Το ανεστραμμένο Ανατολικό ζήτημα.

2020-06-16

Με κάθε επιφύλαξη της ανωτέρω εικόνας.


Το ανατολικό ζήτημα τελειώνει με την γενοκτονία των ορθόδοξων πληθυσμών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, των εκτουρκισμό των μουσουλμανικών πληθυσμών εκτός των Κούρδων και την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.

Κύριοι πρωταγωνιστές οι Γερμανοί πού θέλανε να πάρουν το εμπόριο από τους Έλληνες και Άγγλους μαζί με τον Κεμάλ Ατατούρκ.

Ένα κράτος πρότυπο της κτηνωδίας, μαθητές του Κεμάλ ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι.

Αυτή είναι η Τούρκικη δημοκρατία με τον εθνικό της όρκο για την κατάκτηση των εδαφών πού έχασε σαν Οθωμανική αυτοκρατορία.

Οι βασικές γραμμές του Όρκου διαμορφώθηκαν στο εθνικό Συνέδριο του Ερζερούμ (Erzurum Kongresi· 22 Ιουλίου - 7 Αυγούστου 1919) και στο αντίστοιχο της Σεβάστειας (Sivas Kongresi· 4-11 Σεπτεμβρίου 1919), του Τουρκικού Εθνικού Κινήματος και του Κεμάλ πασά.

Ο τουρκικός εθνικός όρκος (τουρκικά: Mîsâk-ı Millî ή Millî Misak) είναι διακήρυξη έξι σημείων που ψήφισε το τελευταίο οθωμανικό κοινοβούλιο στις αρχές του 1920, με αναφορά τις αποφάσεις της συνελεύσεων των Τούρκων εθνικιστών στο Ερζερούμ και στη Σεβάστεια. O όρκος έθεσε τα σύνορα της μελλοντικής Τουρκικής Δημοκρατίας, στη βάση των πρόσφατων συνόρων της, ηττημένης στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, «τις περιοχές του Κιρκούκ, της Θεσσαλονίκης, του Χαλεπίου και της Μοσούλης».[1] Ειδικά όσον αφορά τα αραβικά εδάφη, ο Όρκος αρχικά είχε θεωρηθεί ότι κατά βάση τα απεμπολούσε, η σύγχρονη όμως έρευνα έδειξε ότι αυτό κάθε άλλο παρά ίσχυε.[2]

Ένας από τους όρκους είναι

3.Το καθεστώς της περιοχής της Δυτικής Θράκης θα καθοριστεί με την ψήφο των κατοίκων της.

Αναβίωση

Αν και η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 αναιρεί τον τουρκικό εθνικό όρκο, ωστόσο η σύγχρονή εξωτερική πολιτική της Τουρκίας φαίνεται να τον αναβιώνει μαζί με τον τουρκικό εθνικισμό. Η Αλεξανδρέττα (προσαρτήθηκε με αμφισβητούμενο δημοψήφισμα το 1939) και η κατεχόμενη Κύπρος (από το 1979) ευρίσκονται εντός των ορίων του τουρκικού εθνικού όρκου, όπως και εδάφη ξένων και κυρίαρχων κρατών στα οποία επιχειρεί σήμερα η Τουρκία χωρίς τη συγκατάθεση τους (Ιράκ, Συρία). Σε ότι αφορά τα ελληνικά εδάφη, η δυτική Θράκη, τα δωδεκάνησα και ολόκληρη η Κύπρος περιλαμβάνονται στα όρια του αναβιούμενου τουρκικού εθνικού όρκου (βλέπε χάρτη).[6].

Τουρκικός εθνικός όρκος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια.

Είχαμε γράψει για το καθεστώς της Θράκης την ανατροπή στην πράξη της συνθήκης της Λωζάνης πού δεν αναγνωρίζει τούρκους στην θράκη παρά μόνο μουσουλμάνους.

Σήμερα υπάρχουν σύλλογοι και προσωπικότητες πού ισχυρίζονται ότι είναι τούρκοι και ζητάνε την απόσχιση της θράκης.

Κρατήστε το αυτό για να δούμε παρακάτω την αιτία πού όλες οι Ελληνικές κυβερνήσεις ανέχονται αυτή την κατάσταση στην Θράκη.

Ο διωγμός των ελλήνων από τα πατροπαράδοτα εδάφη τους συνεχίστηκε κατά παράβαση της συνθήκης της Λωζάνης μέχρι του οριστικού διωγμού τους από την Τουρκία.

Διαβάζουμε.

Μετά την υπογραφή της Συνθήκης πολλοί ήταν αυτοί που πίστεψαν ότι οι δύο γείτονες λαοί Έλληνες και Τούρκοι, θα μπορούσαν να ασχοληθούν με την επούλωση των πληγών τους. Οι προσδοκίες όμως αυτές γρήγορα διαψεύσθηκαν. Έτσι ενώ η Ελλάς τήρησε με θρησκευτική ευλάβεια τους όρους της Συνθήκης, με την Τουρκία έγινε ακριβώς το αντίθετο. Οι παραβιάσεις κορυφώθηκαν το 1955 με τα θλιβερά γεγονότα της Κωνσταντινούπολης, το 1964 με την αναζωπύρωση του Κυπριακού, το 1974 με την απόβαση και την κατοχή της Κύπρου. Και αργότερα με τις ασταμάτητες και καθημερινές παραβιάσεις του εναέριου και θαλάσσιου χώρου της Ελλάδος εκ μέρους της Τουρκίας.

Έτσι βλέπουμε μια ελληνική εθνική μειονότητα στην Τουρκία να έχει εκμηδενιστεί και να μην ξεπερνάει τις 1.500 ψυχές. Ενώ εδώ η μουσουλμανική μειονότητα με τις απολαβές που και καλώς έχει από την ελληνική πολιτεία, να ευημερεί και να αυξάνεται ξεπερνώντας τα 100.000 άτομα.

https://www.xronos.gr/athlitika/i-synthiki-tis-lozanis-poy-oi-toyrkoi-ti-metetrepsan-se-koyreloharto

Αιγιαλίτιδα ζώνη, όσα πρέπει να γνωρίζουμε

ΑΓΓΕΛΟΣ Μ. ΣΥΡΙΓΟΣ

Αποσπάσματα.

Η Τουρκία, αντιλαμβανόμενη τη σημασία της επεκτάσεως των χωρικών υδάτων, δήλωσε από το 1974 ότι «επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια θα σήμαινε ελληνoτουρκικό πόλεμο», γνωστότερο με τη λατινική φράση casus belli (αιτία πολέμου). Η απειλή πήρε τη μορφή ψηφίσματος από την τουρκική Εθνοσυνέλευση το 1995. Αντίκειται κατάφωρα στον θεμελιώδη κανόνα του διεθνούς δικαίου, που ορίζει ότι στις σχέσεις μεταξύ κρατών δεν επιτρέπεται η βία ή απειλή χρήσεως βίας...

Η απειλή της Τουρκίας περί casus belli είναι εντελώς παράνομη. Δεν μπορούμε όμως να μη τη λάβουμε σοβαρά υπ' όψιν. Εμείς, όμως, έχουμε φτάσει στην άλλη άκρη. Προκειμένου να μην «ενοχλήσουμε» την Τουρκία απέχουμε από οποιαδήποτε άσκηση δικαιωμάτων σε όλες μας τις θάλασσες. Στην πράξη ο χρόνος για εμάς «πάγωσε» στο 1974. Σήμερα έχουμε τα εξής θλιβερά προνόμια. Είμαστε το μόνον από τα 149 παράκτια κράτη του πλανήτη που δεν έχει επεκτείνει τα χωρικά του ύδατα σε 12 μίλια...

