ΠΡΩΙΜΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ

2019-09-19

Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει για την φεουδαρχία και για τον καπιταλισμό στην Ελλάδα ;

Τι ακριβώς σημαίνουν όμως και πότε μπορούμε να μιλάμε για φεουδαρχία και καπιταλισμό και μήπως μπορούμε να διακρίνουμε στον καπιταλισμό ένα πρωταρχικό στάδιο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά πού να προσιδιάζουν σε αυτό;

Η φεουδαρχία ήταν ένα κλειστό ολοκληρωμένο παραγωγικό- καταναλωτικό σύστημα πού σημαίνει ότι η παραγωγή δεν πηγαίνει προς την αγορά αλλά αυτή πηγαίνει στην εξυπηρέτηση των αναγκών των δουλοπάροικων και των φεουδαρχών.

Σε ένα φέουδο ο κάθε δουλοπάροικος κρατάει ένα τμήμα της παραγωγής για την επιβίωση την δική του και της οικογένειας του και το υπόλοιπο το δίνει στον φεουδάρχη.

Στην ύστερη εποχή του φεουδαρχισμού χρησιμοποιούνται οι εγχρήματες συναλλαγές.

Ερχόμαστε στον καπιταλισμό.

Ποιο είναι το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του κοινωνικοοικονομικού συστήματος;

Μήπως είναι το χρήμα; Υπήρχε στην αρχαιότητα, μήπως η αγορά; υπήρχε και αυτή από τότε, μήπως η βιοτεχνία; υπήρχε και αυτή ,μήπως η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής; όλη η γή ανήκε στον σουλτάνο.

Το κύριο χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι η γενικευμένη μισθωτή εργασία.

Τι εννοούμε μιλώντας για τον πρώιμο καπιταλισμό και για ποιο λόγο εισαγάγουμε αυτή την έννοια;

Πρώιμο καπιταλισμό εννοούμε μία κοινωνία πού είναι ακόμα αγροτική αλλά έχει απελευθερωθεί από τα φεουδαρχικά δεσμά. Δηλαδή δεν υπάρχει φεουδάρχης και η παραγωγή πηγαίνει στην αγορά ντόπια ή ξένη.

Χαρακτηριστικά της γνωρίσματα το χαμηλό ποσοστό της μισθωτής εργασίας επί του ενεργού πληθυσμού και η χαμηλή συνεισφορά του δευτερογενούς τομέα της παραγωγής σε σχέση με την αγροτική οικονομία στο ΑΕΠ.

Όταν αναφερόμαστε στην μισθωτή εργασία λαμβάνουμε υπόψη και τον τριτογενή τομέα.

Την εισαγάγουμε σαν έννοια επειδή μπορεί να μας δώσει μια πιο ακριβή ιστορική εξέλιξη του καπιταλισμού.

Στις αρχές του 20ου αιώνα το ποσοστό των μισθωτών στον ενεργό πληθυσμό είναι στη Μεγάλη Βρετανία 80%.

Στις ΗΠΑ 68%, το 1900, 66% στη Γερμανία το 1902, 58% στη Γαλλία το 1911.

Ο αγροτικός πληθυσμός των ΗΠΑ ήταν 51% το 1870 και 32% το 1910, της Αγγλίας και της Ουαλλίας 15% το 1871 και 9% το 1901, της Γαλλίας 43% το 1866 και 33% το 1901.

Εδώ βλέπουμε ότι αυτές οι τέσσερις μεγάλες δυνάμεις ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα είχαν ξεπεράσει τον πρώιμο καπιταλισμό και είχαν εισέλθει στην κύρια φάση του.

Ας δούμε τώρα τι ακριβώς συνέβη στην ελλάδα.

Το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν του Ελληνικού Βασιλείου, από την Απελευθέρωση μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ήταν η σταφίδα, η οποία, μέχρι το 1880, κάλυπτε περισσότερο από το 50% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της χώρας και κατά τη δεκαετία του 1880 ξεπέρασε το 60%. Η ζήτηση στην ευρωπαϊκή αγορά ήταν μεγάλη και η Ελλάδα φάνταζε ως μονοεξαγωγική χώρα, που συμμετείχε στη διεθνή οικονομία μόνο με αυτό το προϊόν.

...Αρχικά, οι ρίζες της σταφιδικής κρίσης εντοπίζονται πίσω στο 1871, με την αγροτική μεταρρύθμιση του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κουμουνδούρου και τη διανομή των εθνικών γαιών σε Έλληνες ακτήμονες γεωργούς. Συγκεκριμένα, διανεμήθηκαν 2.650.000 στρέμματα, με χαμηλές καταβολές, σε 357.217 κλήρους, συνολικής αγοραστικής αξίας 90 εκατομμυρίων δραχμών. Επειδή όμως οι κλήροι που διατέθηκαν ήταν μικροί, αλλά και το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών, νέων και παλαιών, ήταν μικροϊδιοκτήτες, οι νέοι καλλιεργητές στράφηκαν σε εντατικές καλλιέργειες, που απαιτούσαν μικρές εκτάσεις και απέφεραν αξιόλογα κέρδη, όπως οι ελιές και κυρίως η σταφίδα. Όσον αφορά τη σταφίδα, αποτελούσε το σπουδαιότερο αγροτικό προϊόν της Πελοποννήσου. Συγκεκριμένα, η μεγαλύτερη παραγωγή σημειωνόταν στη βόρεια και δυτική Πελοπόννησο. Η Μεγάλη Βρετανία υπήρξε η χώρα με τη μεγαλύτερη ζήτηση κορινθιακής σταφίδας, και η συντριπτική πλειοψηφία της εξαγόμενης σταφίδας από την Ελλάδα, κατέληγε στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ ένα μικρό μόνο ποσοστό της παραγωγής διοχετευόταν στην ελληνική αγορά. Μάλιστα, η ποιότητα της ελληνικής σταφίδας ήταν από τις καλύτερες. Συνεπώς, η καλλιέργεια και το εμπόριο σταφίδας ενίσχυσε σημαντικά την ελληνική οικονομία, αλλά και τις σταφιδοπαραγωγές περιοχές ειδικότερα.

...Ωστόσο, τη μεγαλύτερη λύση στη σταφιδική κρίση φαίνεται να την έδωσε η μετανάστευση μεγάλου αριθμού σταφιδοπαραγωγών στην Αμερική, κι έτσι λύθηκε ένα ζήτημα που επέφερε μεγάλη αναταραχή και οικονομική κρίση στην Ελλάδα για μία δεκαετία, η οποία χαρακτηρίστηκε από πτώχευση και έναν αποτυχημένο ελληνοτουρκικό πόλεμο.

https://www.offlinepost.gr

Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, το 1832, κυρίαρχη παραγωγική μονάδα στην αγροτική οικονομία ήταν ο μικρός ελεύθερος κλήρος και όχι η εκτεταμένη γαιοκτησία φεουδαρχικού τύπου (με εξαίρεση ορισμένα τσιφλίκια στην Αττική και τη Βοιωτία).

Στα παραπάνω αποσπάσματα βλέπουμε μία ελλάδα αγροτών, μικροϊδιοκτητών πού πουλάγανε τα προϊόντα τους  στην αγορά , ξένη και ντόπια.

Έτσι δεν υφίσταται φεουδαρχία. Κατόπιν βέβαια με την επέκταση της ελλάδας έχουμε το πρόβλημα των τσιφλικιών το οποίο λύθηκε με την αναδιανομή της γής στους ακτήμονες και πρόσφυγες της Μικράς Ασίας.

Στο τέλος διαβάστε ένα άρθρο για την φεουδαρχία στην ελλάδα επί της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η βιομηχανική απογραφή που πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1930, αποτελούσε ένα είδος απολογισμού της προόδου που σημείωσε η ελληνική βιομηχανία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1920-1930.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής, το 1930 λειτουργούσαν 67.892 βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις που απασχολούσαν 232.763 άτομα. Σε σύγκριση με το 1920, οι βιομηχανικές μονάδες είχαν διπλασιαστεί, ενώ το απασχολούμενο προσωπικό είχε αυξηθεί μόλις κατά 58%.

Η λήξη του εμφυλίου πολέμου το 1949 άφησε σωρούς ερειπίων στην Ελλάδα. Δέκα έτη πολεμικών συγκρούσεων είχαν αφήσει πίσω περισσότερους από ένα εκατομμύριο νεκρούς, εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπισμένους, εκτεταμένες καταστροφές στις βασικές υποδομές, υποσιτισμό, υπερπληθωρισμό, κατάρρευση

του νομισματικού και τραπεζικού συστήματος, φτώχεια και μαζική ανεργία.

Η περίοδος 1961-1973 υπήρξε, έτσι, η ταχύτερη φάση εκβιομηχάνισης στην ελληνική ιστορία. Η παραγωγική δομή της χώρας άλλαξε και προσέγγισε σημαντικά τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες. Συνολικά, η βιομηχανία υπερ-τετραπλασίασε το ακαθάριστο προϊόν της και αύξησε τη συμβολή της στο ΑΕΠ από 25% το 1961 σε 33% το 1973. Η βιομηχανική απασχόληση πέρασε από το 18% στο 28% της συνολικής απασχόλησης στη χώρα. Η παραγωγικότητα σχεδόν τριπλασιάστηκε και οι επενδύσεις εξαπλασιάστηκαν σε αξία.

Η εξωτερική μετανάστευση επιτάχυνε δραματικά την τομεακή αναδιάρθρωση της οικονομίας. Οι αγρότες μειώθηκαν κατά 1961 και 1971 κατά 700.000 άτομα, περνώντας από 56% στο 39% του ενεργού πληθυσμού της χώρας.

Η περίοδος 1961-1973 υπήρξε λοιπόν η εποχή των μεγάλων αλλαγών: «Τα οικονομικά και κοινωνικά μεγέθη άλλαξαν με πρωτοφανή ρυθμό για τα μέχρι τότε δεδομένα. Τα περισσότερα από αυτά αυξήθηκαν: η παραγωγή-ιδίως η βιομηχανική, οι υπάλληλοι, οι εργάτες, οι μετανάστες, οι φοιτητές, οι κάτοικοι των πόλεων, οι οικοδομές, τα αγροτικά μηχανήματα. Κάποια άλλα μειώθηκαν: οι κάτοικοι της υπαίθρου και των ορεινών περιοχών, οι εργάτες γης, οι ανήλικοι εργαζόμενοι, η αυτοκατανάλωση.

Έτσι, η συμμετοχή της γεωργίας στη διαμόρφωση του ΑΕΠ έπεσε από το 28,5% του 1950 στο 18,5% το 1970, ενώ η αντίστοιχη συμμετοχή του δευτερογενούς τομέα αυξήθηκε από 26,5% σε 48,7% στη διάρκεια της ίδιας περιόδου.

Ο αγροτικός πληθυσμός μειώθηκε από το 47,5% του συνολικού πληθυσμού της χώρας το 1951 στο 35,2% το 1971. Αντίστοιχα ο αστικός πληθυσμός αυξήθηκε από 37,7% το 1951 σε 43,3% το 1961 και σε 53,2% το 1971 τροφοδοτώντας την εκρηκτική ανάπτυξη της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

9.4 Το οικονομικό καθεστώς της περιόδου 1953-73

Στις αρχές της δεκαετίας του '50, ο αγροτικός τομέας είχε δεσπόζουσα θέση στην ελληνική οικονομία και η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της χώρας ζούσε σε χωριά και κωμοπόλεις κάτω των 10.000 κατοίκων. Η αγροτική παραγωγή αντιπροσώπευε περίπου το 30% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και απασχολούσε το 58% του οικονομικώς ενεργού πληθυσμού. Στις υπηρεσίες αναλογούσε περίπου το 50% του ΑΕΠ και το 25% της συνολικής απασχόλησης. Το μερίδιο στο ΑΕΠ του ευρύτερου βιομηχανικού τομέα (που συμπεριλαμβάνει μεταποίηση, ενέργεια, κατασκευές και ορυχεία) ήταν μόλις 20% και το μερίδιό του στην απασχόληση 18%. Η μεταποιητική βιομηχανία καθ' εαυτή αποτελούνταν, κατά κύριο λόγο, από κλάδους της λεγόμενης «ελαφράς» βιομηχανίας.

Το 1973, η παραπάνω εικόνα είχε αλλάξει. Μεταξύ 1950 και 1973, το ΑΕΠ κατά κεφαλή (σε σταθερές τιμές) είχε περίπου τετραπλασιαστεί. Η ελληνική οικονομία κυριαρχούνταν πλέον από τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες και η πλειονότητα των κατοίκων της χώρας ζούσε πια στις πόλεις. Στα αρχές της δεκαετίας του '70, το ποσοστό του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ είχε περιοριστεί στο 16% και το ποσοστό του στην συνολική απασχόληση κοντά στο 40%. Η συρρίκνωση του «ειδικού βάρους» του αγροτικού τομέα στην οικονομία δεν οφείλονταν στο ότι αυτός είχε πάψει να αναπτύσσεται. Στην περίοδο 1950-73, ο αγροτικός τομέας σημείωσε ταχείς, σε σχέση με το παρελθόν, ρυθμούς μεγέθυνσης. Η μείωση των μεριδίων του οφείλονταν στο ότι οι άλλοι δυο τομείς αναπτύσσονταν ταχύτερα. Η βαθιά διαρθρωτική αλλαγή της περιόδου 1950-73 ήταν η αύξηση του «ειδικού βάρους» του ευρύτερου βιομηχανικού τομέα. Το μερίδιο του το 1973 έφτασε να αντιπροσωπεύει το 35% του ΑΕΠ και απασχολούσε το 27% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΤΡΩΝΗΣ

Ελληνική Οικονομική Ιστορία

Οικονομία, Κοινωνία και Κράτος στην Ελλάδα

(18ος-20ος αιώνας)


Σχηματικά έχουμε.

Την επανάσταση του 1821 πού αποτίναξε τα φεουδαρχικά δεσμά.

Την εξάρτηση από τις ξένες δυνάμεις και ειδικά από την Αγγλία.

Τα δάνεια πού υποθήκευσαν τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας.

Λόγω της εξάρτησης και των δανείων έχουμε την επί μακρό παράταση του πρώιμου σταδίου του καπιταλισμού, στην δεκαετία του 1960 μπαίνει η χώρα μας στο καθαυτό στάδιο του καπιταλισμού.

Μαζί με τον στρεβλό της χαρακτήρα λόγω της εξάρτησης.


H ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

03 Ιούνιος 2014

Τουτούνης Ηλίας

Ο αντικειμενικός σκοπός της αναδρομής στο παρελθόν είναι για να δώσω μια εικόνα της περιουσιακής κατάστασης της Ελλάδας κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, αλλά και στοιχεία για την σκληρή φορολογία που επιβάλλονταν στους Έλληνες, ακόμη και την σχέση των τότε φόρων με τους σημερινούς.

Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453, ο Μωάμεθ ο δεύτερος προχώρησε και κατέλαβε τα Βαλκάνια και στη συνέχεια στράφηκε κατά της Ελλάδας, η οποία όχι μόνο δεν πρόβαλε αντίσταση σε πολλά τμήματά της, αλλά οι Έλληνες βοήθησαν τους Τούρκους να απαλλαχθούν από τα δεινά των Φράγκων, οι οποίοι τους χρησιμοποιούσαν σαν απλήρωτους δούλους. Οι Φράγκοι διαλυμένοι και αυτοί μετά την πτώση της στρατιωτικής δύναμης και της ηθικής διαφθοράς του λαού τους, αναγκάστηκαν να παραδώσουν στην Τουρκική διοίκηση ότι επί διακόσια (200) περίπου χρόνια είχαν αρπάξει δια της βίας από τον Ελληνικό πληθυσμό. Δεν παραχώρησαν όμως στην Τουρκική διοίκηση τις εκτάσεις που κατείχε ο Ελληνικός πληθυσμός και ιδιαίτερα τις εκτάσεις που κατείχαν τα Ελληνικά χωριά, και οι οικισμοί.

https://users.sch.gr/fstav/turco/ottoman_tortures2.jpg

Η Τουρκική κατάκτηση δεν ανέτρεψε τη βάση των υπαρχουσών κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των υποδούλων και κατακτητών, προσαρμόζει όμως αυτές τις ιδιομορφίες της Τουρκικής αντίληψης για την εκμετάλλευση των εκτάσεων που περιήλθαν στην κατοχή της από τους Φράγκους οι οποίες κατά τον Τουρκικό νόμο ανήκαν πλέον στο Τουρκικό κράτος.

Η Τουρκία, παρότι κατά τον Τουρκικό νόμο, όλες οι εκτάσεις που καταλαμβάνονταν με πολέμους αποτελούσαν περιουσία του Σουλτάνου, δεν έθιξε τις παρά των Ελλήνων κατεχόμενες ιδιοκτησίες, περιορισθείσα μόνο να εισπράττει φόρο. Ειδικότερα ως προς τους βοσκότοπους και τις καλλιεργήσιμες περιοχές, που είχαν τα Ελληνικά χωριά και συνοικισμοί, όχι μόνο δεν τους έθιξε αλλά με νόμο προστάτευσε και αναγνώρισε τους κατοίκους κάθε συνοικισμού αποκλειστικούς κυρίους των παρά' εκάστου συνοικισμού κατεχομένων από αιώνων εκτάσεων δια των άρθρων 44 - 102 του Ν. της 2 ΡΑΜΑΖΑΝ 1274 περί γαιών και τους συνοικισμούς ως νομικά πρόσωπα.

Εκείνο όμως που είναι περίεργο, είναι ότι η Τουρκική διοίκηση δεν έθιξε τις ιδιοκτησίες τις κατεχόμενες παρά των ιδιωτών και παρά των Ελληνικών χωριών, αγρών, και βοσκοτόπων παρ' ότι βάσει του Οθωμανικού δικαίου (πάσα χώρα απίστων πολέμω αλωθείσα υπό του Ιμάχη ή Χαλίφου των πιστών, διανέμεται εις τους πιστούς, μετά την αφαίρεση του νομίμου πέμπτου, ή αναγνωρίζεται η έπ' αυτής εξουσία των κατοίκων επί πληρωμή κεφαλικού φόρου δια τα άτομα και εγγείου φόρου δια τας γαίας). Κατ' εφαρμογή του Οθωμανικού τούτου νόμου, στην Ελλάδα τουλάχιστον η Τουρκική διοίκηση προτίμησε αντί να ιδιοποιηθεί τις περιουσίες των Ελλήνων, την πληρωμή του κεφαλικού φόρου και τα κτήματα έμειναν στα χέρια τους.

https://users.sch.gr/fstav/turco/athens-bazaar.jpg

Μετά και την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους, σύμφωνα με την τουρκική νοοτροπία, ο σουλτάνος ήταν ο εκπρόσωπος του θεού, κυρίαρχος κάθε κτηματικής περιοχής, αρμόδιος να παραχωρήσει τα χτήματα αυτά ή μέρος, όπως και όπου ήθελε. Για ν' ανταμείψει λοιπόν τους αξιωματούχους του, για τις στρατιωτικές υπηρεσίες που του προσέφεραν, μοίρασε τις εκτάσεις. Κατά το στρατιωτικό φεουδαρχικό σύστημα, τα κτήματα χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με την απόδοσή τους.

Οι κατηγορίες ήταν οι εξής:

α) Τα Κάς - Μεγάλα κτήματα που έδιναν εισόδημα το χρόνο πάνω από 100.000 άσπρα.

β) Τα ζιαμέτια -Μικρότερα κτήματα που έδιναν εισόδημα το χρόνο πάνω από 20.000, έως 100.000 άσπρα

γ) Τα Τιμάρια - Κτήματα που έδιναν εισόδημα το χρόνο κάτω από 20.000 άσπρα.

Όσοι κατείχαν μία από τις πιο πάνω κατηγορίες κτημάτων, ήσαν υποχρεωμένοι να δίνουν ένα στρατιώτη, ανά 3.000 - 6.000 άσπρα.

Αυτή ήταν η μονάδα μέτρησης της δυναμικότητας και της αξίας των κτημάτων, γνωστή με την ονομασία κιλίτζ ή σπαθί. Τα φέουδα στις κατηγορίες αυτές υπολογίζονταν σε αντίστοιχη έκταση:

Ζιαμέτια άνω των 2.500 στρεμμάτων.

Τιμάρια άνω των 1.530 έως 2.500 στρεμμάτων.

Στον Μοριά υπολογίζεται το σύνολο των φεουδαλικών μονάδων (κιλίτζ, τιμάρια) σε 1.442, σ' ολόκληρο τον Μοριά ήσαν 1.874.600 στρέμματα γης.

Τα Κας παραχωρούνταν στους πασάδες.

Σπαϊλίκια, ονομάζονταν συνήθως τα τιμάρια και τα ζιαμέτια. Τα κτήματα που ήσαν αφιερωμένα στην Υψηλή Πύλη ονομάζονταν Βακούφια. Οι ιδιωτικές ιδιοκτησίες των Τούρκων ήσαν γνωστές με την ονομασία τσιφλίκια.

Επίσης σπουδαίο είναι, ότι η Τουρκική διοίκηση δεν έθιξε τις εκτάσεις που ανήκαν στην εκκλησία, ως επίσης και τις ορεινές εκτάσεις που κατείχαν Ελληνικά χωριά και συνοικισμοί. Οι νέες αυτές σχέσεις, επέτρεψαν ώστε μεγάλες εκτάσεις να παραμείνουν στα χέρια των Ελλήνων γαιοκτημόνων, που ανέπτυξαν στενούς δεσμούς με τον κατακτητή και το καθεστώς τους.

Για την καλύτερη εξυπηρέτηση της διοίκησης ο βαλής (πασάς) περιστοιχιζόταν από ανώτερους υπαλλήλους, οι οποίοι διεκπεραίωναν την αλληλογραφία της Πύλης και τα αναφυόμενα θέματα στο πασαλίκι. Οι υπάλληλοι ήσαν:

Ο ρεϊζ εφένδης (αρχιγραμματέας)

Ο μουφτής (θρησκευτικός αρχηγός)

Ο δεφτέρ κεχαγιάς (φοροτεχνικός υπάλληλος)

Ο μουκαπελετζής, ο οποίος κρατούσε τα κατάστιχα του κτηματολογίου με τα οροθέσια των βιλαετιών.

Οι Τούρκοι ενδιαφέρονταν ως επί το πλείστον για την είσπραξη των φόρων. Επειδή ήσαν αγράμματοι, αλλόγλωσσοι και αλλόθρησκοι αγνοούσαν την κατάσταση του κάθε τόπου και άφησαν τα από της Φραγκοκρατίας Κοινοτικά Συμβούλια των Ελλήνων σε κάθε χωριό και κατέστησαν αυτά υπεύθυνα για την είσπραξη των φόρων.

Τοιουτοτρόπως οι επίσημοι κάθε χωριού εξέλεγαν δυο δημογέροντες. Τούτους διόριζαν και αυτοί οι Τούρκοι και μάλιστα κληρονομικά διότι λάμβαναν παρά αυτών δώρα.

Πολλές φορές φόνευαν αυτούς για να τους αρπάξουν τυχόν αποκτηθείσα περιουσία από την παρακράτηση των φόρων, την οποία την αποκτούσαν και πάλι διόριζαν τα παιδιά των σκοτωμένων για να μην έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία των σκλαβωμένων.

Η αγριότερη καταπίεση ήταν η οικονομική (φόροι), και εκφραζόταν μέσα από τους κοτζαμπάσηδες. Ο Απόστολος Παπαγιαννόπουλος στο βιβλίο του «Οι δυνάστες του Ελληνικού λαού στην προεπαναστατική Ελλάδα», μεταξύ άλλων αναφέρει ότι Γάλλος περιηγητής της εποχής περιγράφει με φανερή κατάπληξη τους δυσβάστακτους φόρους και εισφορές των Ελλήνων προς τους δυνάστες τους, χωρίς φυσικά να υπολογίζει τις αρπαγές, τις ληστείες και τις πειρατείες που ξεγύμνωναν τακτικά ολόκληρες επαρχίες.

Κύριος φόρος ήταν ο κεφαλικός φόρος, το ονομαστό «χαράτσι», που πλήρωναν όλοι οι άνδρες από 15 χρονών και πάνω. Ο Μοριάς πλήρωνε περίπου 20.000 χαράτσια, γεγονός που προϋποθέτει έως 100.000 ψυχές, υπολογίζοντας στα τέσσερα κεφάλια, το ένα κεφάλι ήταν υπόχρεο για χαράτσι. Ήταν υπόχρεοι όλοι οι κάτοικοι από δεκαπέντε ετών και άνω να πληρώνουν το χαράτσι. Όταν ο πατέρας κάποιου ραγιά ήθελε να ξεγελάσει τους φοροεισπράκτορες, εκείνοι μετρούσαν το κεφάλι του παιδιού με ένα σχοινί, που τους χρησίμευε σαν οργιά, καθώς είχαν την δυνατότητα να το κοντύνουν και να το μακρύνουν καθώς εκείνοι ήθελαν. Ο ραγιάς είχε πάντοτε άδικο. Οι φοροεισπράκτορες ήταν άνθρωποι εξασκημένοι σε τέτοιο βαθμό, ώστε μπορούσαν να διαβάζουν την οικονομική κατάσταση κάθε ανθρώπου στην φυσιογνωμία του. Ποτέ δεν τους διέφευγε ούτε ένας ραγιάς, αλλά και ποτέ δεν ζητούσαν από το ίδιο άτομο το χαράτσι. Το ύψος του χαρατσιού ποικίλει ανάλογα με τον πλούτο. Η λέξη παραμένει ακόμη στην καθημερινή μας ομιλία σαν οικονομική καταδυνάστευση ή ληστεία όταν γίνεται από το κράτος ή από τους φορείς. Ο Νίκος Σβορώνος στο βιβλίο του η «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», αναφέρει ότι η λέξη προέρχεται από το αρχαίο Αραβικό djizya.

Για να συντηρηθεί ο Τουρκικός στόλος εκτός από την υποχρεωτική θητεία των κατοίκων των νησιών στα καράβια του Καπουδάν -Πασά, οι νησιώτες πλήρωναν το ειδικό φόρο τον ονομαστό «κουρέκ ακεσσί» και μάλιστα σε μια δόση.

Για να συντηρηθούν οι κρατικές εγκαταστάσεις και οι δαπάνες των ανακτόρων του Σουλτάνου, ο Ελληνικός λαός πλήρωνε ειδικό φόρο το ονομαστό «σουφράτ», εξ' ου παραμένει μέχρι και σήμερα στην καθομιλουμένη «τα σούφρωσες», δηλαδή τα έκλεψες, τα καταχράστηκες, τα τσέπωσες.

Επίσης το αυτό σύμβαινε και για την συντήρηση του Σουλτανικού ιππικού, με τον φόρο «αβέ ακεσσί».

Ο πιο απάνθρωπος στην πανανθρώπινη ιστορία ήταν ασφαλώς το «ντεβισσιρμέ» δηλαδή (παιδομάζωμα), με το οποίο οι Τούρκοι στρατολογούσαν τα παιδιά των ραγιάδων. Το παιδομάζωμα γινόταν ανάμεσα σε αγόρια Ελλήνων τα οποία τα ονόμαζαν «ατζέμ ογλάν». Αυτή η στρατολογία ξεκίνησε στην αρχή με συχνότητα κάθε πέντε (5) χρόνια, για να φθάσει να γίνεται κάθε χρόνο (πληροφορίες από το βιβλίο του Α. Βακαλόπουλου, «Νέα Ελληνική Ιστορία»).

Κάθε γενίτσαρος είναι Τούρκος στρατιώτης, ένας γενίτσαρος μπορούσε να παντρευτεί μια γυναίκα και ν' αποκτήσει δυο παιδιά. Στον Μοριά μπορούσαν να στρατολογήσουν 16.000 Γενίτσαροι. Στα μητρώα των ορτάδων (τάγματα γενιτσάρων), περιλαμβάνονταν εγγεγραμμένοι 13.000 Γενίτσαροι και κάθε γενίτσαρος έγραφε στον κατάλογο κάθε αρσενικό παιδί που έφερνε στον κόσμο.

Στα λιμάνια πληρώνονταν τελωνειακό δικαίωμα στους Τούρκους και στις εμπορικές συναλλαγές, τα «ζυγιστικά».

Ακόμα πληρώνονταν δικαιώματα βοσκής, ειδικοί φόροι από τους δραγάτες, τους μεταξοπαραγωγούς, ασβεστάδες, κεραμιδάδες, μελισσοπαραγωγούς, σαπουνάδες, δερματάδες, ξυλουργούς, σιδηρουργούς, μπακάληδες κ.λ.π.

Άλλοι φόροι επίσης ήταν το «πεταμάλ», σύμφωνα με τον οποίο, αν κάποιο πρόσωπο πέθαινε χωρίς απογόνους, η περιουσία του θα πήγαινε στον Τούρκο τοπικό διοικητή - βοεβόδα.

Άλλος φόρος ήτανε το «ταπί», σύμφωνα με τον οποίο, πληρωνόταν φόρος από την οικογένεια όποιου πέθαινε και δεν άφηνε αρσενικό απόγονο. Σήμερα μας έχει μείνει η παροιμιώδεις έκφραση «Μας άφησε ταπί και ψύχραιμους», ή «έμεινα ταπί».

Ένας άλλος φόρος ήταν το «αλατιάτικο», που ήταν το δικαίωμα πάνω στην παραγωγή του αλατιού.

Το νίτρο, βασικό συστατικό της μπαρούτης επί τουρκοκρατίας λεγόταν τσιβερτιζλέ (ς) είναι λευκή κρυσταλλική ουσία που μοιάζει με ζάχαρη, σαν ορυκτό βρίσκεται στην Αίγυπτο, την Περσία (Ιράν) και στις Ινδίες.

Στην Ελλάδα παράγονταν από την κοπριά των αιγοπροβάτων, μετά από ειδική διαδικασία.

Οι Τούρκοι εκμεταλλεύονταν τα αποθέματα ορυκτού νίτρου των επαρχιών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, για να βγάζουν το αναγκαίο για την παραγωγή μπαρούτης νίτρο. Για την αγορά του νίτρου που θα κάλυπτε τις ανάγκες τους, είχαν μάλιστα επιβάλει σε πολλές περιοχές ειδικό φόρο, τον «γκιουχερτζιλέ αχτσεσί». Η πληρωμή αυτού του φόρου στους Έλληνες προκαλούσε φρίκη διότι με τον φόρο τους και το υστέρημά τους χρησίμευε για την καταστροφή τους.

Το «πανιάτικο», ήταν ο φόρος για τα καραβόπανα των πλοίων του Τουρκικού στόλου. Πάλι η παροιμιώδης φράση έχει μείνει και αυτή «Έμεινα πανί με πανί».

Για να έχεις το δικαίωμα να παντρευτεί κάποιος έπρεπε να πληρώσει ένα φόρο τον ονομαζόμενο «νιγιαμπέτ», διαφορετικά ο γάμος κρινόταν άκυρος και επιβάλλονταν πρόστιμο το πενταπλάσιο του «νιγιαμπέτ».

Ο φόρος το «φονικό» ήταν όταν κάποιο μέλος της οικογένειας πέθαινε από ατύχημα, η οικογένεια ήταν υποχρεωμένη να πληρώσει το «φονικό φόρο».

Δικαίωμα φορολόγησης είχε η Τουρκική εξουσία για την σφαγή των ζώων τα ονομαστά «σφαχτικά», ακόμη επικρατεί σήμερα η έκφραση όταν πληρώνει κάποιος υπερβολικά για κάποιο αντικείμενο «Μ' έσφαξε στην τιμή».

Φορολογία «ωνίων» πάνω στα γεωργικά προϊόντα που ήταν μια εξοντωτική άμεση φορολογία για τους Έλληνες αγρότες. Κάθε παραγωγή σιταριού, κριθαριού, σίκαλης, βρώμης, καλαμποκιού, λαχανικών, μπαμπακιού, μαλλιών, κατραμιού, βελανιδιού, ρετσινιού, καπνών, μεταξιού, παστών, ψαριών, δερμάτων, κρασιού, γάλακτος κ.λπ.

Ο φόρος επί της γης, γνωστός με το όνομα «μιρί» πληρώνονταν σε είδος και η αναλογία του ήταν καθορισμένη, ήταν η δεκάτη.

Ο φόρος αυτός είχε το σύστημα της «δεκάτης» ή το «δέκατο», υπέρ των Τούρκων. Οι φόροι πάνω στην κατανάλωση είναι πιο καινούργιοι. Οι αρχαιότεροι χρονολογούνται από την περίοδο της βασιλείας του Αβδούλ - Χαμίτ. Οι άλλοι καθιερώθηκαν στην Ελλάδα, όπως και σ' όλη την αυτοκρατορία, από την περιώνυμη επιτροπή, την γνωστή με τ' όνομα «Νιζάμ Τζεντίτ».

Επίσης μεγάλο φόρο πλήρωναν οι Έλληνες μυλωνάδες, και οι κατέχοντες ελαιοτριβεία, ο φόρος αυτός λεγόταν «αξάι, ή ξάι ή ξάγι», ο οποίος επικρατεί μέχρι και σήμερα και ήταν το δέκα επί τοις εκατό του λαδιού, σημειωτέον ότι πέρα από το δικαίωμα που είχαν οι ελαιοτριβείς και οι μυλωνάδες από τους πελάτες τους έπρεπε να κρατούν και τον φόρο του Τούρκου, ιδιοκτήτη ή υπέρ του Τουρκικού κράτους. Στους μύλους πολλές φορές οι αγάδες έπαιρναν την χελιδόνα (εξάρτημα του μύλου που χωρίς αυτό δεν μπορούσε να λειτουργήσει ο μύλος) και το έδιναν στους μυλωνάδες όταν αυτοί ήθελαν και μπορούσαν να παρακολουθήσουν την άλεση των σιτηρών.

Όταν οι αγρότες δούλευαν σε κτήματα φεουδάρχη (Τούρκου ή Έλληνα) πλήρωναν και το «δέκατο» της ακαθάριστης συγκομιδής και το μισό του υπολοίπου, αφού έβγαιναν τα πρώτα τα έξοδα.

Παρόμοιο σύστημα ήταν το «τριτάρικο». Ενώ το «γεώμορο» ή «γέμπορο» ήταν η αποκοπή όπου ήταν το πιο διεφθαρμένο σύστημα με το οποίο οι γαιοκτήμονες εκμεταλλεύονταν τον υπόδουλο λαό.

Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι οι υπόδουλοι δεν καρπώνονταν ποτέ το πλεόνασμα των καλών σοδειών των εκτάσεων που καλλιεργούσαν, πράγμα που θα τους έδινε τη δυνατότητα να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις της καλής σοδειάς, αναπροσαρμοζόντανε οι φορολογίες ή επιβαρύνονταν με πρόσθετα ποσοστά σε βάρος των υπόδουλων λαών, που προέκυπταν από την ενοικίαση των προσόδων στους ντόπιους άρχοντες, τους κοτζαμπάσηδες.

Με σουλτανικούς νόμους επετράπη στους χωρικούς, όχι βέβαια η ιδιοκτησία της γης αλλά η κατοχή και χρησιμοποίησής της. Σε αντάλλαγμα του δικαιώματος αυτού που το είχαν σχεδόν χάσει οι αγρότες στα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, όφειλαν οι καλλιεργητές να καταβάλλουν ορισμένους φόρους. Πριν όμως δούμε ποιοι ήταν αυτοί οι υποχρεωτικοί φόροι ας σταθούμε για λίγο στην ίδια την πηγή της φοροδοτικής ικανότητας, δηλαδή στη γη.

Ποιο λοιπόν ήταν το σύστημα της γαιοκτησίας τα χρόνια εκείνα, σε ποιους, με άλλα λόγια ανήκε η γη των τουρκοκρατούμενων περιοχών;

Η γη αυτή εθνικοποιήθηκε, περιήλθε δηλαδή ολόκληρη στο κράτος, κάθε ατομική ιδιοκτησία σε ακίνητα καταργήθηκε με δυο εξαιρέσεις:

α) τα «μούκκια».

β) τα «βακούφια», γαίες που ανήκαν στα μοναστήρια και στις εκκλησίες.

Λόγω της μορφολογίας του εδάφους της ηπειρωτικής κυρίως Ελλάδας και των μεγάλων ορεινών όγκων που την διατρέχουν αλλά και των μεγάλων αποστάσεων, πολλές φορές, μεταξύ δυο χωριών ανέκυπταν ζητήματα ασφαλείας των συγκοινωνιών. Η Τουρκική διοίκηση όριζε ειδικούς πασάδες για τον έλεγχο των δρόμων και των περασμάτων στρατηγικής σημασίας. Αυτοί οι πασάδες διορίζονταν σαν γενικοί επόπτες των δρόμων «Ντερβεντάτ Ναζήρ». Στην Πηνεία «ντερβεντάτ ναζήρ» είχαμε πάνω από το σημερινό οικισμό Ροδιά όπου βρισκόταν ο εγκαταλειμμένος οικισμός «Αναζήρι».

Ένας μεγάλος βραχνάς, πέραν των Τούρκων, ήταν και οι κοτζαμπάσηδες.

Οι κοτζαμπάσηδες όλοι ασχολούταν με το εμπόριο, νοίκιαζαν τους φόρους και είχαν ταχτική συναλλαγή και συνεργασία με τους Τούρκους. Κι αφού πλούτισαν έγιναν όλοι ισχυροί. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους κοτζαμπάσηδες ήταν μεγάλος.

Οι καταπιέσεις φυσικά γίνονταν μεγαλύτερες, όσο οι φόροι αυξάνονταν. Οι κοτζαμπάσηδες κάθε τόσο επιβάρυναν τους φτωχούς χωριάτες με έκτακτα δοσίματα για έξοδα, που έκαναν οι ίδιοι για την εξαγορά της φιλίας ισχυρών Τούρκων για τους Βεκίληδες, τους αντιπροσώπους δηλαδή που έστελναν στην Κωνσταντινούπολη.

Έτσι ο υπόδουλος λαός δεν είχε ποτέ την δυνατότητα να σηκώσει κεφάλι, οι φτωχοί περνούσαν πάντοτε χωμένοι μέσα στην φτώχεια. Ενώ οι πλούσιοι (εδώ εννοείτε οι κοτζαμπάσηδες) και επί τουρκοκρατίας περνούσαν αρχοντικά, αλλά και μετά την απελευθέρωση).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

-(«Η οικονομική άνοδος των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας», Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος).

-(«Νέα Ελληνική Ιστορία», Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος).

-(« Ο βίος του Ελληνικού λαού κατά την Τουρκοκρατία», Βουραζέλη Ελένη).

-(«Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», Νίκος Σβορώνος).

-(«Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί στο ορεινό χωριό Γορτυνίας 1715 - 1828», Τσότσορος Στάθης).

-(«Ο εσωτερικός αγώνας», Τάκης Σταματόπουλος, Αθήναι 1957).

-(«Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Σάθας Κωνσταντίνος, Αθήναι 1869).

-(« Ο ειδικός ρόλος της γεωργίας στη διαμόρφωση των σχέσεων πόλης - υπαίθρου το 18ον αιώνα», Παναγιωτόπουλος Βασίλειος).

-(«Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821», Κορδάτος Γ. , Αθήναι 1923).

-(«Οικονομικές μεταμορφώσεις της αγροτικής Ελλάδας, ιστορικοί σταθμοί 1453 - 1917, Καραποστόλης Βασίλειος, Αθήναι 1981).

-(«Οι δυνάστες του Ελληνικού λαού στην προεπαναστατική Ελλάδα», Απόστολος Παπαγιαννόπουλος)

-(«Απομνημονεύματα», Χ. Περραιβού, έκδ. 1843, τ. Α΄).

-(«Αυτοδιοίκησις και δικαιώματα ετεροδημοτών , δάσος και δασικές εκτάσεις), Γεώργιος Φ. Αγγελόπουλος, Πάτρα).

- («Η Δίβρη Ηλείας στο Διάβα των Αιώνων», Νίκος Β. Αναστόπουλος, έκδοση της βιβλιοθήκης του πνευματικού κέντρου της πανελλήνιας εκπολιτιστικής ένωσης Λαμπειέων - Διβριωτών Ηλείας, Αθήνα 1994).

https://www.antroni.gr/cms/istoria/istorika-themata/1015-h-forologia-kata-tin-tourkokratia

© 2017 Το Κοινωνικό-πολιτικό blog . Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε