καταστραφούν και να γίνουν εργάτες.
Με τους παραπάνω ορισμούς γίνεται φανερό ότι ο Ροβινσώνας Κρούσος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι καπιταλιστής επειδή πήρε έναν εργαζόμενο και του έδινε μέρος της ψαριάς.
Η αγορά και η παραγωγή των μικροτεχνιτών, υπήρχε χιλιάδες χρόνια και αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν καπιταλιστές.
Ας δούμε τώρα το κύριο σχήμα του καπιταλισμού. Χ-Ε-Χ΄.
Το κεφάλαιο Χ μετατρέπεται σε εμπόρευμα Ε και μετά πάλι σε χρήμα Χ΄ μεγαλύτερο όμως του αρχικού κεφαλαίου Χ .
Διαβάζουμε πάλι από τον Μπουχάριν.
Ο καπιταλιστής δεν έχει ακόμα αγοράσει ούτε οργανική δύναμη, ούτε μέσα παραγωγής. Μα τον καίει η επιθυμία να προσλάβει εργάτες, να προμηθευτεί μηχανές, να αποκτήσει πρώτες ύλες, κάρβουνο σε αρκετές ποσότητες. Για την ώρα δεν έχει τίποτα, εξόν το χρήμα. Το κεφάλαιο παρουσιάζεται εδώ με τη νομισματική του μορφή.
ΙΙ. Με τα χρήματα που έχει στη διάθεσή του, πηγαίνει ο καπιταλιστής στην αγορά (όχι ο ίδιος εννοείται, γιατί έχει γι'αυτό τηλέφωνο, τηλέγραφο κτλ.). Εκεί, αγοράζει τα μέσα παραγωγής και την εργατική δύναμη. Ο καπιταλιστής γυρίζει στο εργοστάσιο χωρίς χρήματα, αλλά με εργάτες, μηχανές, πρώτες ύλες, καύσιμα. Όλα αυτά τα πράματα δεν είναι τώρα πια εμπορεύματα. Παύσανε να είναι εμπορεύματα από τη στιγμή που δεν είναι πια για πούλημα. Το χρήμα μεταμορφώθηκε σε μέσα παραγωγής και σε εργατική δύναμη. Αύξησε το νομισματικό του περικάλυμμα. Το κεφάλαιο παρουσιάζεται τώρα με μορφή βιομηχανικού κεφαλαίου.
Κατόπι αρχίζει η δουλειά! Οι μηχανές μπαίνουν σε κίνηση, οι ρόδες γυρίζουν, οι μοχλοί λειτουργούν, οι εργάτες κι οι εργάτριες είναι βουτηγμένοι στον ιδρώτα, οι μηχανές φθείρονται, οι πρώτες ύλες λιγοστεύουν, η εργατική δύναμη εξαντλείται σε δράση.
ΙΙΙ. Τότε όλες αυτές οι πρώτες ύλες, η φθορά των μηχανών, η εργατική δύναμη, μεταμορφώνονται λίγο - λίγο σε σωρούς από εμπορεύματα. Αυτή τη φορά, το κεφάλαιο αφήνει το υλικό του περικάλυμμα σαν όργανο κατασκευής και παρουσιάζεται σα σωρός εμπορεύματα. Aυτό είναι το κεφάλαιο στην εμπορική του μορφή. Αλλά δεν άλλαξε παρά μόνο περικάλυμμα και μεγάλωσε την αξία του, γιατί κατά τη διάρκεια της παραγωγής προστέθηκε σ'αυτό η υπεραξία.
ΙV. Όμως, ο καπιταλιστής παράγει εμπορεύματα όχι για ατομική του χρήση, μα για την αγορά, για την πώληση. Ό,τι συσσώρευσε στις αποθήκες του, πρέπει να πουληθεί. Στην αρχή, το κεφάλαιο πηγαίνει στην αγορά σαν αγοραστής, τώρα πρέπει να πάει εκεί σαν πουλητής. Πρώτα είχε στα χέρια χρήμα και ήθελε να αποχτήσει εμπορεύματα (τα μέσα παραγωγής), τώρα έχει στα χέρια εμπορεύματα και θέλει να αποχτήσει χρήματα. Όταν πουλιέται το εμπόρευμα, το κεφάλαιο περνάει ξανά από την εμπορική του μορφή στη νομισματική του μορφή. Αλλά η ποσότητα χρήματος που παίρνει ο καπιταλιστής δεν είναι πια η ποσότητα χρήματος που είχε δώσει στην αρχή, γιατί αυξήθηκε με το ποσοστό της υπεραξίας.
Αλλά η κυκλοφορία του κεφαλαίου δεν έχει ακόμα τελειώσει. Το αυξημένο κεφάλαιο ξαναμπαίνει σε κίνηση και αποχτάει ακόμα μεγαλύτερη ποσότητα υπεραξίας. Η υπεραξία αυτή προσθέτεται και ένα μέρος στο κεφάλαιο και αρχίζει έναν καινούριο κύκλο και τα ίδια συνέχεια. Το κεφάλαιο, όμοιο με μια μπάλα χιόνι, κυλάει αδιάκοπα, και σε κάθε στροφή και μια όλο και μεγαλύτερη ποσότητα υπεραξίας προστίθεται σ'αυτό. Έτσι μεγαλώνει και απλώνει η καπιταλιστική παραγωγή.
Να πώς κλέβει το κεφάλαιο από την εργατική τάξη την υπεραξία και απλώνεται παντού. Η γρήγορη αύξησή του εξηγιέται από τις ξεχωριστές του ιδιότητες. Βέβαια η εκμετάλλευση μιας τάξης από μιαν άλλην υπήρχε και πρωτύτερα. Ας πάρουμε όμως για παράδειγμα ένα γαιοχτήμονα, τον καιρό της δουλοπαροικίας, ή έναν ιδιοχτήτη δούλων στην αρχαιότητα. Καταπιέζει τους δουλοπάροικούς του και τους δούλους του. Κάθε τι που αυτοί παράγανε, το τρώγανε οι αρχόντοι, τό'πιναν το κατανάλωναν οι ίδιοι ή τό'διναν να το καταναλώσει η αυλή τους και οι πολυάριθμοι παράσιτοί τους. Η παραγωγή εμπορευμάτων ήτανε πολύ αδύνατη και δεν μπορούσανε να τα πουλήσουν πουθενά. Αν οι γαιοχτήμονες ή οι αφεντάδες θέλανε να αναγκάσουνε τους δουλοπάροικούς τους ή τους σκλάβους τους να παράγουν βουνά ψωμί, κρέας, ψάρι κτλ. όλα αυτά θα σάπιζαν. Η παραγωγή προοριζότανε τότε στην ικανοποίηση των αναγκών του γαιοχτήμονα και της ακολουθίας του. Τα πράματα είναι εντελώς διαφορετικά στο καπιταλιστικό καθεστώς. Στο καπιταλιστικό καθεστώς παράγουνε όχι για την ικανοποίηση αναγκών, μα για το κέρδος. Παράγουν εμπορεύματα για να τα πουλήσουν, για να κερδίσουν, για να συσσωρεύσουν κέρδη. Όσο μεγαλύτερο είναι το κέρδος, τόσο περισσότερο αξίζει. Απ'αυτού, στην καπιταλιστική τάξη η ξέφρενη πορεία για το κέρδος. Η δίψα της για κέρδος δεν έχει όρια. Είναι ο μοχλός, το κυριότερο ελατήριο της καπιταλιστικής παραγωγής.
Το καπιταλιστικό κράτος
Η καπιταλιστική κοινωνία βασίζεται, όπως το είδαμε, στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Μια χούφτα άνθρωποι κατέχουν τα πάντα' η πλειοψηφία των εργατών δεν έχει τίποτα. Οι καπιταλιστές διατάζουν, οι εργάτες υπακούνε. Οι καπιταλιστές εκμεταλλεύονται, οι εργάτες είναι εκμεταλλευόμενοι. Η καπιταλιστική κοινωνία στηρίζεται ουσιαστικά στην αμείλιχτη αυτή εκμετάλλευση που ολοένα μεγαλώνει.
Η καπιταλιστική παραγωγή είναι μια αντλία προορισμένη να αντλεί την υπεραξία. Πώς όμως αυτή η αντλία μπορεί και λειτουργεί πολύ καιρό; Πώς οι εργάτες υποφέρουνε μια παρόμοια κατάσταση πραγμάτων; Είναι δύσκολο να απαντήσουμε αμέσως σ'αυτή την ερώτηση. Γενικά όμως υπάρχουν δυο εξηγήσεις γι'αυτό: 1ο. Η οργάνωση και η δύναμη είναι στα χέρια των καπιταλιστών. 2ο. Η αστική τάξη κυριαρχεί γενικά πάνω στο μυαλό της εργατικής τάξης.
Το πιο σίγουρο μέσο για την αστική τάξη της το προσφέρνει η οργάνωση του κράτους. Σ'όλες τις καπιταλιστικές χώρες, το κράτος δεν είναι άλλο πράγμα από'να συνασπισμό επιχειρηματιών. Ας πάρουμε μιαν οποιαδήποτε χώρα: την Αγγλία ή τις Ενωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία ή την Ιαπωνία. Υπουργοί, ανώτεροι λειτουργοί, βουλευτές είναι πάντα οι ίδιοι οι καπιταλιστές, γαιοκτήμονες, εργοστασιάρχες, τραπεζίτες ή οι πιστοί και καλοπληρωμένοι υπηρέτες τους, που τους υπηρετούνε όχι από φόβο, μα με ζήλο : δικηγόροι, διευθυντές τραπεζών, καθηγητές, στρατηγοί και επίσκοποι.
Η οργάνωση όλων αυτών των αστών, που αγκαλιάζει ολόκληρη τη χώρα και την κρατάει στα νύχια τους, ονομάζεται κράτος. Το κράτος έχει διπλό σκοπό: ο κυριότερος, είναι να καταστέλλει τις ταραχές και τις εξεγέρσεις των εργατών, να βγάζει ευκολότερα την υπεραξία της εργατικής τάξης και να εξασφαλίζει τη στερεότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής' ο άλλος της σκοπός είναι να παλεύει ενάντια σ'άλλες παρόμοιες οργανώσεις (άλλα αστικά κράτη) με το μοίρασμα της παρμένης με τη βία υπεραξίας. Έτσι, το καπιταλιστικό κράτος είναι μια ένωση επιχειρηματιών που εξασφαλίζει την εκμετάλλευση. Και είναι αποκλειστικά τα συμφέροντα του κεφαλαίου που κατευθύνουν τη δράση της ληστρικής αυτής ένωσης.
Στην τέτοια αντίληψη για το αστικό κράτος μπορεί ν' αντιτάξει κανένας τις παρακάτω αντιρρήσεις:
- Λέτε ότι το κράτος κατευθύνεται αποκλειστικά και μόνον από τα συμφέροντα του Κεφαλαίου. Αλλά κοιτάξτε: σ'όλες τις καπιταλιστικές χώρες, υπάρχουν εργατικοί νόμοι που απαγορεύουν ή περιορίζουν την εργασία των παιδιών, λιγοστεύουν τις ώρες δουλειάς κτλ., στη Γερμανία, λόγου χάριν, από την εποχή του Γουλιέλμου ΙΙ, η ασφάλιση των εργατών δεν ήτανε κακά οργανωμένη από το κράτος στην Αγγλία το ίδιο, ένας αστός υπουργός, ο δραστήριος Λόυδ Τζώρτζ, εθέσπισε την ασφάλιση και τη σύνταξη για τους γέρους' σ'όλα τα αστικά κράτη, χτίζουν νοσοκομεία, αναρρωτήρια για τους εργάτες' κατασκευάζουν σιδηροδρόμους που μεταφέρουν φτωχούς και πλούσιους' φτιάχνουν υδραγωγεία, αγωγούς ύδρευσης σ'όλες τις πόλεις κτλ. για όλον τον κόσμο. Τότε - θα πούν όχι λίγοι άνθρωποι - ακόμα και σε μια χώρα που κυβερνάει το Κεφάλαιο, το κράτος δεν ενεργεί αποκλειστικά και μόνο προς το συμφέρον του Κεφαλαίου, αλλά και προς όφελος των εργατών.Καμιά φορά μάλιστα προστιμάρει τους εργοστασιάρχες που παραβιάζουν τους εργατικούς νόμους.
Οι αντιρρήσεις αυτές δεν είναι σωστές και να γιατί. Είναι αλήθεια, ότι η αστική εξουσία ψηφίζει καμιά φορά νόμους και διατάγματα που απ'αυτά επωφελείται και η εργατική τάξη. Αλλά το κάνει προς το συμφέρον της αστικής τάξης. Ας πάρουμε τους σιδηρόδρομους : Χρησιμοποιούνται από τους εργάτες, εξυπηρετούν και τους εργάτες, αλλά δεν γίνονται γι'αυτούς. Έμποροι, εργοστασιάρχες, τους χρειάζονται για τη μεταφορά των εμπορευμάτων τους, την κυκλοφορία των φορτίων τους, τη μεταφορά των στρατευμάτων και των εργατών κτλ. Το Κεφάλαιο έχει ανάγκη από σιδηροδρόμους και τους φτιάχνει για το δικό του συμφέρον. Είναι χρήσιμοι και στους εργάτες, μα το καπιταλιστικό κράτος δεν τους έφτιαξε γι'αυτό. Ας πάρουμε ακόμα την καθαριότητα των δρόμων, τις δημοτικές υπηρεσίες περίθαλψης και νοσοκομείων' η αστική τάξη τις εξασφαλίζει επίσης και στις εργατικές συνοικίες. Είναι αλήθεια ότι, συγκρινόμενες με τις αστικές συνοικίες, οι εργατικές συνοικίες είναι βρώμικες και αποτελούν εστίες μολύνσεων, κτλ. Μα σαν κι η αστική τάξη κάνει κάτι. Γιατί; Μα γιατί αλλιώτικα, οι αρρώστιες και οι επιδημίες θα απλώνονταν σ'ολόκληρη την πόλη και θα μπορούσε τότε να πάθει απ'αυτές και η αστική τάξη. Το αστικό κράτος και τα πολιτικά του όργανα κατευθύνονται λοιπόν και δω από τα συμφέροντα μόνον της αστικής τάξης.
Ακόμα ένα παράδειγμα : Στη Γαλλία, τις τελευταίες δεκαετίες, οι εργάτες μάθανε από την αστική τάξη να περιορίζουνε τεχνικά τις γεννήσεις, ή δεν κάνουνε καθόλου παιδιά ή δεν κάνουν περισσότερα από δύο. Η ανέχεια ανάμεσα στους εργάτες είναι τόσο μεγάλη που τους είναι πολύ δύσκολο και σχεδόν αδύνατο να συντηρήσουν μια πολυμελή οικογένεια. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο πληθυσμός της Γαλλίας δε μεγαλώνει σχεδόν καθόλου. Και αρχίζει να παρουσιάζεται έλλειψη στρατιωτών για τη γαλλική αστική τάξη. Τούτη δω παραπονιέται! "Το κράτος κινδυνεύει!" Στη Γερμανία ο πληθυσμός αναπτύσσεται πιο γρήγορα παρά σε μας. Ας το πούμε περαστικά' οι στρατιώτες που παρουσιάζονται στο στρατό κάθε χρόνο ήτανε μικρόσωμοι, με αδύνατο στήθος, πολύ λίγο ζωηροί. Τότε η αστική τάξη έγινε ξαφνικά πιο "φιλελεύθερη", ζήτησε μέσα της ορισμένες βελτιώσεις προς όφελος της εργατικής τάξης, για να πάρει λίγο πάνω της και να κάνει περισσότερα παιδιά. Γιατί, άμα ψοφήσει η κότα δεν υπάρχουνε πια αυγά.
Σ'όλες τις περιπτώσεις, που η αστική τάξη παίρνει μόνη της μέτρα υπέρ των εργατών, καθοδηγιέται σ'αυτό από τα δικά της συμφέροντα. Υπάρχουν περιπτώσεις που ωφέλιμοι νόμοι ψηφίζονται από την αστική τάξη, κάτω από την πίεση της εργατικής τάξης. Οι περιστάσεις αυτές είναι και οι περισσότερες. Σχεδόν όλοι οι "εργατικοί νόμοι" πραγματοποιήθηκαν μ'αυτόν τον τρόπο - με τις απειλές από μέρους των εργατών. Στη Ρωσία η τσαρική κυβέρνηση δημοσίευσε τους πρώτους νόμους για τα εργοστάσια, φοβισμένη από τις ταραχές και τις απεργίες. Σε τούτη την περίπτωση, το εχθρικό για την εργατική τάξη κράτος, ο συνασπισμός αυτός των επιχειρηματιών, κάνει αυτόν τον υπολογισμό για το δικό του συμφέρον : "Είναι προτιμότερο να δώσουμε κάτι σήμερα παρά να δώσουμε αύριο το διπλό και να ριψοκινδυνέψουμε, ίσως το πετσί μας". Όπως ο εργοστασιάρχης, κάνοντας παραχωρήσεις στους απεργούς κι αυξάνοντας μερικές δραχμές το μεροκάματό τους, δεν παύει να είναι εργοστασιάρχης, έτσι και το αστικό κράτος δεν παύει καθόλου να είναι αστικό όταν κάτω από την απειλή εργατικών ταραχών, ρίχνει ένα μικρό κόκκαλο στο προλεταριάτο.
Το καπιταλιστικό κράτος δεν είναι μόνο η μεγαλύτερη και ισχυρότερη αστική οργάνωση, είναι ταυτόχρονα μια οργάνωση πολυπλοκότατη, με πολυάριθμους σχηματισμούς και που τα πλοκάμια της απλώνονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Και όλα αυτά έχουν για σκοπό την υπεράσπιση, τη στερέωση και την επέχταση της εργατικής εκμετάλλευσης. Το κράτος διαθέτει, ενάντια στην εργατική τάξη, μέσα κτηνώδικης καταπίεσης, όπως και μέσα ηθικής υποδούλωσης, που αποτελούν όργανα του καπιταλιστικού κράτους.
Ανάμεσα στα μέσα χτηνώδικης καταπίεσης, πρέπει να σημειώσουμε κατά πρώτο, το στρατό, την αστυνομία και τη χωροφυλακή, τις φυλακές και τα δικαστήρια και τα βοηθητικά τους όργανα : χαφιέδες, προβοκάτορες, απεργοσπάστες, πληρωμένους δολοφόνους κτλ.
Καπιταλισμός
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο καπιταλισμός είναι ένα οικονομικό σύστημα όπου η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων, όπως και οι επενδύσεις σε οικονομικά αγαθά, παραγωγή, κατανομή, το εμπόριο και υπηρεσίες, κατέχονται από ιδιώτες, με κυρίαρχο κίνητρο/στόχο το κέρδος. Το κράτος στον καπιταλισμό μπορεί επίσης να αποτελεί τον ιδιοκτήτη μέσων παραγωγής (συλλογικός καπιταλιστής) ή διακίνησης των προϊόντων (και των υπηρεσιών που στον καπιταλισμό νοούνται ως προϊόντα).
Η κοινωνική διαστρωμάτωση του καπιταλισμού χαρακτηρίζεται σύμφωνα με πολλούς διανοητές από ταξικά/εκμεταλλευτικά χαρακτηριστικά. Ηγεμονεύουσα/άρχουσα τάξη είναι η αστική και εκμεταλλευόμενη τάξη είναι η εργατική. Ανάμεσά τους υπάρχουν κοινωνικές κατηγορίες που είτε "προσεγγίζουν" από άποψη υλική, θέσης στην παραγωγή κλπ την αστική τάξη, είτε την εργατική. Είναι τα ονομαζόμενα "μεσαία στρώματα". Η σχέση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων στον καπιταλισμό, διέπεται κατά κύριο λόγο, από συγκρουσιακά χαρακτηριστικά: Η κυρίαρχη αστική τάξη αγωνίζεται διαρκώς για να παγιώνει την ηγεμονία και την εξουσία της, ενώ οι υποτελείς/κυριαρχούμενες τάξεις και στρώματα (εργατική τάξη και μεσαία στρώματα) αγωνίζονται για την καλυτέρευση των όρων ζωής και διαβίωσής τους, ή/και για την ανατροπή της κυριαρχίας της άρχουσας αστικής τάξης. Η σχέση αυτή ονομάζεται πάλη των τάξεων.[1][2]
Το κέρδος στον καπιταλισμό για τον ιδιώτη (ή το κράτος εάν λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια) παράγεται με την απόσπαση της υπεραξίας από τον εργαζόμενο. Η απόσπαση αυτή πραγματοποιείται με δύο τρόπους (και πολύ συχνά με χρήση και των δύο). Είτε με επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας και εντατικοποίηση της δουλειάς του εργαζόμενου και τότε έχουμε την απόλυτη υπεραξία, είτε με σταθερό ωράριο, αλλά με εισαγωγή της τεχνολογίας στην παραγωγή, οπότε έχουμε αύξηση της παραγωγικότητας του εργαζόμενου, συνεπώς αύξηση και της υπεραξίας που παράγει (σχετική υπεραξία). Με αυτόν τον τρόπο πραγματοποιείται η εκμετάλλευση των εργαζομένων από τους ιδιώτες ή τον συλλογικό καπιταλιστή το κράτος. Η όλη αυτή διαδικασία λαμβάνει χώρα στην παραγωγή κατά κύριο λόγο, συνδέεται όμως και με την κατανάλωση δια μέσου του επιπέδου τιμών των προϊόντων. [3]
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως ο καπιταλισμός γενικότερα και πιο ειδικά ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής βασίζεται πάνω στην αντίθεση της σχέσης "κεφάλαιο/εργασία", όπου το κεφάλαιο πρέπει να αντλεί συνεχώς υπεραξία από την εργασία προκειμένου να υπάρχει και να αναπτύσσεται.
Οικονομία
Σύμφωνα με την αστική αντίληψη για την οικονομία, η φιλελεύθερη οικονομία θεωρείται το δικαιότερο οικονομικό σύστημα και αντίστοιχο της δημοκρατίας για τα πολιτικά συστήματα[4][5][6]. Αν θεωρήσουμε τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παράγει μία κοινωνία σαν "υποψήφιους" και το χρήμα σαν ψήφο ο καταναλωτής επιλέγει τα προϊόντα που πραγματικά θέλει και οι επενδυτές-επιχειρηματίες-εργαζόμενοι ανταμείβονται αντίστοιχα με περισσότερα κέρδη-μισθούς μπόνους κλπ. Από την άλλη, προϊόντα που δεν έχουν ζήτηση (κακή ποιότητα, ακριβή τιμή ή απλά δεν ενδιαφέρουν τους καταναλωτές) απορρίπτονται και καταργούνται.
Σύμφωνα πάντα με την αστική αντίληψη, δια μέσω του μηχανισμού τιμών του Άνταμ Σμιθ η αγορά βρίσκει ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εφόσον υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις είναι να μην υπάρχει δύναμη αγοράς (επιχείρηση ή και καταναλωτής που να επηρεάζει την αγορά), οι καταναλωτές να είναι καλά ενημερωμένοι και να πράττουν ορθολογικά και σύμφωνα με το συμφέρον τους, να υπάρχει ελευθερία εισόδου και εξόδου επιχειρήσεων και των επαγγελμάτων (όχι μονοπώλια, κλειστά επαγγέλματα, περιοριστικοί νόμοι). Αποτέλεσμα της φιλελεύθερης οικονομίας είναι ο καπιταλισμός όπου η κοινωνία έχει μεγιστοποιήσει την οικονομική της δραστηριότητα και έχει συσσωρευτεί πλούτος. Ο πλούτος συνήθως συγκεντρώνεται προς όφελος των κεφαλαιοκρατών οι οποίοι είναι οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (κεφάλαιο, εργασία, γη). Επιχειρήσεις που έχουν προσφέρει οικονομικά, ποιοτικά προϊόντα και υπηρεσίες και που αποσπούν το ενδιαφέρον τον καταναλωτών ανταμείβονται με κέρδος. Το μεγάλο κέρδος βοηθάει την επιχείρηση ή ολόκληρο κλάδο επιχειρήσεων να αναπτυχθούν και να επεκταθούν έως το σημείο που θα καλυφθεί η ζήτηση τόσο ώστε να μειωθούν τα κέρδη ώστε πλέον να σταματήσει η ανάπτυξη.
Η αστική αντίληψη ισχυρίζεται πως ακόμα και στις περιπτώσεις που φαίνεται να αποτυγχάνει η ελεύθερη αγορά είναι όταν δεν ισχύουν οι παραπάνω προϋποθέσεις. Ακόμα και η υψηλή ανεργία θεωρείται για τους αστούς οικονομολόγους, μη κανονική ρύθμιση του μηχανισμού των τιμών. Ο εργαζόμενος προσφέρει την εργασία του έναντι αμοιβής και οι επιχειρήσεις είναι οι καταναλωτές της εργασίας προκειμένου να τους χρησιμοποιήσουν στην παραγωγική διαδικασία. Η ισορροπία από την άλλη επιτυγχάνεται από το κέρδος. Εφόσον οι προηγούμενες προϋποθέσεις ισχύουν, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι (νοικοκυριά), πράττουν σύμφωνα με το ατομικό τους συμφέρον-κέρδος. Αν ένα προϊόν - επάγγελμα - υπηρεσία - επιχείρηση έχει κέρδος (μεγάλη ζήτηση) η προσφορά θα στραφεί προς τα εκεί έως ότου κορεστεί η ζήτηση (δηλαδή προσφορά=ζήτηση) και τότε τα κέρδη θα είναι 0, δηλαδή οι υπάρχουσες επιχειρήσεις είναι απλά βιώσιμες (βγάζουν μόνο τα κόστη=μισθοί εργαζομένων και επιχειρηματιών, απόσβεση κεφαλαίου και λειτουργικά έξοδα). Λόγω του τρόπου που δημιουργείται ο πλούτος (πλην περιπτώσεων απάτης) η κοινωνία μεγιστοποιεί την παραγωγικότητά της. Αν μια επιχείρηση -που είχε κέρδη παράγοντας ένα προϊόν, δεν βελτιώνεται συνεχώς προσφέροντας καλύτερη ποιότητα σε όλο και πιο προσιτές τιμές (άρα θα πρέπει να βελτιώνει συνεχώς την παραγωγική της διαδικασία) θα απειληθεί με ζημιές ή κλείσιμο από άλλες που βελτιώνονται.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού είναι το μεγάλο μέγεθος επιχειρήσεων - επενδύσεων. Λόγω αυτού του μεγέθους μπορούν και παράγονται προϊόντα πολύ πιο πολύπλοκα σε πιο αποδοτικές παραγωγικές αλυσίδες και διανέμονται σε όλο τον πλανήτη. Παράδειγμα τα αυτοκίνητα θα ήταν αδύνατο να παραχθούν σε βιοτεχνίες ή βιομηχανίες μικρού μεγέθους αλλά μόνο σε τεράστιες (καπιταλιστικές) επιχειρήσεις που απασχολούν χιλιάδες υπαλλήλους από την παραγωγή έως την διανομή στον καταναλωτή.
Σε αντίθεση με την αστική αντίληψη της οικονομίας, η μαρξιστική αντίληψη θεωρεί πως η οικονομική βάση του καπιταλισμού, διέπεται από ταξικές ανισότητες και αδικίες. Αυτό προκύπτει από το βασικό γνώρισμα κάθε ταξικού κοινωνικού συστήματος: Τις σχέσεις ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής στον καπιταλισμό, βρίσκεται στα χέρια μιας μικρής κοινωνικής μειοψηφίας η οποία αποτελεί και την άρχουσα τάξη της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν κατέχει τα μέσα παραγωγής, συνεπώς είναι αποκλεισμένη από την διεύθυνση της οικονομίας.
Ο Μαρξ θεωρεί ότι η αστική αντίληψη είναι λαθεμένη γιατί προσεγγίζει τον καπιταλισμό και τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ιδεαλιστικά. Ο αστός θεωρητικός πιστεύει λαθεμένα, πως στον καπιταλισμό είτε δεν υφίστανται τάξεις, είτε εάν το σύστημα λειτουργήσει σωστά, μπορούν να αμβλυνθούν οι ταξικές ανισότητες μέχρι σημείο εξαφανίσεως.[7]
Φιλοσοφική κριτική
Αυτή η ενότητα εισάγει μονομερώς άποψη. Δείτε στη σελίδα συζήτησης.
Σύμφωνα με τον Γάλλο φιλόσοφο Alain Badiou, ο καπιταλισμός προτείνει τη συρρίκνωση της επιθυμίας στη διάσταση του συμφέροντος. Η επιθυμία πλέον θεωρείται «νόθα» καθώς το κέρδος είναι το μοναδικό ποθούμενο αντικείμενο, και το νόημα της ζωής του καθενός συρρικνώνεται στα ζωτικά συμφέροντά του. Η «φτώχεια» αυτή στην επιθυμία αφορά τη συρρίκνωσή της στην επιθυμία των αντικειμένων και όσων επιτρέπουν την απόκτησή τους. Το υποκείμενο που έχει προσαρμοστεί στο καπιταλιστικό σύμπαν φαίνεται σαν ένα αιώνιο παιδί, απερίσκεπτο και σκλαβωμένο στο να ζητά από τους «ανώνυμους γονείς του κεφαλαίου» τα μέσα για να αποκτά διαρκώς καινούρια παιχνίδια. Ο καπιταλισμός φαίνεται να θέλει να διαιωνίζει το παρόν με άλλα μέσα, να σταματά δηλαδή την ουσιαστική εξέλιξη της ζωής, και ο χρόνος σε αυτόν φαίνεται να λιμνάζει σε ένα είδος επιτόπιας κινητικότητας. Η επιθυμία περιορίζεται στην άμεση κατανάλωση ως αποτέλεσμα μιμητικής ανταγωνιστικής διαδικασίας απόκτησης αγαθών, υποβιβάζοντας τον οραματισμό σε ουτοπική αναζήτηση. Το κύμα αυτής της μίμησης είναι σαρωτικό και έτσι εξαντλούνται οι πόροι του συστήματος με αποτέλεσμα την κατάρρευσή του.
Ιστορική αναδρομή
Η ανάδυση του καπιταλισμού ως κοινωνικοοικονομικό σύστημα έλαβε χώρα ήδη από τα τέλη του 11ου αιώνα (αυτόνομες πόλεις στην Ιταλία, Χανσεατική Ένωση στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη). Η αστική τάξη των πόλεων (έμποροι, βιοτέχνες κλπ) ασφυκτιούσε κάτω από την άμεση εποπτεία/έλεγχο των φεουδαρχών και συνέβαλλε στο ξέσπασμα πολλών επαναστάσεων στην Ευρώπη εκείνη την ιστορική περίοδο. Τον 17ο αιώνα κατάφερε να εκτοπίσει τους ευγενείς/αριστοκράτες από την εξουσία στην Αγγλία με την επανάσταση του 1688 (ηγέτης ο Όλιβερ Κρόμγουελ) ενώ έναν αιώνα αργότερα με το ξέσπασμα της Αμερικάνικης (1776) και της Γαλλικής Επανάστασης (1789), εγκαινιάζεται η σύγχρονη ιστορία του καπιταλισμού ως ηγεμονικού τρόπου παραγωγής και κοινωνικοοικονομικού συστήματος.
Η ανάδυση του καπιταλισμού ως κοινωνικοοικονομικό σύστημα συνοδεύτηκε με την ανάδυση του φιλελευθερισμού ως ιδεολογίας της αστικής τάξης, τον 18ο αιώνα. Για την τότε περίοδο η ιδεολογία του φιλελευθερισμού διαδραμάτισε προοδευτικό ρόλο, αφού συνέβαλλε στο να ηττηθεί η θεοκρατική αντίληψη της φεουδαρχίας από τις χώρες της Ευρώπης μέσω του Αστικού Διαφωτισμού. Όμως οι αντιφάσεις του φάνηκαν αμέσως: Διεκδικούσε την διεύρυνση των δικαιωμάτων του "πολίτη" στην μητρόπολη (Αγγλία) την ίδια στιγμή που δικαιολογούσε την δουλεία των μαύρων στις αποικίες. [8]
Ο καπιταλισμός μέσα στην άνω των 300 χρόνων ιστορίας του έχει σημαδέψει την ανθρώπινη ιστορία με μεγάλες τεχνολογικές προόδους πρωτοφανέρωτες στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά και με φρικώδεις πολέμους, με εξάντληση του πλανήτη από την εκμετάλλευση της φύσης για την παραγωγή κέρδους, με μεγάλη εκμετάλλευση του ανθρώπου ως παραγωγική δύναμη. Η φύση αυτή του καπιταλισμού οδήγησε την εργατική τάξη σε επαναστάσεις εναντίον του συστήματος αυτού, ήδη από το 1848, με κορυφαία απόπειρα υπέρβασής του προς τον σοσιαλισμό, την επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. [9] [10]
Η ταξική φύση του καπιταλισμού και η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης ως το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του, οδήγησε τους εργαζόμενους στη διαδικασία συγκρότησης κινήματος ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα με στόχο την αλλαγή/βελτίωση των όρων ζωής τους. Το κίνημα αυτό διεκδίκησε και πέτυχε μείωση των εργάσιμων ωρών σε οχτώ αντί για 13 ημερησίως, μείωση των ημερών εργασίας σε 5 τη βδομάδα, κράτος πρόνοιας, κλπ. Πολλά δε τμήματα του εργατικού κινήματος δεν αρκέστηκαν σε αυτές τις βελτιώσεις, αλλά οραματίστηκαν και πάλεψαν ή παλεύουν και σήμερα για την υπέρβαση του καπιταλισμού, στην κατεύθυνση δημιουργίας μιας κοινωνίας χωρίς την ύπαρξη κοινωνικών τάξεων και κράτους. Τέτοια κομμάτια του εργατικού κινήματος είναι το κομμουνιστικό κίνημα, το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα κλπ. [11]
Περιοδολόγηση
Ο καπιταλισμός σύμφωνα με πολλούς διανοητές αλλά και οικονομολόγους, στη σχετικά μακραίωνη ιστορία του χαρακτηρίστηκε από ποιοτικές και ποσοτικές μεταβολές.[12] Η πρώτη περίοδος (από τον 16ο αι. έως τα μέσα του 18ου αιώνα) χαρακτηρίζεται από την διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης και μπορεί να ονομαστεί "καπιταλισμός του ελεύθερου ανταγωνισμού". Στην περίοδο αυτή κυριαρχεί η μικρή και μεσαία βιοτεχνία (μανιφακτούρα). Από τα μέσα του 18ου αιώνα έως τα τέλη του 19ου αιώνα αρχίζει και κυριαρχεί η μεγάλη επιχείρηση ως αποτέλεσμα της αποικιοποίησης, η οποία όμως δεν έχει αποκτήσει ακόμα τα χαρακτηριστικά του "μονοπωλίου". Από τα τέλη του 19ου αιώνα κυριαρχεί πλέον ο "μονοπωλιακός καπιταλισμός", διότι παρατηρούμε την συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου σε μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις. Είναι πλέον η εποχή του ιμπεριαλιστικού σταδίου για τον καπιταλισμό. [13] Τέλος, σήμερα υπάρχουν μαρξιστές διανοούμενοι οι οποίοι έχουν την αντίληψη πως ο καπιταλισμός από τις αρχές της δεκαετίας του '70 περνά σε ένα νέο στάδιο, που ονομάζεται "ολοκληρωτικός καπιταλισμός". [14] [15] Η ιδεολογία που αποδέχονται σήμερα οι υπερασπιστές του καπιταλισμού είναι κατά κύριο λόγο ο νεοφιλελευθερισμός.[16]
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΑΝΑΓΚΑΙΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ.
Απόσπασμα από τον ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΣΠΑΝΟ, Αντιπρόεδρος ∆ιοίκησης της Ένωσης Αυτοαπασχολούµενων Επαγγελµατιών - Βιοτεχνών - Εµπόρων ∆. Γαλατσίου.
Μήπως αυτό σηµαίνει πως όσο πιο τεµπέλης είναι ο εργαζόµενος, όσο λιγότερο ευνοϊκοί οι όροι κάτω από τους οποίους εργάζεται, τόσο µεγαλύτερη θα είναι η αξία του εµπορεύµατος; Όχι, δε σηµαίνει αυτό. Το µέγεθος της αξίας του εµπορεύµατος δεν καθορίζεται από τον ατοµικό χρόνο εργασίας που ξοδεύεται για να παραχθεί το εµπόρευµα από τον χωριστό εµπορευµατοπαραγωγό, αλλά από τον ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΧΡΟΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΑΝΑΓΚΑΙΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ είναι ο χρόνος, που απαιτείται για την παραγωγή ενός εµπορεύµατος, κάτω από µέσους κοινωνικά κανονικούς όρους παραγωγής, δηλαδή µε µέσο επίπεδο τεχνικής, µε µέση επιδεξιότητα και εντατικότητα της εργασίας. Ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας αλλάζει µε την αύξηση της πα- ραγωγικότητας της εργασίας. Η παραγωγικότητα της εργασίας καθορίζεται από την ποσότητα των προϊόντων που δηµιουργούνται στη µονάδα του χρόνου εργασίας.
Η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνει µε την τελειοποίηση ή την πληρέστερη χρησιµοποίηση των εργαλείων παραγωγής, µε την ανάπτυξη της επιστήµης, µε το ανέβασµα της τέχνης του εργαζόµενου, µε την ορθολογική οργάνωση της εργασίας και µε άλλες βελτιώσεις στο προτσές της παραγωγής. Όσο µεγαλύτερη είναι η παραγωγικότητα της εργασίας, τόσο λιγότερος είναι ο αναγκαίος χρόνος για την παραγωγή της µονάδας του δοσµένου εµ- πορεύµατος, τόσο χαµηλότερη είναι και η αξία του εµπορεύµατος. «Το µέγεθος της αξίας ενός εµπορεύµατος αλλάζει απευθείας, ανάλογα µε την ποσότητα και αντιστρόφως ανάλογα µε την παραγωγική δύναµη της εργασίας, που πραγµατοποιείται µέσα σε αυτό το εµπόρευµα».1 Η εντατικότητα της εργασίας καθορίζεται από την ποσότητα της εργασίας που ξοδεύεται στη µονάδα του χρόνου. Όσο περισσότερη εργασία ξοδεύεται στη µονάδα του χρόνου, τόσο µεγαλύτερο είναι το µέγεθος της δηµιουργούµενης αξίας, που ενσωµατώνεται σε µεγαλύτερη ποσότητα παραγµένων εµπορευµάτων. «Το ανέβασµα της παραγωγικής δύναµης της εργασίας και η αύξηση της έντασής της επενεργούν από µια άποψη οµοιόµορφα. Και τα δύο αυξάνουν τη µάζα των προϊόντων που παράγονται στο ίδιο χρονικό διάστηµα. Και τα δύο συντοµεύουν, λοιπόν, το µέρος εκείνο της εργάσιµης ηµέρας που χρειάζεται ο εργάτης για την παραγωγή των µέσων συντήρησής του ή του ισοδύναµού τους».
2 Ο ∆ΙΠΛΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Κάθε εµπόρευµα έχει διπλό χαρακτήρα: Από τη µια µεριά, είναι αξία χρήσης και, από την άλλη, αξία [ Άξιο ανταλλαγής ]. Αυτός ο διπλός χαρακτήρας του εµπορεύµατος καθορίζεται από το διπλό χαρακτήρα της εργασίας, που είναι ενσωµατωµένη στο εµπόρευµα. Τα είδη εργασίας είναι τόσο πολυποίκιλα, όσο και οι παραγόµενες αξίες χρήσης. Σήµερα στον κόσµο παράγονται πάνω από 20 εκατοµµύρια αξίες χρήσης.
¨Όλα τα παραπάνω γράφτηκαν για να αντιληφθούν όσοι δεν γνωρίζουν την θεωρία του Μάρξ, την αήθη επίθεση, γεμάτη ψευτιές των θεωρητικών της ολιγαρχίας εναντίον του Μάρξ.
Όπως και να απαντηθεί το κουτοπόνηρο επιχείρημα ότι για όλα φταίει το κράτος πού θέτει περιορισμούς στην ιδιωτική πρωτοβουλία ,έτσι όλα τα προβλήματα δημιουργούνται επειδή αναμιγνύεται το κράτος στην ελεύθερη αγορά.
Το επόμενο κραχ
Από
Robert Reich -
15/09/2018
Σήμερα, 15 Σεπτεμβρίου, συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την κατάρρευση της Lehman Brothers και την παραλίγο κατάρρευση της Wall Street, που πυροδότησε τη Μεγάλη Υφεση.
Αφού «έπιασε πάτο» το 2009, η οικονομία παρουσίασε σταθερή ανάπτυξη και το χρηματιστήριο εκτοξεύτηκε στα ύψη, όπως και τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων.
Αλλά οι περισσότεροι Αμερικανοί ζουν ακόμη στη σκιά της Μεγάλης Υφεσης. Τα ποσοστά απασχόλησής τους αυξήθηκαν βέβαια. Αλλά ο μέσος όρος των αποδοχών δεν έχει αυξηθεί, αν συνυπολογιστεί ο πληθωρισμός.
Και πολλοί εξ αυτών βρίσκονται σήμερα σε χειρότερη θέση, λόγω του αυξανόμενου κόστους για κατοικία, περίθαλψη και εκπαίδευση - ενώ και η αξία των ακινήτων και των άλλων περιουσιακών στοιχείων τους παραμένει συγκριτικά μικρότερη σε σχέση με το 2007.
Πέρσι, σύμφωνα με μια έρευνα του Urban Institute, περίπου τέσσερις στις δέκα αμερικανικές οικογένειες δυσκολεύτηκαν να καλύψουν τουλάχιστον μία βασική τους ανάγκη - είτε για τη διατροφή των μελών τους, είτε για ιατρικές ανάγκες, ενοίκια ή λογαριασμούς.
Ολα τα παραπάνω στοιχεία συντείνουν στο ότι οδεύουμε προς το ίδιο είδος «κραχ» που ζήσαμε το 2008, το οποίο μπορεί να αποδειχθεί εξίσου καταστροφικό με εκείνο του 1929.
Αν απομακρύνει κανείς τα χρηματο-οικονομικά «μπάζα» από αυτά τα δύο παλαιότερα κραχ, θα διαπιστώσει ότι αμφότερα τροφοδοτήθηκαν από διευρυνόμενες ανισορροπίες ανάμεσα στην αγοραστική δύναμη της πλειονότητας των ανθρώπων και την παραγωγική τους ικανότητα ως εργαζομένων. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτή η ανισορροπία ήταν που οδήγησε στην οικονομική κατάρρευση.
Η συγκεκριμένη ανισορροπία αυξάνεται ξανά. Το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών «τσεπώνουν» σήμερα το 20% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος και κατέχουν πάνω από το 40% του συσσωρευμένου πλούτου στις ΗΠΑ. Τα νούμερα αυτά προσεγγίζουν τις αντίστοιχες στατιστικές «κορυφές» του 1928 και του 2007.
Τα κραχ συμβαίνουν στην αμερικανική οικονομία όταν αυτή γίνεται υπερβολικά εμπροσθοβαρής - διότι η οικονομία έχει ανάγκη από την καταναλωτική δαπάνη για να παραμένει λειτουργική, αλλά οι πλούσιοι δεν ξοδεύουν ανάλογο ποσοστό από τα σωρευμένα χρήματά τους, όπως κάνουν η μεσαία τάξη και οι φτωχοί.
Για ένα διάστημα, η μεσαία τάξη και οι φτωχοί μπορούν να κρατήσουν ενεργή την οικονομία και χωρίς τα χρήματα των πλουσίων, μέσω του δανεισμού.
Αλλά, όπως το 1929 και το 2008, οι φούσκες του χρέους κάποια στιγμή σκάνε. Πλησιάζουμε επικίνδυνα σε αυτό το σημείο.
Το πρώτο τρίμηνο του 2018, τα χρέη των αμερικανικών νοικοκυριών σημείωσαν νέο ιστορικό ρεκόρ, φτάνοντας τα 13,2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Σχεδόν το 80% των Αμερικανών ζουν σήμερα «μήνα με τον μήνα», από μισθό σε μισθό.
Σε πρόσφατη έρευνα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Fed, το 40% των ερωτηθέντων δήλωσαν πως δεν θα μπορούσαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους αν ξαφνικά αντιμετώπιζαν μια έκτακτη ανάγκη μόλις 400 δολαρίων. Ως τώρα εξυπηρετούσαν τα χρέη τους επειδή τα επιτόκια δανεισμού παρέμεναν χαμηλά. Αλλά η εποχή των χαμηλών επιτοκίων πλησιάζει στο τέλος της.
Το κεντρικό πρόβλημα δεν είναι ότι οι Αμερικανοί ξοδεύουν περισσότερα χρήματα απ' όσα βγάζουν. Το πρόβλημα είναι πως δεν βγάζουν αρκετά για να συμβαδίζουν με την πορεία της οικονομίας. Τα περισσότερα κέρδη πηγαίνουν στην κορυφή.
Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε τα χρόνια πριν από το κραχ του 2008. Μεταξύ 1983 και 2007, τα χρέη των νοικοκυριών αυξάνονταν, ενώ τα περισσότερα οικονομικά οφέλη πήγαιναν στις τσέπες του 1%. Αν η πλειονότητα των νοικοκυριών έπαιρνε μεγαλύτερο μερίδιο από τα οφέλη της οικονομίας, δεν θα αναγκαζόταν να βυθιστεί τόσο βαθιά στα χρέη.
Αντιστοίχως, ανάμεσα στο 1913 και το 1928, η αναλογία ανάμεσα στα ιδιωτικά χρέη και το ΑΕΠ σχεδόν διπλασιάστηκε.
Οπως είχε εξηγήσει αργότερα ο Μάρινερ Εκλις, διοικητής της Fed από το 1934 ώς το 1948: «Είναι σαν ένα παιχνίδι πόκερ, όπου οι μάρκες συγκεντρώνονται σε όλο και λιγότερα χέρια: οι υπόλοιποι παίκτες μπορούν να μείνουν στο παιχνίδι μόνο αν δανείζονται μάρκες από τους έχοντες. Αλλά κάποια στιγμή ο δανεισμός επί πιστώσει τερματίζεται και τότε το παιχνίδι σταματά».
Μετά το κραχ του 1929, η κυβέρνηση εφηύρε νέους τρόπους για να ενισχύσει τις απολαβές και την κατανάλωση: το συνταξιοδοτικό σύστημα (Social Security), τα επιδόματα ανεργίας, τις πληρωμένες υπερωρίες, τον κατώτατο εξασφαλισμένο μισθό, τις υποχρεωτικές συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και συνδικάτων και τελικά το μεγάλο πρόγραμμα πλήρους απασχόλησης, που έγινε γνωστό σαν Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Μετά το κραχ του 2008, η αμερικανική κυβέρνηση έσπευσε να διασώσει τις τράπεζες και να «τρομπάρει» αρκετά χρήματα στην οικονομία ώστε να σταματήσει την πτώση. Ωστόσο, αν εξαιρέσει κανείς το «Affordable Care Act» (τη μεταρρύθμιση του συστήματος περίθαλψης από τον Ομπάμα, γνωστή στον υπόλοιπο κόσμο ως «Obamacare»), δεν έκανε τίποτα για να αντιμετωπίσει το κυρίαρχο πρόβλημα των παγωμένων μισθών.
Ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικάνοι μεγαλοπαράγοντες που τον στηρίζουν καταργούν σήμερα τους κανόνες που εγκρίθηκαν για να σταματήσουν τον υπερβολικά επικίνδυνο δανεισμό της Wall Street.
Αλλά η μεγαλύτερη συμβολή του Τραμπ στο επόμενο κραχ είναι το ενεργό σαμποτάζ του «Affordable Care Act», η ουσιαστική κατάργηση των πληρωμένων υπερωριών, τα εμπόδια στη συμμετοχή των εργαζομένων στα συνδικάτα, οι φοροπερικοπές για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους πλουσίους, αλλά όχι και για την πλειονότητα των εργαζομένων, το «ψαλίδι» στα προγράμματα υποστήριξης των φτωχών και οι προτεινόμενες περικοπές στα εναπομείναντα ομοσπονδιακά προγράμματα περίθαλψης Medicare and Medicaid - μια δέσμη μέτρων που άμεσα ή έμμεσα συμπιέζουν το τελικό εισόδημα των περισσότερων Αμερικανών.
Δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η πραγματική ρίζα της Μεγάλης Υφεσης δεν ήταν η τραπεζική κρίση.
Ηταν η αυξανόμενη ανισορροπία ανάμεσα στην καταναλωτική δαπάνη και τη συνολική οικονομική παραγωγή, όπως διαμορφώθηκε από τους λιμνάζοντες μισθούς και τη διευρυνόμενη ανισότητα.
Η ανισορροπία αυτή επέστρεψε. Τον νου σας στα πορτοφόλια σας.
*Ο Ρόμπερτ Ράιχ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ, πρώην υπουργός Εργασίας στην κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον και διάσημος επικριτής του μοντέρνου καπιταλισμού. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί το βιβλίο του «Καπιταλισμός για τους πολλούς, όχι για τους λίγους» (Λιβάνης), ενώ πολύ γνωστό είναι και το ντοκιμαντέρ «Inequality for All» («Ανισότητα για όλους», 2013), για τις ρίζες αλλά και τις συνέπειες της κρίσης του 2008. Το παραπάνω άρθρο του δημοσιεύτηκε στην προσωπική του ιστοσελίδα και μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά.
**Πηγή: efsyn.gr
Με απλα λογια η ιστορια του σημερινού καπιταλισμου
αλιευμένο από το διαδίκτυο:
«Μια μέρα εμφανίστηκε σε ένα χωριό ένας άνδρας με γραβάτα. Ανέβηκε σε ένα παγκάκι και...φώναξε σε όλο τον τοπικό πληθυσμό ότι θα αγόραζε όλα τα γαϊδούρια που θα του πήγαιναν, έναντι 100 ευρώ και μάλιστα μετρητά. Οι ντόπιοι το βρήκαν λίγο περίεργο, αλλά η τιμή ήταν πολύ καλή και όσοι προχώρησαν στην πώληση γύρισαν σπίτι με το τσαντάκι γεμάτο και το χαμόγελο στα χείλη. Ο άνδρας με τη γραβάτα επέστρεψε την επόμενη μέρα και πρόσφερε 150 ευρώ για κάθε απούλητο γάιδαρο κι έτσι οι περισσότεροι κάτοικοι πούλησαν τα ζώα τους. Τις επόμενες ημέρες προσέφερε 300 ευρώ για όσα ελάχιστα ζώα ήταν ακόμα απούλητα με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι αμετανόητοι να πουλήσουν τα γαϊδούρια τους. Μετά συνειδητοποίησε ότι στο χωριό δεν έμεινε πια ούτε ένας γάιδαρος και ανακοίνωσε σε όλους ότι θα επέστρεφε μετά από μια εβδομάδα για να αγοράσει οποιοδήποτε γάιδαρο έβρισκε έναντι 500 ευρώ!! Και αποχώρησε.
Την επόμενη μέρα ανέθεσε στο συνέταιρό του το κοπάδι των γαϊδάρων που είχε αγοράσει και τον έστειλε στο ίδιο χωριό με εντολή να τα πουλήσει όλα στην τιμή των 400 ευρώ το ένα. Οι κάτοικοι βλέποντας τη δυνατότητα να κερδίσουν 100 ευρώ την επόμενη εβδομάδα, αγόρασαν ξανά τα ζώα τους 4 φορές πιο ακριβά από ότι τα είχανε πουλήσει, και για να το κάνουν αυτό, αναγκάστηκαν να ζητήσουν δάνειο από την τοπική τράπεζα. Όπως φαντάζεστε, μετά τη συναλλαγή οι δύο επιχειρηματίες έφυγαν διακοπές σε έναν φορολογικό παράδεισο της Καραϊβικής, ενώ οι κάτοικοι του χωριού βρέθηκαν υπερχρεωμένοι, απογοητευμένοι και με τα γαϊδούρια στην κατοχή τους που δεν άξιζαν πλέον τίποτα. Φυσικά οι αγρότες προσπάθησαν να πουλήσουν τα ζώα για να καλύψουν τα χρέη. Μάταια. Η αξία τους είχε πατώσει. Η τράπεζα λοιπόν κατάσχεσε τα γαϊδούρια και εν συνεχεία τα νοίκιασε στους πρώην ιδιοκτήτες τους. Ο τραπεζίτης όμως πήγε στο δήμαρχο του χωριού και του εξήγησε ότι, εάν δεν ανακτούσε τα κεφάλαια που είχε δανείσει, θα κατέρρεε και αυτός και κατά συνέπεια θα ζητούσε αμέσως το κλείσιμο της ανοικτής πίστωσης που είχε με το δήμο.
Πανικόβλητος ο δήμαρχος και για να αποφύγει την καταστροφή, αντί να δώσει λεφτά στους κατοίκους του χωριού για να καλύψουν τα χρέη τους, έδωσε λεφτά στον τραπεζίτη, ο οποίος παρεμπιπτόντως ήταν κουμπάρος του δημοτικού συμβούλου. Δυστυχώς όμως ο τραπεζίτης αφού ανέκτησε το κεφάλαιό του, δεν έσβησε το χρέος των κατοίκων, και ούτε το χρέος του δήμου, ο οποίος φυσικά βρέθηκε ένα βήμα πριν την πτώχευση. Βλέποντας τα χρέη να πολλαπλασιάζονται και στριμωγμένος από τα επιτόκια, ο δήμαρχος ζήτησε βοήθεια από τους γειτονικούς δήμους. Αυτοί όμως του έδωσαν αρνητική απάντηση, γιατί όπως του είπαν είχαν υποστεί την ίδια ζημιά με τους δικούς τους γαιδάρους(!) Ο τραπεζίτης τότε έδωσε στο δήμαρχο την «ανιδιοτελή» συμβουλή - οδηγία να μειώσει τα έξοδα του δήμου: λιγότερα λεφτά για τα σχολεία, για το νοσοκομείο του χωριού, για τη δημοτική αστυνομία, κατάργηση των κοινωνικών προγραμμάτων, της έρευνας, μείωση της χρηματοδότησης για καινούρια έργα υποδομών. Αυξήθηκε η ηλικία συνταξιοδότησης, απολύθηκαν οι περισσότεροι υπάλληλοι του δημαρχείου, έπεσαν οι μισθοί και αυξήθηκαν οι φόροι. Ήταν έλεγε αναπόφευκτο, αλλά υποσχόταν με αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές «να βάλει τάξη στη λειτουργία του δημοσίου, να βάλει τέλος στις σπατάλες» και να ηθικοποιήσει το εμπόριο των γαϊδάρων.
Η ιστορία άρχισε να γίνεται ενδιαφέρουσα όταν μαθεύτηκε πως οι δυο επιχειρηματίες και ο τραπεζίτης είναι ξαδέρφια και μένουν μαζί σε ένα νησί κοντά στις Μπαχάμες, το οποίο και αγόρασαν με τον ιδρώτα τους. Ονομάζονται οικογένεια Χρηματοπιστωτικών Αγορών και με μεγάλη γενναιότητα προσφέρθηκαν να χρηματοδοτήσουν την εκλογική εκστρατεία των δημάρχων των χωριών της περιοχής. Σε κάθε περίπτωση η ιστορία δεν έχει τελειώσει γιατί κανείς δε γνωρίζει τι έκαναν μετά οι αγρότες. Εσύ τι θα έκανες στη θέση τους;