Στο άρθρο 3 της Συμβάσεως για το Δίκαιο της Θάλασσας (που αποτυπώνει κανόνα εθιμικού δικαίου και συνεπώς δεσμεύει και την Τουρκία) ορίζεται ότι «κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει το εύρος της χωρικής του θάλασσας». Επομένως, η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων αποτελεί αποκλειστικό δικαίωμα της Ελλάδος. Δυστυχώς στο παρελθόν η Ελλάδα, κατά τις λεγόμενες διερευνητικές συνομιλίες, δέχθηκε να συζητήσει με την Τουρκία τον τρόπο ασκήσεως του συγκεκριμένου (μονομερούς) δικαιώματος...

https://www.kathimerini.gr/992139/article/epikairothta/politikh/aigialitida-zwnh-osa-prepei-na-gnwrizoyme

Υφαλοκρηπίδα, Αιγιαλίτιδα Ζώνη, Γκρίζες Ζώνες: Ερμηνευτική ανάλυση.

Γράφει ο Ιωάννης Νάκος

Αποσπάσματα.

5 Μαρτιου 2014

Σύμφωνα με το άρθρο 121 (2) της Σύμβασης Δικαίου της Θάλασσας, όλα τα νησιά δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) και υφαλοκρηπίδας. Οι ζώνες αυτές καθορίζονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις της Σύμβασης, όπως αυτές εφαρμόζονται στις ηπειρωτικές περιοχές. Ο γενικός αυτός κανόνας αποτελεί και εθιμικό δίκαιο, δεσμεύει, δηλαδή, και τα κράτη που δεν είναι συμβαλλόμενα στη Σύμβαση. Κατ' εφαρμογή του κανόνα αυτού, όλα τα ελληνικά νησιά, σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας, έχουν υφαλοκρηπίδα.

Στο πλαίσιο αυτό, ζήτημα οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας τίθεται μόνον μεταξύ των αντικείμενων ακτών των ελληνικών νησιών που βρίσκονται απέναντι από την Τουρκία και των τουρκικών ακτών.

Ως προς τη μέθοδο οριοθέτησης, η Ελλάδα παγίως υποστηρίζει ότι η οριοθέτηση όλων των θαλασσίων ζωνών, συμπεριλαμβανομένης της υφαλοκρηπίδας, θα πρέπει να γίνει με βάση την αρχής της ίσης απόστασης/μέσης γραμμής.

Η Ελλάδα είναι αυστηρώς προσηλωμένη στην αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου. Η προσήλωσή της στο διεθνές δίκαιο δεν είναι θεωρητική, αλλά έμπρακτη, αφού η Ελλάδα έχει αποδεχθεί με δήλωσή της τη γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με εξαίρεση τις διαφορές που σχετίζονται με τη λήψη στρατιωτικών μέτρων αμυντικού χαρακτήρα για λόγους ασφαλείας και αμύνης, ενώ έχει κυρώσει τη Σύμβαση των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982).

https://infocracy.mve.gr/%CF%85%CF%86%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B7%CF%80%CE%AF%CE%B4%CE%B1-%CE%B1%CE%B9%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%AF%CF%84%CE%B9%CE%B4%CE%B1-%CE%B6%CF%8E%CE%BD%CE%B7-%CE%B3%CE%BA%CF%81%CE%AF%CE%B6/

Ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Απόσπασμα.

Η ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου πελάγους αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο μεταξύ των δύο όμορων χωρών, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η υφαλοκρηπίδα πρέπει να οριοθετηθεί με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, ενώ η Τουρκία υποστηρίζει ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδας και ότι η εγγύτητα των ελληνικών νησιών στα τουρκικά παράλια αποτελεί «ειδική περίσταση» που δικαιολογεί απόκλιση από την αρχή της μέσης γραμμής.[1]

Η διαμάχη ανάγεται από το Καλοκαίρι του 1973, μετά τη δημόσια δήλωση, του επί κεφαλής του στρατιωτικού καθεστώτος (περίοδος 1967-74), Γ. Παπαδόπουλου, περί ύπαρξης κοιτασμάτων πετρελαίου στο Αιγαίο και εξόρυξης αυτών, όπου παράλληλα η Τουρκική Κυβέρνηση παραχώρησε άδεια διεξαγωγής ερευνών για πετρέλαιο σε υποθαλάσσιες περιοχές κοντά σε ελληνικά νησιά. Το 1974 και το 1976 πραγματοποιήθηκαν έρευνες στο Αιγαίο από τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος. Η Ελλάδα αντέδρασε, θεώρησε τη διαμάχη νομική και ζήτησε την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Το ζήτημα περιπλέκεται από το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει κυρώσει ούτε τη Διεθνή Συνθήκη για την Υφαλοκρηπίδα του 1958 ούτε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, οι οποίες ορίζουν την υφαλοκρηπίδα και τρόπους οριοθέτησής της. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης πάντως έχει δεχτεί ότι τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα αποτελούν διεθνές Γενικού Ιδιωτικού Δικαίου και τα άρθρα 1-3 της Συνθήκης του 1958 ισχύουν για όλα τα κράτη, ανεξάρτητα από το αν την έχουν κυρώσει.[2]

Για το βιβλίο «Στρατηγικό Βάθος» του Αχμέτ Νταβούτογλου, πρώην υπουργού Εξωτερικών και νυν πρωθυπουργού της Τουρκίας.

Οι απόψεις του Νταβούτογλου είναι επικίνδυνες γιατί στη βάση τους έχουν την ιδέα της κατάκτησης.

Η Τουρκία θα πρέπει να ασκεί επιρροή στα Βαλκάνια. Οι Τούρκοι στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία είναι σημαντικοί. Οι Αλβανοί είναι σημαντικοί. Οι Τούρκοι στην Κύπρο είναι σημαντικοί. Η Κεντρική Ασία είναι σημαντική για τη Τουρκία κλπ. Η ίδια ιστορία. Αν δεν τα έλεγε αυτά, δεν θα του επιτρεπόταν να παραδίδει μαθήματα στη στρατιωτική ακαδημία στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Δεν μας λέει κάτι πρωτότυπο και λέει ότι η Τουρκία πρέπει να ασκεί μεγαλύτερη επιρροή. Αλλά πως;»

https://www.tovima.gr/2015/02/11/world/apodomwntas-to-stratigiko-bathos-toy-axmet-ntaboytogloy/

Η Τουρκία με την δύναμη των όπλων, με τους μισθοφόρους ισλαμιστές της και την καταπάτηση των διεθνών συνθηκών προσπαθεί να κατοχυρώσει ζωτικό χώρο σε βάρος των άλλων λαών, να επαναφέρει την έκταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Όσο αφορά την Ελλάδα ασκεί πολιτική εκφοβισμού με απειλές, όπως την κήρυξη πολέμου αν η ελλάδα ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα με την επέκταση των θαλάσσιων υδάτων της στα 12 ναυτικά μίλια.

Με τις προσωπικές απόψεις της ότι τα νησιά δεν έχουν ΑΟΖ και μη αναγνωρίζοντας τους διεθνείς νόμους.

Αμφισβητεί και χερσαίο έδαφος η αρχή έγινε με τα Ίμια.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ο Τύπος ζητάνε η Τουρκία να κηρύξει πόλεμο για την κατάληψη ελληνικών νησιών θεωρώντας ότι τους ανήκουν.

Δημιουργεί δυαδική εξουσία στην ελληνική Θράκη να ξαναθυμηθούμε ότι ένας από τους Τουρκικούς εθνικούς όρκους είναι

3.Το καθεστώς της περιοχής της Δυτικής Θράκης θα καθοριστεί με την ψήφο των κατοίκων της.

Κάποιοι στην Θράκη ήδη θέτουν ζήτημα ανεξαρτησίας της Θράκης.

Αυτή είναι η μια πλευρά η τούρκικη πού είναι λίγο πολύ γνωστή αυτό πού μας ενδιαφέρει είναι η άλλη πλευρά η ελληνική, τι ακριβώς κάνει και γιατί έχει αυτή την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά.

Αναγνωρίζει στην Λιβύη το καθεστώς της Τουρκίας πού αμφισβητούν μαζί τα θαλάσσια ύδατα μας, υπογράφει ΑΟΖ (Ιταλία) με μειωμένη επήρεια νησιών μας αυτό ζητάνε και οι Τούρκοι, αδιαφορεί για τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς μας, μέχρι πρότινος διευκόλυνε τον Ερντογάν στην παράνομη εισδοχή στην χώρα μας των λαθρομεταναστών.

Διαλύει τις καλές σχέσεις με τους Ρώσους , αρνείται να αναγνωρίσει το νόμιμο καθεστώς στην Συρία.

Δεν αξίωσε την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τα μνημόνια.

Διέλυσε την υπάρχουσα βιομηχανική βάση για την άμυνα της χώρας.

Η ελληνική τηλεόραση κατακλύζετε ανά διαστήματα από τούρκικες τηλεοπτικές σειρές.

Δεν επέκτεινε τα χωρικά ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια και δεν προχώρησε στην μονομερή ανακήρυξη της ΑΟΖ σε περιοχές πού δεν συνορεύουν με την Τουρκία.

Έτσι έδωσε όλα τα χρονικά περιθώρια να κάνει η Τουρκία τα δικά της παιχνίδια με το καθεστώς της Λιβύης.

Η Τουρκία, αντιλαμβανόμενη τη σημασία της επεκτάσεως των χωρικών υδάτων, δήλωσε από το 1974 ότι «επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια θα σήμαινε ελληνoτουρκικό πόλεμο», γνωστότερο με τη λατινική φράση casus belli (αιτία πολέμου).

Χορεύει ζεμπέκικα ενώ η Τουρκία στην ουσία μας έχει κηρύξει μόνιμο πόλεμο.

Ήταν το καλοκαίρι του 2001 πού έγινε ο πολυσυζητημένος χορός του μπροστά στον τότε υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας μακαρίτη πια Ισμαήλ Τζεμ που του χτυπούσε παλαμάκια . Και τότε ο Γιώργος Παπανδρέου είχε ακούσει ουκ ολίγα σε Ελλάδα και Κύπρο.

Πηγή: Protagon.gr

Και όμως υπάρχουν αρκετοί στην αριστερά ακόμα στις ημέρες μας πού θεωρούν ότι υπάρχει διαμάχη μεταξύ των αστικών τάξεων ελλάδας -Τουρκίας.

Η ολιγαρχία μας εκτός από πρακτικά όπως διαβάσαμε ανωτέρω και θεωρητικά ποτέ δεν διεκδίκησε τίποτα από την Τουρκία αλλά και ποτέ δεν κατήγγειλε διεθνώς την συνεχή καταπάτηση της συνθήκης της Λωζάνης από την Τουρκία όπως και την επεκτατική της πολιτική.

Επειδή δεν μπορούν να της προσάψουν τίποτα θεωρητικά και πρακτικά, έχουν βρει ένα νεφελώδες θεώρημα ότι συμμετέχει στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και έτσι προσπαθεί να αναβαθμιστεί σαν αστική τάξη απέναντι της Τούρκικης.

Δυστυχώς η ίδια η ιστορία της ελλάδας καταρρίπτει αυτή την σκέψη όσο πιο δυτικόδουλη γινόταν η ολιγαρχία μας τόσες περισσότερες συμφορές έβρισκαν τον ελληνικό λαό.

Καμία χώρα δεν αναβαθμίζεται συμμετέχοντας ακόμα και σε επεμβάσεις του ΝΑΤΟ αλλά με βάση την σχετική ανεξαρτησία της, την οικονομία της, την στρατιωτική της δύναμη ,την προβολή ισχύος της δηλαδή την αναβάθμιση την παίρνει μόνη της γιατί αν περιμένει να την αναβαθμίσουν οι ισχυροί τότε κάπως λάθος έχει αντιληφθεί ο καθένας μας τους κανόνες του παγκόσμιου γίγνεσθαι.

Πώς εξηγούνται όλες αυτές οι καταστάσεις, αυτή η αλλοπρόσαλλη μακροχρόνια τακτική;

Εξηγείτε μόνο με τον φόβο;

Το τελευταίο άρθρο Ο νεοθωμανισμός ως η νέα νεοελληνική ιδεολογία εξηγεί τι ακριβώς συμβαίνει, έτσι θα καταλάβουμε ότι μπορεί να κινδυνεύουμε με ένα ακόμα 1897 ,να ρίξουμε μερικές μπαταριές για την τιμή των όπλων αλλά και στην περίπτωση πού οι μπαταριές συνεχιστούν από το πείσμα των ελλήνων να είναι εξασφαλισμένη η ήττα όπως οι ίδιοι πιστεύουν λόγω της τραγικής εγκατάλειψης του στρατεύματος.

Η ολιγαρχία μας έχει αποδεχτεί να υπηρετεί τυφλά τους Αμερικάνους , Γερμανούς, τις πολυεθνικές,  υποτάσσεται στον νεο-οθωμανισμό.  Νέο-οθωμανισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά συνέχεια του Κεμαλισμού, με άλλο πρόσωπο.

Το μέλλον της ελλάδας θα διαμορφωθεί με βάση τις σχέσεις , τις αντιθέσεις, τις διαπραγματεύσεις αυτού του τριγώνου ΗΠΑ- Γερμανίας -Τουρκίας με άγνωστες παραμέτρους τον ελληνικό λαό , τον ρώσικο παράγοντα κλπ. 


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ, Καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Το στρατηγικό βάθος»

Για το Αιγαίο
Φτάσαμε στο ύστατο σημείο υποχωρήσεων!

Ο ζωτικός χώρος και το Αιγαίο. Το Αιγαίο αποτελεί το σημαντικότερο θαλάσσιο κομβικό σημείο της ευρασιατικής παγκόσμιας ηπείρου στην κατεύθυνση Βορρά-Νότου.

(...) Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των νησιών του Αιγαίου βρίσκεται υπό ελληνική κυριαρχία αποτελεί το σημαντικότερο αδιέξοδο της πολιτικής της εγγύς θαλάσσιας περιοχής της Τουρκίας. Η βασική πηγή προβλήματος στο Αιγαίο είναι η αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος. Το γεγονός ότι τα νησιά του Αιγαίου είναι φυσική προέκταση της γεωλογικής δομής της χερσονήσου της Μικράς Ασίας και το ότι ο πολιτικός διαχωρισμός που έχει προκύψει, σε αντίθεση με τις γεωπολιτικές αναγκαιότητες, με τις διεθνείς συνθήκες έχει επικυρωθεί υπέρ της Ελλάδας παρέχουν το κατάλληλο έδαφος, για να αναφύονται διάφορα ζητήματα, όπως η υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα, ο εναέριος χώρος, η ζώνη FIR, τα πεδία διοίκησης και ελέγχου και ο εξοπλισμός των νησιών. Η εγγύτητα ενός σημαντικού μέρους των ελληνικών νησιών στη μικρασιατική ακτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρησιακή βάση εναντίον της Μικράς Ασίας, και η περικύκλωση των υδάτινων διαδρόμων, που εξασφαλίζουν το πέρασμα από την Προποντίδα στη Μεσόγειο, από αυτά τα νησιά, αξιολογούνται από την Τουρκία ως ένα πολύ σοβαρό κενό ασφάλειας.

...Στην περίπτωση που ισχύσει η εφαρμογή των 12 ν.μ., η Τουρκία στην πράξη δεν θα έχει πρόσβαση στο Αιγαίο χωρίς την άδεια της Ελλάδας. Σε αυτή την περίπτωση, ενώ το ποσοστό της ανοικτής θάλασσας θα υποχωρήσει στο 26% του Αιγαίου, η κυριαρχία της Ελλάδας θα ανέλθει στο 63,9%, το Αιγαίο θα γίνει μία κλειστή θάλασσα της Ελλάδας και το ποσοστό της Τουρκίας θα κυμαίνεται γύρω στο 10%.

Ο ρόλος της οικονομίας
Στην περίπτωση που η ελληνική θέση αποκτήσει ισχύ, η Τουρκία θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία στρατηγική πολιορκία, αλλά θα επηρεαστεί απευθείας και στις οικονομικές της δραστηριότητες.

...Οι εντάσεις που υφίστανται στις σχέσεις με την Ελλάδα πρέπει να αξιολογηθούν εκ νέου στο πλαίσιο μιας γενικής θαλάσσιας στρατηγικής στο Αιγαίο, δεδομένου ότι η χώρα αυτή, θεωρώντας ως μη ικανοποιητικό το ισχύον καθεστώς που περιορίζει τον ζωτικό χώρο της Τουρκίας, ακολουθεί μία επεκτατική πολιτική. Και το σημαντικότερο μέσο, για να επιτευχθεί αυτό, είναι η απόκτηση από μέρους της Τουρκίας ενός ισχυρού εμπορικού στόλου που θα της επιτρέπει να χρησιμοποιεί με πιο δραστήριο τρόπο τα διεθνή ύδατα στο Αιγαίο. Η υπεροχή της Ελλάδας σε αυτό το θέμα πηγάζει όχι μόνο από το εύρος της περιοχής που κατέχει στο Αιγαίο αλλά και από την ικανότητα που διαθέτει στις θαλάσσιες μεταφορές.

...Η προσέγγιση του ζητήματος δεν πρέπει να γίνεται ωσάν να πρόκειται για μία οποιαδήποτε τυχαία βραχονησίδα. Η Τουρκία, εξαιτίας των προηγούμενων σοβαρών διπλωματικών παραλείψεων, έχει ήδη φτάσει στο ύστατο σημείο υποχωρήσεων στο Αιγαίο.

Μετά από αυτό, κάθε συμβιβασμός που θα γίνει μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες που ενδέχεται να φθάσουν ακόμη και ως την εξαφάνιση του ζωτικού χώρου της Τουρκίας στο Αιγαίο και κατ' επέκταση του χώρου που κινείται στον άξονα Μεσόγειος-Εύξεινος Πόντος.

Για την Κύπρο
Λόγω της γεωγραφικής της θέσης δεν θα μέναμε ποτέ αδιάφοροι

Στο πλαίσιο αυτό το Κυπριακό δεν είναι ούτε ένα συνηθισμένο τουρκοελληνικό εθνοτικό ζήτημα ούτε απλώς μια χρονίζουσα τουρκοελληνική ένταση. Η Τουρκία, που κατέχει μία θέση που επηρεάζεται άμεσα από όλες αυτές τις ισορροπίες, είναι υποχρεωμένη να αξιολογήσει την επί του Κυπριακού πολιτική της έξω από το περιορισμένο πλαίσιο των τουρκοελληνικών σχέσεων. Το Κυπριακό μετατρέπεται με μία συνεχώς και αυξανόμενη ταχύτητα σε ένα ζήτημα Ευρασίας και Μέσης Ανατολής-Βαλκανίων (Δυτικής Ασίας-Ανατολικής Ευρώπης). Η πολιτική επί του Κυπριακού πρέπει να τεθεί σε ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο, σύμφωνο προς το ήδη διαμορφωμένο νέο (διεθνές) στρατηγικό πλαίσιο.

Η σημασία του Κυπριακού από την οπτική της Τουρκίας μπορεί να μελετηθεί κατά βάση σε δύο κύριους άξονες.

Ο πρώτος προκύπτει από την ιστορική ευθύνη της Τουρκίας για την εμπέδωση της ασφάλειας της μουσουλμανικής τουρκικής κοινότητας της νήσου και είναι ένας άξονας που έχει κοινωνικό χαρακτήρα. Με τη μείωση των εδαφών του Οθωμανικού κράτους, πάντα μία από τις βασικές παραμέτρους της οθωμανοτουρκικής εξωτερικής πολιτικής υπήρξε η ασφάλεια και η συνέχεια των μουσουλμανικών στοιχείων που παρέμειναν στα εγκαταλειφθέντα εδάφη.

Το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός κύματος που θα ξεκινήσει από μία περιοχή λόγω ανικανότητας ή αδυναμίας της Τουρκίας και θα επεκταθεί σε άλλες καθιστά αναγκαία μια κατάσταση γενικότερης επιφυλακής και επαγρύπνησης.

Μια ενδεχόμενη αδυναμία, που θα μπορούσε να ανακύψει αναφορικά προς την ασφάλεια και την προστασία της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου, εμπεριέχει τον κίνδυνο να εξαπλωθεί κατά κύματα στη Δυτική Θράκη και στη Βουλγαρία - και ακόμη και στο Αζερμπαϊτζάν και στη Βοσνία.

Ο ζωτικός χώρος
Γι' αυτόν τον λόγο η προστασία της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο από την άποψη της εν λόγω κοινότητας αλλά και από την άποψη του μέλλοντος των λοιπών κοινοτήτων, οι οποίες συνιστούν οθωμανικά κατάλοιπα.

Ο δεύτερος σημαντικός άξονας του Κυπριακού ζητήματος είναι η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού από γεωστρατηγική άποψη. Ο άξονας αυτός καθαυτός είναι ζωτικής σημασίας ανεξάρτητα από το ανθρώπινο στοιχείο που βρίσκεται εκεί. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου.

Οπως τα Δωδεκάνησα, όπου δεν υπάρχει πλέον ένας επαρκής τουρκικός πληθυσμός, εξακολουθούν να διατηρούν τη σημασία τους για την Τουρκία και όπως οι ΗΠΑ, παρόλο που δεν έχουν καμία πληθυσμιακή προέκταση προς την Κούβα και τα υπόλοιπα νησιά της Καραϊβικής, ενδιαφέρονται άμεσα γι' αυτά, έτσι και η Τουρκία είναι υποχρεωμένη από στρατηγική άποψη να ενδιαφέρεται για την Κύπρο πέραν του ανθρώπινου παράγοντα.

Για τα Δωδεκάνησα
Σφάλαμε και τα χάσαμε

Το 1944 οι Γερμανοί, που αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τα Δωδεκάνησα, πρότειναν στην τουρκική κυβέρνηση την κατάληψή τους.

Το γεγονός ότι η τουρκική κυβέρνηση της εποχής, προτιμώντας να λάβει τη σύμφωνη γνώμη της Αγγλίας, τήρησε στο θέμα των νησιών εξαιτίας της αγγλικής άρνησης μία αδιάφορη στάση συνιστά τον σημαντικότερο κρίκο στην αλυσίδα παραλείψεων που στέρησε από την Τουρκία την έξοδό της στο Αιγαίο.

Αργότερα, στις συνομιλίες μεταξύ των Ιταλών και των συμμάχων που διεξήχθησαν στο Παρίσι το 1946, η κυβέρνηση, αποφασίζοντας ότι η χώρα δεν είχε δικαίωμα να λάβει μερίδιο από τη λεία του πολέμου (sic), διότι έμεινε εκτός από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέδραμε ολοφάνερα στην παράδοση των νησιών αυτών στην Ελλάδα.

... Το σημείο με τις μεγαλύτερες πιθανότητες εμπλοκής σε σύρραξη της Τουρκίας είναι τα νησιά του Αιγαίου, που στενεύουν σε σημαντικό βαθμό τον ζωτικό χώρο της (sic), και ο λόγος είναι τα ασυγχώρητα λάθη που έγιναν ως συνέπεια της ανυπαρξίας μίας συνεπούς θαλάσσιας στρατηγικής.

Η κρίση των Ιμίων, που έφερε στο προσκήνιο το θέμα της ελληνικής κυριαρχίας ακόμη και επί των βραχονησίδων που βρίσκονται μπροστά στα παράλιά μας, είναι το πικρό τιμολόγιο των συσσωρευμένων σφαλμάτων που έχουν διαπραχθεί.

Εκμετάλλευση μειονοτήτων
Δημιουργία άξονα Αλβανίας με Βοσνία

Η βάση της πολιτικής επιρροής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι τα οθωμανικά κατάλοιπα, που είναι οι μουσουλμανικές κοινότητες. Σήμερα φαίνεται με ξεκάθαρο τρόπο το λάθος της πολιτικής εκκένωσης των Βαλκανίων με τη μετανάστευση αυτών των κοινοτήτων (στην Τουρκία), που κατά το παρελθόν θεωρήθηκαν ως άχθος της εξωτερικής πολιτικής. Αυτή τη στιγμή η Τουρκία φαίνεται να διαθέτει σημαντικές δυνατότητες που της παρέχει η ιστορική συσσώρευση εμπειρίας, βασιζόμενη στην οθωμανική κληρονομιά στα Βαλκάνια. Πρωτίστως, στις δύο χώρες (Βοσνία και Αλβανία), όπου οι μουσουλμάνοι είναι πλειονότητα και θεωρούνται φυσικοί σύμμαχοι της Τουρκίας, εμφανίστηκε η βούληση να μετατραπεί αυτή η κοινή ιστορική συσσώρευση σε μία συμμαχία. Οι τουρκικές και μουσουλμανικές μειονότητες που διαβιούν στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στη Μακεδονία, στο Σαντζάκ (επαρχία της Σερβίας), στο Κόσοβο και στη Ρουμανία αποτελούν σημαντικά στοιχεία της βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας.

Οι δύο σημαντικοί βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι η ισχυροποίηση της Βοσνίας και της Αλβανίας μέσα σε ένα πλαίσιο σταθερότητας και η δημιουργία ενός διεθνούς νομικού πλαισίου που θα θέσει υπό την προστασία του τις εθνικές μειονότητες της περιοχής. Στο νομικό αυτό πλαίσιο η Τουρκία πρέπει να επιδιώκει συνεχώς την εξασφάλιση εγγυήσεων που θα της παρέχουν το δικαίωμα παρέμβασης στα ζητήματα που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων. Η απόκτηση από την Τουρκία ενός τέτοιου δικαιώματος στα Βαλκάνια μπορεί να γίνει εφικτή, μόνο αν η χώρα υιοθετήσει μία δραστήρια και δυναμική βαλκανική πολιτική, η οποία θα λαμβάνει υπόψη συνεχώς τους πολιτισμικούς και ιστορικούς παράγοντες. Στην αντίθετη περίπτωση η Τουρκία όχι μόνο θα χάσει την επιρροή που ασκεί στα Βαλκάνια έναντι της Ελλάδας, η οποία μέσω του Πατριαρχείου του Φαναρίου (sic) που με τη μικρή ρωμαίικη (sic) μειονότητα επιδιώκει να αποκτήσει οικουμενικό χαρακτήρα, και της Ρωσίας, η οποία επιχειρεί να ασκήσει επιρροή στους ορθόδοξους Σλάβους στην περιοχή των Βαλκανίων και του Καυκάσου, αλλά θα μείνει και δίχως στήριγμα εν όψει ελληνικών και ρωσικών διεκδικήσεων στα Στενά.

https://www.ifestosedu.gr/109%20%CE%9D%CF%84%CE%B1%CE%B2%CE%BF%CF%8D%CF%84%CE%BF%CE%B3%CE%BB%CE%BF%CF%85%20%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CF%8C%20%CE%B2%CE%AC%CE%B8%CE%BF%CF%82.htm#%CE%A4%CE%BF%20%CE%9D%CF%84%CE%B1%CE%B2%CE%BF%CF%85%CF%84%CF%8C%CE%B3%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%BF%20%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CE%B9%CE%B3%CE%BC%CE%B1%20%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF%20%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D%20%CE%B2%CE%AC%CE%B8%CE%BF%CF%85%CF%82

Ο νεοθωμανισμός ως η νέα νεοελληνική ιδεολογία

Εισαγωγή στο τεύχος ... Άρδην https://www.ardin.gr/node/2592

Ο νεο-οθωμανισμός αποτελεί ολοκλήρωση και επέκταση του ισλαμο-κεμαλισμού, στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων και της περιφερειακής πολιτικής. Απέναντι στην εξασθένιση των περισσότερων από τους γείτονες της Τουρκίας, γεννιέται ο «πειρασμός» για μια επεκτατική πολιτική με νέους όρους, δηλαδή έναν συνδυασμό οικονομικής, στρατιωτικής και γεωπολιτικής ισχύος, η οποία χρησιμοποιεί το Ισλάμ και τη στρατηγική συμμαχία με τη Δύση ως τους δύο πυλώνες της. Εξ ου και οι παράλληλες κινήσεις για συμμετοχή-αποσύνθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης -διότι η τουρκική συμμετοχή θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια «χαλαρή» Ευρώπη- και, παράλληλα, η ενίσχυση των δεσμών με τις γειτονικές χώρες, μέσω της χρήσης της ισχύος, της οικονομίας και του Ισλάμ. είτε ως ομοδοξίας, στην περίπτωση των Αράβων, των Κούρδων ή των κεντροασιατών, είτε με τη χρησιμοποίηση των μουσουλμανικών μειονοτήτων, στην περίπτωση της Ρωσίας και των Βαλκανίων.

Ο νεο-οθωμανισμός -αν και δεν ταυτίζεται, μια και διαθέτει μια αυτόνομη δυναμική-, συμβαδίζει με τους σχεδιασμούς των Η.Π.Α., της Αγγλίας, και των πολυεθνικών, που επιθυμούν να συγκροτηθεί ένας ισχυρός ατλαντικός πόλος στην Ανατολική Ευρώπη γενικότερα, και τη νοτιοανατολική ειδικότερα, ο οποίος θα εμποδίσει οποιαδήποτε επανεμφάνιση της Ρωσίας και θα προσδέσει ολόκληρη την Ευρώπη στο ατλαντικό άρμα, υποσκελίζοντας -σύμφωνα με την αμερικανική ορολογία- την «παλαιά Ευρώπη». Ο σχεδιασμός αφορά στο σύνολο της Ανατολικής Ευρώπης, Βορειοανατολικής και Νοτιοανατολικής. Ως προς τη βορειότερη, το σχέδιο στηρίζεται αποφασιστικά στην Πολωνία και επιχειρεί να εντάξει την Ουκρανία και τις Βαλτικές χώρες. Ως προς τη νότια πτέρυγα, βασικό κέντρο στήριξης αυτής της πολιτικής είναι η Τουρκία. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, κεντρικός γεωπολιτικός πόλος στην περιοχή θεωρείται η Κωνσταντινούπολη -η οποία, με τα δεκαπέντε εκατομμύρια πληθυσμό της, αποτελεί ήδη το σημαντικότερο οικονομικό κέντρο- και η Τουρκία ως η σταθερότερη δύναμη που μπορεί να αντιμετωπίσει την επανεμφανιζόμενη Ρωσία. Αυτή η στρατηγική προϋποθέτει την κονιορτοποίηση των βαλκανικών, ειδικά των ορθόδοξων, πληθυσμών, και την «ενοποίησή» τους κάτω από μια νεο-οθωμανική Τουρκία, υπό την υψηλή εποπτεία των Η.Π.Α.

***

Ο κεμαλισμός στηριζόταν αποκλειστικά στη στρατιωτική απειλή στο εξωτερικό, παράλληλα με την εσωτερική αναδίπλωση και την καταστολή στο εσωτερικό. Η νεο-οθωμανική στρατηγική εκτός από την στρατιωτική ισχύ πρέπει να χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο την «soft power» της οικονομίας, του πολιτισμού, της διπλωματίας, εάν θέλει να συγκροτήσει, στην άμεση περιφέρειά της, μια σειρά από κράτη και δυνάμεις υποτελή ή εξαρτώμενα.

Χαρακτηριστική είναι η τουρκική στρατηγική στην Κύπρο, όπου η Τουρκία, αφού πρώτα έχει δημιουργήσει τετελεσμένα με τη στρατιωτική της ισχύ -την οποία και συντηρεί με τη στρατιωτική παρουσία στο νησί-, από ένα σημείο και μετά, αναπτύσσει μια νέα τακτική, που έχει οδηγήσει στις απ' ευθείας διαπραγματεύσεις των «κοινοτήτων». Δεν αρκείται στη διχοτόμηση, όπως κάποτε, αλλά, χρησιμοποιώντας το δόλωμα της «επανενοποίησης», απεργάζεται την ουσιαστική επικράτησή της στο σύνολο της νήσου. Το άνοιγμα της πράσινης γραμμής και οι μετακινήσεις Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα και Τούρκων στην ελεύθερη Κύπρο νομιμοποιούν το έγκλημα της Κατοχής και εθίζουν τους Ελληνοκυπρίους σε μια νεο-οθωμανική Κύπρο. Στη Βουλγαρία, μέσω της τουρκικής και μουσουλμανικής μειονότητας, η Τουρκία ελέγχει τις πολιτικές εξελίξεις, μια και η μειονότητα συμμετέχει σε όλες τις κυβερνήσεις, άσχετα με τον προσανατολισμό τους και καθορίζει αποφασιστικά τη βουλγαρική πολιτική.

Έναντι της Ελλάδας, χρησιμοποιείται μια πολυεπίπεδη πολιτική. Σε ένα πρώτο αποφασιστικό πεδίο, συνεχίζεται ο στρατιωτικός εκβιασμός και εκφοβισμός σε Ελλάδα και Κύπρο, διότι μια νεο-οθωμανική Τουρκία δεν μπορεί να ανεχτεί ένα ελληνικό Αιγαίο, όπως υπογραμμίζει ο Νταβούτογλου, ενώ θέλει να ολοκληρωθεί η εγκατάλειψη της Κύπρου από την Ελλάδα. Όμως, η νεο-οθωμανική Τουρκία χρησιμοποιεί παράλληλα και τη διπλωματία, την οικονομία, τον πολιτισμό και τις μειονότητες για να προωθήσει την πολιτική της. Και η χρήση των μειονοτήτων δεν περιορίζεται στην προφανή χρήση των μουσουλμανικών μειονοτήτων στη Θράκη, αλλά περιλαμβάνει και την ίδια τη χρήση των ελληνικών ή «ρωμαίικων» μειονοτήτων στην Τουρκία! Έτσι, το Πατριαρχείο και η ελληνική μειονότητα στην Πόλη επιχειρείται να μεταβληθούν στα χέρια των Τούρκων σε όπλο για την υποταγή της Ελλάδας στην τουρκική πολιτική. Όχι μόνο διότι ο Πατριάρχης είναι υποχρεωτικά Τούρκος υπήκοος, αλλά διότι η παραμονή του πατριαρχείου στην Πόλη ενισχύει το «τουρκικό» λόμπυ στην Ελλάδα, που, με το καρότο της νοσταλγίας για τις «χαμένες πατρίδες» και την οικουμενική ορθοδοξία, θέλει να επιβάλει τη σταδιακή αποδοχή της τουρκικής επικυριαρχίας και την παράλογη στήριξη της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Έχει καταντήσει, η επίσημη Ελλάδα, να θέτει ως μοναδικό αίτημα έναντι της Τουρκίας το... άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης!

***

Ωστόσο ο νεο-οθωμανισμός δεν αποτελεί πλέον μια εξωτερική απειλή και μόνο για την Ελλάδα, αλλά συνιστά μια εσωτερική παράμετρο της πολιτικής μας ζωής, δεδομένου ότι έχουν δημιουργηθεί διαρκώς ισχυροποιούμενες ομάδες συμφερόντων στην Ελλάδα και την Κύπρο, που προωθούν και υποστηρίζουν τον τουρκικό νεο-οθωμανισμό, διότι θεωρούν ότι αυτό επιτάσσουν τα συμφέροντά τους. Ομάδες συμφερόντων που έχουν ως πυρήνα τους τη διεθνοποιημένη και παρασιτική αστική τάξη της Ελλάδας, αλλά επεκτείνονται και σε πολλούς άλλους κύκλους, από ομάδες διανοουμένων και καλλιτέχνες έως προοδευτικά πολιτικά κόμματα και εκκλησιαστικούς παράγοντες και συμφέροντα, που, είτε από εθελοδουλία είτε από πολύ πεζούς και υλικούς παράγοντες (π.χ. ο πολύ μεγάλος αριθμός δίσκων, που ορισμένοι μουσικοί μας πουλούν στην τουρκική αγορά), προωθούν επίσης μια λογική «ελληνοτουρκικής φιλίας».

Ένα μέρος των ελίτ, αναπτύσσει μια τυπικά «νεο-φαναριώτικη» αντίληψη: κάτω από την αμερικανο-οθωμανική ομπρέλα, να αποσπάσει και το παρασιτικό ελληνικό κεφάλαιο, από τις Τράπεζες έως τα ποικιλώνυμα «λόττο», ένα μερίδιο από τη βαλκανική πίτα, χωρίς να ενδιαφέρει το εάν θα θιγούν τα συμφέροντα του ελληνικού λαού ή ακόμα και εάν γίνουν εθνικές παραχωρήσεις μεγάλης κλίμακας[1]. Αν οι «δουλειές» πάνε καλά, τότε τσιμέντο να γίνει το Κυπριακό, η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η Μακεδονία, ακόμα και οι διεκδικήσεις των Σκοπιανών. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η Θεσσαλονίκη καταλαμβάνει αποφασιστικό ρόλο ως υποσταθμός και δορυφορική πόλη της Κωνσταντινούπολης και ως πόλος της ατλαντικής πολιτικής. Αυτή τη στρατηγική υπηρετούσε σχεδόν απροκάλυπτα η κυβέρνηση Σημίτη, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, σε αυτήν υπετάγη και η κυβέρνηση Καραμανλή, ενώ σε μια σημειολογικά φορτισμένη κίνηση ο Γιώργος Παπανδρέου, ως πρωθυπουργός, πέντε μέρες μετά την εκλογή του, τον πρώτο ξένο ηγέτη που συνάντησε τον Οκτώβριο του 2009, ήταν ο Ταγίπ Ερντογάν, και μάλιστα στην Κωνσταντινούπολη.

Έχει παρέλθει κατά συνέπεια η εποχή κατά την οποία την υποταγή στα τουρκικά κελεύσματα σε Ελλάδα και Κύπρο επέβαλλαν κυρίως τα στρατηγικά συμφέροντα των Αγγλοαμερικανών «συμμάχων» μας, και έχουμε εισέλθει σε μία περίοδο κατά την οποία η υποταγή στον νεο-οθωμανισμό καθίσταται επιλογή των ελληνικών ελίτ σε Ελλάδα και Κύπρο. Γι' αυτό και η υποστήριξη της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., γι' αυτό και η αποδοχή των τετελεσμένων της Κατοχής στην Κύπρο, γι' αυτό και τα γλυκερά κηρύγματα της υποταγής. Από τη στιγμή που η νεο-οθωμανική Τουρκία επιστρέφει ως «μεγάλη δύναμη» στην περιοχή, ενώ παράλληλα εξασθενεί η επιρροή και η ισχύς των Αγγλοαμερικανών, ένα αυξανόμενο τμήμα των ελληνικών ελίτ ετοιμάζεται να αναλάβει ένα ρόλο σύγχρονων Φαναριωτών, αποδεχόμενο την επικυριαρχία των νέων ισχυρών της περιοχής.

***

Η λογική της υποταγής έχει βαθιές ρίζες και μακρά ιστορία στην ίδια τη διαμόρφωση και τη γένεση των σύγχρονων ελληνικών ελίτ. Η διπλή κατοχή του ελληνικού κόσμου από το 1204 και μετά, από τους Δυτικούς και τους Τούρκους, αλληλοδιάδοχα ή και ταυτόχρονα, δεν επέτρεψε στην εγχώρια αστική τάξη να αναπτυχθεί με βάση την εγχώρια παραγωγή. Τα Αμπελάκια θα καταστραφούν από τον ανταγωνισμό της δυτικής βιομηχανίας, ενώ οι Οθωμανοί Τούρκοι όχι μόνο δεν θα προστατεύουν την εγχώρια παραγωγή, αλλά θα μεταβάλουν την ίδια την οθωμανική επικράτεια σε ημι-αποικία, εξάγοντας κυρίως πρώτες ύλες -βαμβάκι, σταφίδα, καπνό- και εισάγοντας βιομηχανικά προϊόντα.

Έτσι για τους Έλληνες, αλλά και τους Αρμένιους, ο μόνος ρόλος που ήταν επιτρεπτός ήταν εκείνος του ενδιαμέσου, μεταξύ Δύσης και Οθωμανών, γι' αυτό και η ελληνική αστική τάξη θα αναπτυχθεί ως εμπορική ή εμποροναυτική δύναμη. Γι' αυτό και από τον 18ο αιώνα και μετά οι Έλληνες θα δρουν περισσότερο στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στη Νότια Ρωσία, την Αυστροουγγαρία, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη ως έμποροι και, στα νησιά, ως ναυτικοί.

Συνέπεια της οθωμανικής κυριαρχίας και του εμπορο-διαμετακομιστικού χαρακτήρα των Ελλήνων επιχειρηματιών ήταν και οι ανάλογες εξελίξεις στον πνευματικό και ιδεολογικό τομέα. Ο πνευματικός «εκσυγχρονισμός» του νεώτερου ελληνισμού θα αποκοπεί από τη βυζαντινή παράδοση και θα προσκολληθεί στην Αρχαία Ελλάδα και τη δυτική νεωτερικότητα, ενώ θα εξαρτάται απόλυτα από τα δυτικά πανεπιστήμια και τυπογραφεία, το δε Βυζάντιο θα ταυτιστεί μόνο με τη θρησκευτική παράμετρο της ελληνικής πνευματικότητας· διχοτόμηση που θα πυροδοτήσει αναρίθμητες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις στη συνέχεια. Έτσι το σύγχρονο θα ταυτιστεί με το εισαγόμενο και στην καλύτερη περίπτωση με το αρχαιοελληνικό, ενώ το εγχώριο με την παράδοση και το «ξεπερασμένο».

Και στις δύο περιπτώσεις, η βάση αναφοράς των αρχουσών ελίτ του ελληνισμού, είτε επρόκειτο για το εμπορικό κεφάλαιο είτε για τους Φαναριώτες, κληρικούς και λαϊκούς, δεν θα είναι μια οργανική σύνδεση με τον ελληνικό λαό, με παραγωγικά και δημιουργικά χαρακτηριστικά, αλλά οι ποικίλες διασυνδέσεις και εξαρτήσεις είτε με το δυτικό κεφάλαιο και τις ξένες δυνάμεις, είτε με τους Οθωμανούς είτε, κάποιες φορές, και με τους δύο ταυτόχρονα - στην καλύτερη περίπτωση, εκ παραλλήλου. Γι' αυτό το ελληνικό κεφάλαιο θα είναι πάντα «μεγαλύτερο» από την εσωτερική συσσώρευση της Ελλάδας και της Κύπρου στη συνέχεια.

***

Η πρόσφατη λοιπόν στροφή προς τον νεο-οθωμανισμό συνιστά μια στροφή μεγάλων διαστάσεων, κυριολεκτικά ιστορικής σημασίας, που εγκαινιάζει μια νέα περίοδο της ελληνικής ιστορίας καθώς και του ιστορικού χώρου που μας περιβάλλει.

Όλη η μακρά περίοδος από την ελληνική επανάσταση μέχρι το 1974 περιγράφει τη δυτικόστροφη φάση του ελληνικού κεφαλαίου και των ελίτ, δεδομένου ότι η οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν σε παρακμή μέχρι το 1922, ενώ η Τουρκία δεν θα επανεμφανιστεί ως επεκτατική δύναμη στην περιοχή, παρά το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο. Η παρασιτική υφή των ελληνικών ελίτ θα εκφράζεται κατ' εξοχήν ως δυτικολαγνεία και υποταγή στα κελεύσματα των δυτικών μεγάλων δυνάμεων, της Αγγλίας και των ΗΠΑ, κατ' εξοχήν.

Από το 1974 αρχίζει μια μεταβατική περίοδος, που θα διαρκέσει μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, περίοδος κατά την οποία οι ελληνικές ελίτ θα δοκιμάσουν να αντισταθούν στον αρχόμενο μετά την εισβολή στην Κύπρο νεο-οθωμανισμό της Τουρκίας, υπό τη σκέπη της Δύσης με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προστασία.

Ωστόσο, μετά το 1990, τα δεδομένα άλλαξαν δραματικά. Τα Βαλκάνια αποσυντέθηκαν μετά την πτώση του ανατολικού στρατοπέδου, ο αραβικός κόσμος υπέστη μια ακόμα δεινή ήττα με τη διπλή εισβολή στο Ιράκ και η Τουρκία αναδείχθηκε σε έναν σημαντικό οικονομικό και γεωπολιτικό πόλο, με έναν πληθυσμό που ξεπερνάει τα 70 εκατομμύρια και εξαγωγές πολλαπλάσιες από τις ελληνικές. Μπροστά στον κίνδυνο του ριζοσπαστικού Ισλάμ για τη Δύση και την επανεμφάνιση της «ρωσικής αρκούδας», η Τουρκία καθίσταται αποφασιστικός κόμβος της νέας τάξης πραγμάτων.

Για τις ελληνικές ελίτ υπήρχαν δύο επιλογές: ή να αντισταθούν στην επέκταση του νεο-οθωμανισμού, συγκροτώντας ένα βαλκανικό και ένα μεσανατολικό μέτωπο αναχαίτισής του, όπως είχε δοκιμάσει να κάνει προς στιγμήν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ή να αποδεχθούν τα νέα δεδομένα και να ενταχθούν στην αναδυόμενη νεο-οθωμανική πραγματικότητα, εξισορροπώντας απλώς την τουρκική επιρροή με άλλες -δυτική ή ρωσική- και πάντα με το «αζημίωτο», κερδίζοντας δηλαδή από αυτή τη νεο-οθωμανική επιχειρηματική ζώνη, τουλάχιστον σε μια πρώτη περίοδο.

Από την εποχή της τελευταίας διακυβέρνησης Παπανδρέου και κυρίως επί Σημίτη στην Ελλάδα και επί Κληρίδη στην Κύπρο, η δεύτερη γραμμή καθίσταται κυρίαρχη. Με πρωτοπόρους τους βάρδους του αντιεθνικισμού, τους διανοούμενους της Αριστεράς που θα προετοιμάσουν ιδεολογικά το έδαφος, οι ελληνικές άρχουσες τάξεις στη δεκαετία του 2000 θα γίνουν σταδιακά νεο-οθωμανικές. Το Σχέδιο Ανάν και η πολιτική Χριστόφια, ο Γιώργος Παπανδρέου και η Ντόρα Μπακογιάννη, τα τουρκικά σίριαλ στην τηλεόραση, η αλλοίωση της ιστορίας, οι τεράστιες επενδύσεις της Εθνικής Τράπεζας στην Τουρκία και ο αυξανόμενος ρόλος του ελεγχόμενου από τους Τούρκους Πατριαρχείου στην ελλαδική Εκκλησία, είναι εκφάνσεις αυτής της νέας πραγματικότητας στην οποία σταδιακώς, με ομοιοπαθητικά αυξανόμενες δόσεις, εθίζεται ο ελληνικός λαός.

Και όμως η Τουρκία δεν είναι παντοδύναμη, όπως φαντάζονται οι ανίκανες πνευματικές και πολιτικές ηγεσίες μας. Δεν είναι, σε καμία περίπτωση, κάτι ανάλογο με την παλαιά οθωμανική Αυτοκρατορία. Όχι μόνο διότι αντιμετωπίζει το μόνιμο και αξεπέραστο αγκάθι του κουρδικού, αλλά και διότι έχει δίπλα της δυνάμεις που μπορούν να βάλουν φραγμό στην επεκτατικότητά της. Η Ρωσία, το Ιράν, ο αραβικός κόσμος και μια, επιτέλους, ενωμένη Βαλκανική, μπορούν ή θα μπορούσαν να υποχρεώσουν τη νεο-οθωμανική Τουρκία σε αναδίπλωση και αποδοχή μιας σχετικής ισορροπίας δυνάμεων.

Και το κλειδί μιας ενωμένης Βαλκανικής το κρατάει σήμερα η Ελλάδα, όπως ίσως κάποτε το κρατούσε η Γιουγκοσλαβία. Μόνον η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν να θέσουν οριστικά τέλος στην προοπτική της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την παράλληλη συγκρότηση ενός βαλκανικού ευρωπαϊκού πόλου, που θα αποτελεί γέφυρα μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης και θα διαμορφώνει εκείνες τις συμμαχίες που θα δρουν αποτρεπτικά έναντι του νεο-οθωμανικού επεκτατισμού.

Με μια προϋπόθεση: Την προϋπόθεση μιας εσωτερικής επ-ανάστασης του ελληνισμού. Μιας καθολικής ανατροπής του κυρίαρχου μεταπρατικού -οικονομικού, πολιτισμικού και πολιτικού- προτύπου, με στροφή προς μια αυτόκεντρη, οικολογική, αποκεντρωτική ανάπτυξη. Μιας ιδεολογικής επανάστασης που θα επαναφέρει στο επίκεντρο των αξιών του ελληνισμού τον πατριωτισμό, την άρνηση του χυδαίου καταναλωτισμού, την ισότητα και την ελευθερία. Που θα ενώσει, επιτέλους, τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό» και την αρχαία ελληνική πολιτειότητα, τη λαϊκο-επαναστατική παράδοση του '21 και της Αντίστασης, με τον Διαφωτισμό, σε μια, εδώ και οκτώ αιώνες, αναζητούμενη αλλά ανολοκλήρωτη σύνθεση.

Και όλα αυτά δεν αποτελούν όνειρα ή αθεμελίωτες ονειροφαντασίες. Αποτελούν προϋποθέσεις της επιβίωσής μας και ταυτόχρονα συμπλέουν, συμβαδίζουν με τις δυνατότητες και τις τάσεις της μετα-παγκοσμιοποιητικής εποχής στην οποία έχουμε εισέλθει. Αρκεί ο ελληνικός λαός να το θελήσει, αποτινάζοντας επί τέλους την αίσθηση της ανημπόριας και την ιστορική κατάθλιψη που τον διαπνέει.

Γι' αυτό και τη ραδιογραφία του νεο-οθωμανισμού, που επιχειρούμε, δεν πρέπει να τη δούμε ως μια πρό(σ)κληση σε απαισιοδοξία και εγκατάλειψη, αλλά ως μια ρεαλιστική αποτύπωση και καταγραφή ενός φαινομένου, και κατά συνέπεια ως μια πρόκληση για την ανάλογη απάντηση, για την επ-ανάσταση που χρειαζόμαστε. Και επί τέλους, όπως τόνιζε ο Αντόνιο Γκράμσι: «Απαισιοδοξία του λογικού και αισιοδοξία της βουλήσεως».

Γ. Κ

[1] Αυτή η στρατηγική είχε πρωτοεμφανιστεί στο παρελθόν υπό τη μορφή της ελληνο-τουρκικής ομοσπονδίας που προωθούσε η μετεμφυλιακή δεξιά και η χούντα: «Έξι μήνες μετά την πρωθυπουργοποίησή του, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, σε συνέντευξη που έδωσε στην καθημερινή εφημερίδα της Κωνσταντινουπόλεως, Μιλιέτ, και που δημοσίευε η εφημερίδα αυτή στις 28 Ιουνίου 1968, δήλωσε: "Ακούγονται ακόμη οι φωνές του Ατατούρκ και του Βενιζέλου... Πρέπει να ενώσουμε τις δύο ακτές του Αιγαίου". Ο Τούρκος δημοσιογράφος τον ρώτησε τότε εάν με την ένωση δύο χωρών εννοούσε ομοσπονδία. "Θέλω ιδιαιτέρως να υπογραμμίσω", απάντησε ο Παπαδόπουλος, "την πίστη μου στην αναγκαιότητα πραγματοποιήσεως αυτής της ομοσπονδίας... Εάν είχα μαγική δύναμη θα έκανα το παν για την πραγματοποίηση της ομοσπονδίας και θα οδηγούσα πάραυτα τον λαό μας προς αυτήν την κατεύθυνση". Το 1969 και το 1970, ο "αρχηγός της ελληνικής επαναστάσεως" έκανε μεγάλη προσπάθεια για να αναπτύξει την ελληνοτουρκική φιλία. [...]. Αλλά χρειάστηκε να περιμένει τη στρατιωτική επέμβαση στην Άγκυρα, στις 12 Μαρτίου 1971, για να πάρει ευμενή ανταπόκριση από την απέναντι όχθη. Έγινε πρώτα η δήλωση του Μετίν Τοκέρ, γαμπρού του Ισμέτ Ινονού, που ήρθε στην Αθήνα, στις 25 Μαΐου 1971. Έλεγε πως, κατόπιν της συναντήσεώς του με τον Παπαδόπουλο, ήταν πλέον πεπεισμένος ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός επιθυμούσε ειλικρινά την τουρκοελληνική φιλία. Άλλωστε, επρόκειτο να δημοσιεύσει στη Μιλιέτ, δηλώσεις του [...]

Οι δηλώσεις του Παπαδόπουλου δημοσιεύτηκαν πράγματι , στις 29 Μαΐου 1971. Από τις ερωτήσεις έβγαινε καθαρά ότι η πραγματοποίηση της συνομοσπονδίας εξαρτούνταν από δύο όρους: την ύπαρξη και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου ισχυρών κυβερνήσεων· και τη λύση του Κυπριακού. [...]. Όσο για το Κυπριακό, η γνώμη του "αρχηγού της ελληνικής επαναστάσεως", ήταν πως η λύση του δεν ήταν αναγκαίο προηγούμενο, διότι διαφορετικά θα κινδυνεύαμε, είπε, "να χάσουμε το πέταλο για το καρφί". Και πρόσθεσε: "Εγώ, προσωπικά, πιστεύω ότι η ιστορία μας οδηγεί προς μία ομοσπονδία της Τουρκίας με την Ελλάδα. Θα πραγματοποιηθεί ίσως σε 20 ή 50 χρόνια. Αλλά θα πραγματοποιηθεί. Πρέπει να δεχθούμε πως είμαστε μικρές χώρες. Εάν έχουμε την ένωση, τότε η δύναμή μας έναντι των μεγάλων χωρών δεν θα διπλασιαστεί απλώς, αλλά θα πολλαπλασιαστεί... Ο κ. Ερίμ πρέπει να γνωρίζει ότι αυτό που λέει ο κ. Παπαδόπουλος το πιστεύει και θα το κάνει... Δηλώνω κατηγορηματικά ότι θα κάνουμε αυτό που κηρύττουμε... Ήμουν στο κρεβάτι μου όταν το έμαθα (τον σεισμό του Μπινγκέλ στην ανατολική Τουρκία). Η πρώτη σκέψη υπήρξε... με ποιον τρόπο η Ελλάς θα μπορούσε να βοηθήσει την Τουρκία στη δύσκολη αυτή στιγμή. Πιστέψτε με, δεν επρόκειτο περί απλής ανθρωπιστικής στάσεως, αλλά διότι η Τουρκία είχε κτυπηθεί». Από το βιβλίο του Δημήτρη Κιτσίκη, Ιστορία του ελληνοτουρκικού χώρου (1928-1973), σσ. 305-307. Εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα.

© 2017 Το Κοινωνικό-πολιτικό blog . Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε