Πως ο Ροβινσώνας Κρούσος κατατρόπωσε τον Μάρξ

Bασικά Οικονομικά: Πως ο Ροβινσώνας Κρούσος κατατρόπωσε τον Μάρξ, καταρρίπτοντας τον μύθο της Μαρξιστικής «υπεραξίας».
Σε αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε με τον ισχυρισμό μίας ιστοσελίδας ότι δεν υπάρχει υπεραξία.
https://www.eleytheriagora.gr/basika-oikonomika-katarriptontas-ton-mytho-tis-marksistikis-yperaksias/
Ξεκινώντας αυτή η ιστοσελίδα μας λέει:
Θα έλεγε κανείς, ότι, εφόσον ο εργαζόμενος «κάνει όλη τη δουλειά», οι εργατικές κολεκτίβες και οι συνεταιρισμοί θα ήταν το κυρίαρχο εμπορικό και παραγωγικό μοντέλο. Αλλά ακόμα και αυτό δεν αρκεί για να αλλάξει την θολωμένη κρίση των Μαρξιστών σοσιαλιστών. Όλη τους η θεωρία σχετικά με την υπεραξία (και όχι μόνο) είναι γεμάτη λογικά σφάλματα σαν και αυτό.
Πολύ δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας μας αν αυτό μπορεί να συμπεριληφθεί στα λογικά επιχειρήματα κατάρριψης της μαρξιστικής θεωρίας.
Ο εν λόγω κύριος δείχνει να μην γνωρίζει καθόλου από την μαρξιστική θεωρία. Ούτε την θεωρία των τάξεων και τον αδυσώπητο πόλεμο μεταξύ των βασικών τάξεων.
Παρακάτω.
Τι είναι η «υπεραξία» κατά τη Μαρξιστική οπτική;
Ο ίδιο όρος «υπεραξία» βασίζεται στην εργασιακή θεωρία αξίας. Σύμφωνα με αυτή, η οικονομική αξία ενός αγαθού διαμορφώνεται από το συνολικό ποσό κοινωνικά χρήσιμης εργασίας που χρειάστηκε για να παραχθεί και όχι από το πόση ευχαρίστηση ή ωφέλεια γενικά εισπράττει ο κάθε υποψήφιος αγοραστής.
Εδώ πάλι φαίνεται μπερδεμένος ο αρθρογράφος επειδή η οικονομική αξία ενός αγαθού διαμορφώνεται από το συνολικό ποσό κοινωνικά αναγκαίας εργασίας και όχι χρήσιμης.
Το δε εμπόρευμα είναι χρήσιμο έχει ωφέλεια αλλιώς δεν θα υπάρχει ζήτηση γιαυτό.
Με δύο λόγια για να γίνει αντιληπτό αυτό το σημείο, το εμπόρευμα έχει δύο ιδιότητες, την αξία και την αξία χρήσης.
Η αξία χρήσης, είναι η ωφελιμότητα, η χρησιμότητα άνευ αυτής δεν μπορεί να υπάρξει εμπόρευμα γιατί δεν θα το αγόραζε κανένας.
Η δε αξία του εμπορεύματος καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας.
Ελπίζουμε να ξεδιαλύναμε την παραπάνω σαλάτα των ασυναρτησιών του αρθρογράφου.
Παρακάτω.
Στη σελίδα μας έχουμε αντικρούσει αρκετές φορές τη συγκεκριμένη θεωρία αξίας. Η αξία διαμορφώνεται μέσω της ωφέλειας που προσδοκούν να λάβουν οι δρώντες στην κοινωνία από τα αγαθά. Η αξία της εργασίας ορίζεται και αυτή ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.2
Σε αυτήν μας την ανάλυση θα καταρρίψουμε τους ισχυρισμούς περί «κλεμμένης υπεραξίας» των Μαρξιστών. Θα βασιστούμε κυρίως στο έργο του μεγάλου Αυστριακού οικονομολόγου Eugen von Böhm-Bawerk και πιο συγκεκριμένα στα έργα του: Karl Marx and the close of His system (1896) , και The Positive Theory of Capital (1888). Στην ουσία θα συνοψίσουμε τα κύρια σημεία τους και θα προσθέσουμε δικές μας παρεμβάσεις.
Θεωρία κεφαλαίου ή αλλιώς «πώς παράγεται το κεφάλαιο»
Το παράδειγμα του Ροβινσώνα Κρούσου
Για να κάνουμε πιο εύκολη την ανάγνωση, δε θα μπούμε σε πολλές τεχνικές λεπτομέρειες. Αντιθέτως θα εξηγήσουμε το πώς παράγεται το κεφάλαιο και υπό ποιες προϋποθέσεις μέσω του κλασικού παραδείγματος του Ροβινσώνα Κρούσου.
...Κατανοεί ότι πρέπει να βρει μεθόδους ώστε να παράγει περισσότερο, σε λιγότερο χρόνο, ώστε να έχει διαθέσιμο χρόνο και τροφή για να επιδιώξει άλλους στόχους του...
Συμπεράσματα
Ο Κρούσος, για να παράξει το δίχτυ (κεφάλαιο/κεφαλαιουχικό αγαθό), ένα μέσο παραγωγής, χρειάστηκε να κάνει τα εξής: 1) να εργαστεί προς συντήρησή του, 2) να συλλάβει την ιδέα για το δίχτυ, 3) να αποταμιεύσει απέχοντας από τις απολαύσεις της κατανάλωσης και 4) να επενδύσει χρόνο στο δίχτυ. Στο στάδιο (2) θα λέγαμε ότι ο Κρούσος συνέλαβε μία επιχειρηματική ιδέα. Στο (3) ότι συγκέντρωσε όποιους πόρους (funds) είχε διαθέσιμους και στο (4) ανάληψη του ρίσκου. Κάλλιστα, μετά την περάτωση του (4), το δίχτυ θα μπορούσε να αποτύχει, να καταστραφεί. Αυτό θα έφερνε τον Κρούσο πίσω στο βασικό στάδιο επιβίωσης απ' όπου θα έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. Αυτό όμως είναι καθαρά δικό του ρίσκο. Ρίσκο που εμπεριέχεται σε κάθε ανθρώπινη δράση σε έναν μη δεδομένο και μη σταθερό κόσμο.
Επομένως, προκύπτει ότι, κάθε μέσο (ή συντελεστής) παραγωγής, κάθε κεφαλαιουχικό αγαθό που χρησιμοποιείται για την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών περιέχει: 1) χρόνο και 2) εργασία (από την οποία προήλθε η αποταμίευση) εκ μέρους του καπιταλιστή.
Αν ο Ροβινσώνας Κρούσος, προσλάμβανε κάποιον που θα χρησιμοποιούσε το δίχτυ του ώστε να του φέρνει τα ψάρια, ανταμείβοντας τον με μέρος της ψαριάς, σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι, σε περίπτωση διαφοράς στην αμοιβή, ότι κάποια «υπεραξία» κλέβεται. Αυτό διότι ο Κρούσος, έχει προ-καταβάλει εις πολλαπλούν την εργασία για τη δημιουργία του μέσου παραγωγής εκ των προτέρων. Ο εργάτης παράγει χάρης την προηγούμενη εργασία του Κρούσου.
Γιατί το παράδειγμα του Κρούσου;
Γιατί όμως χρησιμοποιήσαμε το παράδειγμα του Κρούσου και όχι κάποιο σύγχρονο παράδειγμα βασισμένο στην χρηματικώς ανταλλακτική κοινωνία μας; Ο λόγος είναι ότι θέλαμε να προλάβουμε οποιαδήποτε ένσταση ενός Μαρξιστή αναγνώστη. Αν ξεκινούσαμε από ένα σύγχρονο παράδειγμα, ο Μαρξιστής θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι κατά τη διάρκεια της κατασκευής των μέσων παραγωγής, υπεραξία εκλάπη. Και πριν από αυτά, εκλάπη άλλη υπεραξία για την κατασκευή των μέσων που κατασκεύασαν άλλα μέσα και ούτω καθεξής επ' άπειρoν. Με το παράδειγμά μας στην ουσία κάναμε μία αναγωγή στο παρελθόν, στο σημείο μηδέν, στην εμφάνιση του «πρωτο-καπιταλιστή», αν θέλετε, εκεί που ούτως ή άλλως θα έφτανε και ένας Μαρξιστής, αν είχε το θάρρος να κάνει τη δική μας συλλογιστική.
Ακόμα και αν βγάλουμε το κέρδος από την εξίσωση και ακόμα και αν δεχτούμε την εργασιακή θεωρία αξίας (ειδικά αν τη δεχτούμε μάλιστα) τότε, ο εργάτης, σε σχέση με τον καπιταλιστή προσφέρει πολύ μικρότερο ποσοστό εργασίας χωρίς να επωμίζεται το ρίσκο μίας ενδεχομένως κακής επένδυσης. Η διαφορά λοιπόν ανάμεσα στις αμοιβές είναι απολύτως εξηγήσιμη ακόμα και με όρους εργασίας μόνο. Η υπεραξία ως κλοπή της αξίας της εργασίας του εργάτη, δεν μπορεί να υφίσταται. Ο εργάτης παράγει χάρης την προηγούμενη εργασία του Κρούσου.
Το βασικό πρόβλημα της Μαρξιστικής σκέψης
Το εγγενές πρόβλημα του Μαρξιστικού σκεπτικού αφορά την έλλειψη μίας συμπαγούς θεωρίας παραγωγής. Το χρονικό σημείο από το οποίο ο Μαρξ ξεκινά την ανάλυσή του είναι αυτό όπου τα μέσα παραγωγής υπάρχουν ήδη. Ποτέ δεν ανέλυσε τον τρόπο προέλευσης τους και τις προϋποθέσεις με τις οποίες αυτά κατασκευάζονται. Αποταμίευση και εργασία ως προς αυτή, επένδυση, ρίσκο κ.ο.κ. ήταν πολύ προχωρημένες έννοιες για τον οικονομικά ανεπαρκή Καρλ Μαρξ. Η θεωρία του ήταν κυρίως μία θεωρία κατανάλωσης και όχι παραγωγής.
Δεύτερο εγγενές πρόβλημα αποτελεί το ότι το οικονομικό έργο του Μαρξ («Το Κεφάλαιο») είναι συνάμα και ιδεολογικό πόνημα. Έως εκ τούτου, είναι καταδικασμένο σε ηθικολογίες και πολιτικές τοποθετήσεις. Παρατηρήσατε ίσως, ότι στην ανάλυσή μας δεν κάναμε κάποια ηθική κρίση, δεν μιλήσαμε για «καλό ή κακό» αφεντικό, καταπιεσμένο εργάτη, μισθωτή καταπίεση και εκμετάλλευση. Δεν υπάρχει κανένας ηθικά φορτισμένος όρος. Τα πορίσματα των συλλογισμών μας είναι αδιαμφισβήτητα καθώς δεν μπορεί να υπάρξει λογική αντι-επιχειρηματολογία σε αναλυτικό-προτασιακό επίπεδο. Η ιδεολογική αυτή θα λέγαμε φόρτιση που κάνει ο Μαρξ, μεταφέρεται, θα λέγαμε, και στους οπαδούς του. Αυτό προφανώς θολώνει την κρίση τους χωρίς να τους επιτρέπεται μία καθαρή θέαση των λογικών τους σφαλμάτων.
Καταρρίπτοντας την υπεραξία καταρρέει και ο ισχυρισμός περί εκμετάλλευσης
Έχοντας καταρρίψει τη θεωρία της υπεραξίας μέσω της ανάλυσή της και μόνο, χωρίς καν να ασχοληθούμε με την εγκυρότητα της εργασιακής θεωρίας της αξίας, έχουμε καταρρίψει και τον ισχυρισμό περί εκμετάλλευσης των προλετάριων από την «μπουρζουαζία». Εφόσον, ο εργάτης αναλογικά με το «αφεντικό» έχει προσφέρει μικρότερο ποσοστό συνολικής εργασίας τότε, ακόμα και με τα Μαρξιστικά πρότυπα, η διαφορές στις αμοιβές δεν είναι προϊόν εκμετάλλευσης.
Επίσης, να μην ξεχνάμε το εξής: ο Μαρξιστής δεν λαμβάνει ποτέ υπόψη του την επιχειρηματικότητα (την οποία και δε θεωρεί «εργασία») και το ρίσκο. Ένας καπιταλιστής/επιχειρηματίας, σε μία ανόθευτη ελεύθερη αγορά, αναλαμβάνει μεγάλο ρίσκο. Όχι μόνο αναλύει την αγορά και τις ανάγκες της ώστε να κατευθύνει την παραγωγή προς ικανοποίηση των αναγκών, όχι μόνο αποταμιεύει και αναλαμβάνει το ρίσκο της επένδυσης, αλλά και πληρώνει τους εργαζομένους του αρκετά νωρίτερα από το σημείο όπου η πώληση των καταναλωτικών αγαθών θα του έφερναν κάποιο εισόδημα. Αυτό εξηγεί και γιατί υπάρχουν αυτές οι δύο τάξεις ανθρώπων (οι καπιταλιστές/επιχειρηματίες και οι «προλετάριοι»). Οι πρώτοι είναι πρόθυμοι να αναλάβουν το ρίσκο της αβεβαιότητας. Οι δεύτεροι όχι και τόσο. Για του λόγου το αληθές, οι εργατικοί συνεταιρισμοί είναι σαφώς λιγότεροι σε αριθμό.
Θα έλεγε κανείς, ότι, εφόσον ο εργαζόμενος «κάνει όλη τη δουλειά», οι εργατικές κολεκτίβες και οι συνεταιρισμοί θα ήταν το κυρίαρχο εμπορικό και παραγωγικό μοντέλο. Αλλά ακόμα και αυτό δεν αρκεί για να αλλάξει την θολωμένη κρίση των Μαρξιστών σοσιαλιστών. Όλη τους η θεωρία σχετικά με την υπεραξία (και όχι μόνο) είναι γεμάτη λογικά σφάλματα σαν και αυτό.3
Κλείνοντας
Δείξαμε ότι η «υπεραξία» σύμφωνα με την Μαρξιστική θεώρηση είναι ένας μύθος. Κατά συνέπεια, και η μαρξιστική θεωρία εκμετάλλευσης έχει την ίδια μοίρα. Η Αυστριακή σχολή με την a priori-στική της προσέγγιση στα οικονομικά είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στο να καταρρίπτει τους Μαρξιστικούς ισχυρισμούς. Είναι θα λέγαμε ένα πολύ εύκολο εγχείρημα, ειδικά αν σκεφτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που στην καλύτερη περίπτωση είναι οικονομικά ανεπαρκείς.
Δεν είναι τυχαίο που ο Μαρξισμός γενικότερα έχει κάνει στροφή από τα οικονομικά. Το παιχνίδι εκεί ήταν ήδη χαμένο από την Μαρτζιναλιστική Επανάσταση του τέλους του 19ου αιώνα. Πλέον, αναλώνεται σε κοινωνικά ζητήματα και identity politics στις Η.Π.Α. και στην Ευρώπη. Θέματα δηλαδή που προσεγγίζονται περισσότερο συναισθηματικά παρά λογικά μιας και με τη λογική ο μέσος Μαρξιστής έχει πάρει εδώ και καιρό ένα επώδυνο διαζύγιο.
Με το παράδειγμα του Ροβινσώνα Κρούσου θέλουν να κάνουν πιο απλή και κατανοητή την θεωρία ή κρύβεται κάτι άλλο ;
Η κοινωνία, η εργασία ,το κεφάλαιο ακόμα και ο τρόπος σκέψης είναι κοινωνικά-ιστορικά αγαθά πού δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με κανένα Ροβινσώνα Κρούσο.
Γιατί το χρησιμοποιούν κατά κόρο ; για να κρύψουν την πραγματική καταγωγή του κεφαλαίου.
Άς ξεκινήσουμε με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής .
Κεφάλαιο , κεφάλαιο χωρίς αυτό δεν μπορεί να υπάρξει καπιταλισμός.
Πώς δημιουργήθηκε όμως αυτό;
Η πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου συντελέστηκε με την ωμή βία ,τις γενοκτονίες , την αποικιοκρατία ,τους πολέμους , το δουλεμπόριο , το βίαιο διώξιμο των Άγγλων αγροτών από την φεουδαρχική γη .
Δεν είναι τίποτα κρυφό στα πιο απλά βιβλία ιστορίας και στα σχολικά εγχειρίδια θα τα βρούμε γραμμένα.
Να γιατί λένε ότι το Κεφάλαιο του Μάρξ είναι ιδεολογικό πόνημα γεμάτο ηθικολογίες. Τους ενοχλεί ότι η καταγωγή του κεφαλαίου δεν γίνεται από ανθρώπους πού μοχθούν ,αποταμιεύουν, συνέλαβαν μία επιχειρηματική ιδέα, πήραν το ρίσκο κλπ. Έτσι για να ξεφύγουν από την δύσκολη ιστορική πραγματικότητα μας το γυρνάνε στους Ροβινσώνες κρούσους.
Ας το δούμε και λίγο διαφορετικά , έστω ένας έκανε μία τεχνολογική εφεύρεση πού την πούλησε σε πολλούς καπιταλιστές δηλαδή στους ανωτέρω της πρωταρχικής συσσώρευσης ,τι σημαίνει αυτό, ότι δεν εκμεταλλεύονται τους εργάτες τους; Το ποσό πού πήρε ο εφευρέτης για την πώληση της τάδε μηχανής πόσα περικλείει από τα μελλοντικά κέρδη τα οποία είναι το ρίσκο και η επιχειρηματική ιδέα του εφευρέτη;
Άλλωστε την αγορά των μηχανημάτων, της εφεύρεσης, την αξία του ο καπιταλιστής την μεταφέρει στο εμπόρευμα με την μορφή της απόσβεσης.
Φυσικά αν την πούλησε σε έναν, δεν υπάρχει ρίσκο για αυτόν πού την αγόρασε και αν καταστρέφουμε την παραγωγή των αποικιών για να δημιουργούμε ζήτηση τότε έχουμε σίγουρα κέρδη , ναί πράγματι φοβερή επιχειρηματική ιδέα η οποία αξίζει άπειρα κέρδη. Αυτό κάνανε στις αποικίες τους ειδικά στην Ινδία πού τους ανταγωνιζόταν στην παγκόσμια αγορά.
Την άλλη επιχειρηματική ιδέα και ρίσκο να πουλάς όπιο με το έτσι θέλω στους κινέζους και να τους παίρνεις σε αντάλλαγμα το ασήμι και αν δεν δέχονται το όπιο επειδή δημιουργεί φοβερά κοινωνικά προβλήματα να τους κηρύττεις τον πόλεμο που την έχετε; Οι πόλεμοι του Οπίου. Με την ονομασία αυτή έμειναν στην ιστορία οι δύο πόλεμοι που εξαπέλυσε η Αγγλία κατά της Κίνας (1839-1842 και 1856-1860).
Ας δούμε όμως στην πράξη πως διαμορφώθηκε ο καπιταλισμός στην Αγγλία. Από την ιστοσελίδα, https://www.homohominus.net/2014/04/%CE%B2%CE%B9%CE%BF%CE%BC%CE%B7%CF%87%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CE%B7-%CE%B3%CE%AD%CE%BD/
Με τον όρο «βιομηχανική επανάσταση»1 περιγράφονται οι κατακλυσμιαίες αλλαγές που έλαβαν χώρα στην παραγωγική διαδικασία της Αγγλίας στο τέλος του 18ου αιώνα και, από τα μέσα του 19ου, σε όλον τον ανεπτυγμένο κόσμο: κατακόρυφη αύξηση της παραγωγής, πτώση του κόστους, κινητοποίηση τεράστιων ποσοτήτων κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού.2 Η βιομηχανική επανάσταση δεν παραπέμπει απλώς στην εισαγωγή μηχανών στην παραγωγή, αλλά στην πλήρη μεταστροφή της φυσιογνωμίας της οικονομίας από αγροτική σε βιομηχανική, προσανατολισμένη στην αγορά.
Η βρετανική κοινωνία ήταν εξοικειωμένη με την λειτουργία της αγοράς και απέδιδε σημαίνοντα ρόλο στο ιδιωτικό κέρδος στο πλαίσιο της οικονομικής ανάπτυξης.7 Εξάλλου, η Βρετανία είχε δομήσει μέσω του αποικιακού της εμπορίου τον 18ο αιώνα μια τεράστια μονοπωλιακή αγορά από όπου αντλούσε σημαντικά ε μπορικά κεφάλαια.8
Το πρώτο ξέσπασμα της βιομηχανικής επανάστασης συμβαίνει στην Αγγλία και είναι το πιο δριμύ. Μέσα στην εικοσαετία 1780 - 1800 λαμβάνουν χώρα ραγδαίες αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία, με βαρυσήμαντο αντίκτυπο στην οικονομία και την κοινωνία. Οι πρότεροι βραδείς ρυθμοί της ημιφεουδαλικής οικονομικής δραστηριότητας αντικαθίστανται από τον φρενήρη επενδυτικό καλπασμό της βιομηχανικής παραγωγής.
Πρωταγωνιστικός κλάδος την περίοδο αυτή είναι αδιαμφισβήτητα η υφαντουργία: το ήδη ανεπτυγμένο οικοτεχνικό σύστημα παραγωγής υφασμάτων εργοστασιοποιείται υπό το βάρος μιας ολοένα αυξανόμενης ζήτησης. Η υφαντουργική βιομηχανία δημιουργεί με τη σειρά της ζήτηση σε άλλους βιομηχανικούς τομείς (ενέργειας, οικοδόμησης, πρώτων υλών, μεταφορών κλπ), με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός αλληλοτροφοδοτούμενου και συνεχώς διογκούμενου βιομηχανικού κύκλου.14 Για να ανταπεξέλθει η βιομηχανία στην κατάσταση που δημιουργείται, κινητοποιεί κεφάλαια και εργατικό δυναμικό σε πρωτόγνωρα μεγέθη.
Στην πρώτη βιομηχανική περίοδο η εκμετάλλευση των εργατών είναι αδυσώπητη και, για όσο διάστημα απαιτείται χαμηλή εξειδίκευση και προσφέρεται φθηνή εργασία, η εκμηχάνιση παραμένει σε χαμηλά επίπεδα.16 Σταδιακά όμως, λόγω και της ευμενούς κρατικής πολιτικής, οι μηχανές αναλαμβάνουν ολοένα μεγαλύτερο ρόλο στην παραγωγή.17 Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η Αγγλία αποτελούσε το «εργαστήρι του κόσμου», μακράν προπορευόμενη στην παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή.
Η πρώτη αυτή φάση εκβιομηχάνισης, άναρχη και σχετικά χαοτική, απέφερε τεράστια συσσώρευση κεφαλαίου στις μεσαίες τάξεις. Όταν η βρετανική βιομηχανία άρχισε να εμφανίζει σημάδια επενδυτικού κορεσμού, τα κεφάλαια αυτά αναζήτησαν νέες επενδυτικές ευκαιρίες. Στρεφόμενα στον εξωτερικό δανεισμό εξήγαγαν σε κάποιο βαθμό την εκβιομηχάνιση στην ευρωπαϊκή περιφέρεια·19 ο δε «πυρετός των σιδηροδρόμων» κινητοποίησε εκ νέου τη βιομηχανία και άλλαξε άρδην τον τομέα των παγκόσμιων μεταφορών.20
Την περίοδο 1850 - 1870 παρατηρείται μια νέα φάση στην πορεία της βιομηχανικής επανάστασης. Η τεχνολογική πρόοδος που έχει συντελεστεί, σε συνδυασμό με την αδυναμία περεταίρω μείωσης του εργατικού κόστους (το οποίο έχει συμπιεστεί στον μέγιστο βαθμό), καθιστούν πλέον συμφερότερη την εκμηχάνιση της παραγωγής. Έτσι περιορίστηκαν οι βιομηχανικές ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό και επιπλέον μειώθηκε περεταίρω το κόστος παραγωγής.21
Η οικονομική μεγέθυνση και η τεχνική ώθηση που επήλθε από τη βιομηχανική επανάσταση επιτεύχθηκαν εις βάρος των εργαζομένων, η σκληρή καταπίεση των οποίων οδήγησε τεράστιες μάζες στην εξαθλίωση.33 Ο εμπορικός χαρακτήρας της εργασίας και το νέο κοινωνικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε στη βιομηχανική εποχή βρήκαν τόσο τους εργοδότες όσο και τους εργάτες απροετοίμαστους. Μέσα σε μικρό διάστημα διαμορφώθηκε ένα εντελώς νέο, απάνθρωπο τοπίο: τεράστιοι πληθυσμοί προλεταριοποιήθηκαν, η εργασία άλλαξε χαρακτήρα και εμπορευματοποιήθηκε, οι εργάτες αποκόπηκαν από το παραγόμενο προϊόν, η μετανάστευση γιγαντώθηκε, διαλύθηκαν οι συντεχνίες.34
Η πρώτη περίοδος της βιομηχανικής επανάστασης (μέχρι το 1830 περίπου) χαρακτηρίζεται από σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργατών λόγω της ασταθούς απασχόλησης.35 Η αρχική αντίδρασή τους απέναντι στη νέα πραγματικότητα ήταν σπασμωδική και ανοργάνωτη: στρέφεται μεν εναντίον της εργοδοσίας, αλλά περιορίζεται στο χτύπημα των μέσων παραγωγής (καταστροφή των μηχανών) και δεν προβάλει ένα συγκροτημένο διεκδικητικό πλαίσιο.36 Η εκμηχάνιση, σε βάθος χρόνου, όντως δημιούργησε εργατικό πλεόνασμα και έριξε τα ημερομίσθια.37 Σημαντικότερη ωστόσο ήταν η απουσία ανεπτυγμένης ταξικής συνείδησης στους εργάτες, γεγονός που τους εμπόδιζε να εντοπίσουν την πηγή των προβλημάτων τους και να τα αντιμετωπίσουν οργανωμένα. Η ευρύτατα διαδεδομένη παιδική και γυναικεία εργασία38 λειτούργησε ανασχετικά ως προς αυτό, καθώς η διαφοροποίηση των αμοιβών παιδιών - γυναικών - ανδρών και ο έμφυλος διαχωρισμός των εργασιών συσκότιζαν την κοινή εργατική πρα- γματικότητα.39
Από το 1860, υπό την επίδραση της κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής σκέψης, δομείται η εργατική ταξική συνείδηση, η οποία δίνει στις μάζες την αίσθηση του συνανήκειν και συνεπώς των κοινών προβλημάτων. Οι εργάτες αυτοοργανώνονται44 σε εθνική και, με τις σοσιαλιστικές διεθνείς, σε υπερεθνική κλίμακα, διεκδικώντας όχι απλώς καλύτερες συνθήκες εργασίας αλλά έναν άλλο κόσμο.45 Η ραγδαία εξάπλωση του «κομμουνιστικού φαντάσματος»46 ενέτεινε μεν την καταστολή αλλά εξανάγκασε τις άρχουσες τάξεις στην υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων πρόνοιας.47
Προς το τέλος του 19ου αιώνα, η ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα μετέβαλε τη ταξική συνοχή των εργατών, καθώς σταδιακά δημιουργήθηκε μια εργατική αριστοκρατία «χαρτογιακάδων» («white collars»).48 Καθώς οι απαιτήσεις του τριτογενούς τομέα αύξησαν τις ανάγκες για μορφωμένο εργατικό δυναμικό καθιερώθηκε, και με τους εργατικούς αγώνες διαχύθηκε σε μεγαλύτερα τμήματα, η υποχρεωτική εκπαίδευση.49
Η βιομηχανική επανάσταση μετέβαλε δραστικά τον χαρακτήρα ολόκληρης της κοινωνίας. Από τη φεουδαλική κοινωνία που, από θρησκευτική υπευθυνότητα, ισχυριζόταν πως «στους κόλπους της είχε θέση για όλους τους χριστιανούς»50 οι νέες, βασισμένες στην καπιταλιστική αγορά εργασίας κοινωνίες, απάλλασσαν τους πλούσιους από κάθε ευθύνη έναντι των αδυνάτων. Ο καθένας πρέπει πλέον να κερδίσει την επιβίωσή του.
Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στις εφευρέσεις.
ΕΦΕΥΡΕΣΕΙΣ.
Πού ωφείλονται ;
Στους Ροβινσώνες κρούσους ή είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο; Ας δούμε μερικούς συντελεστές πού ευνοούν τις εφευρέσεις.
1. Στα κρίσιμα στάδια της επεξεργασίας βάμβακος, όπως η κλώση, υπήρχε έλλειψη αποδοτικών και φθηνών εργατικών χεριών, κάτι που προώθησε την αυτοματοποίηση[5].
Η ζήτηση για το βαμβάκι και η ανάπτυξη της αγγλικής υφαντουργικής βιομηχανίας ευθύνεται σημαντικά για την οικονομική ανάπτυξη της Μεγάλης Βρετανίας ως το 1830. Ήταν τόσο σημαντική για το εξαγωγικό εμπόριο, που επηρέαζε ολόκληρη την οικονομία[6].
2. Κρατική πολιτική.
3. Αύξηση κερδών.
4. Τα διάφορα ερευνητικά προγράμματα του κράτους (μεγάλη σημασία έχει και η στρατιωτική τεχνολογία), τεράστιας σπουδαιότητας με μεγάλα κρατικά κονδύλια , φυσικά εδώ δεν έχουμε ιδιώτες και μας χαλάει λίγο την συνταγή για τους Ροβινσώνες κρούσους.
Ας δούμε μερικά πράγματα ακόμα για τις εφευρέσεις. Από το βιβλίο ευρωπαϊκή οικονομική ιστορία του elias H.Tuma. Τόμος 2 , σελίδες
430 -431-461.
Τι μας λέει; ότι οι εφευρέσεις δεν είναι αποτέλεσμα των Ροβινσώνων αλλά της επιστήμης, της αναγκαιότητας, της ζήτησης ,της κρατικής πολιτικής κλπ. και ότι αυτές είναι αναρίθμητες.
Γενικές παρατηρήσεις
Ή επισκόπηση αυτή των τεχνολογικών εξελίξεων έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε νά τονίσει τούς σταθμούς στή μηχανολογική τεχνολογία πού θά μπορούσε νά εφαρμοστεί στή βιομηχανία, τή μεταποίηση καί τή γεωργία. Πού, πότε καί μέ τί ρυθμό έγιναν οί εφαρμογές αυτές θά συζητηθεί στά επόμενα κεφάλαια. Σ' αυτό τό σημείο, όμως, μπορεί νά γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις. (1) Φαίνεται ρεαλιστικό νά διακρίνουμε μεταξύ επιστήμης καί τεχνολογίας εφόσον ή ανάπτυξη στή μιά περιοχή δέν αποτελούσε προϋπόθεση γιά τήν επιτυχία ούτε ήταν αποτέλεσμα τής επιτυχίας τής άλλης. (2) Είναι δύσκολο νά άποδώσουμε μιά έφεύρεση σέ ένα μοναδικό πρόσωπο ή σέ μιά μόνη χώρα. Ή τεχνολογική επανάσταση δέ θά δεχόταν τά πολιτικά σύνορα ή τόν εθνικισμό, τουλάχιστον όχι γιά κάποια χρονική διάρκεια. (3) Ή τεχνολογική ανάπτυξη ήταν σωρευτική καί οί εφευρέσεις στά διάφορα πεδία επικαλύπτονταν καί ώς πρός τά θεμέλια τους καί ώς πρός τήν έφαρμοσιμότητά τους. (4) Άσχετα άπό τίς εφαρμογές τους, οί εφευρέσεις αυτές ήταν τόσο αναρίθμητες καί τόσο ριζικές ώστε είναι πρόσφορο νά θεωρούμε τήν περίοδο αυτή σάν τεχνολογική επανάσταση. Μιά καί έχουν επιτευχθεί οί εφευρέσεις αυτές ήταν δύσκολο νά μ ή ν επακολουθήσουν οί οικονομικές καί κοινωνικές μεταβολές. Κατά συνέπεια, ή επανάσταση στήν τεχνολογία βρισκόταν στή ρίζα των οικονομικών καί κοινωνικών επαναστάσεων των δυό τελευταίων αιώνων. (5) Τέλος, ή έξέλιξη- τής τεχνολογίας δείχνει καθαρά τή σπουδαιότητα της ιστορίας στήν κατανόηση του παρόντος καί τού μέλλοντος. Ή τεχνολογία μπορεί νά θεωρηθεί αναγκαίος αλλά όχι έπαρκής προσδιοριστικός παράγοντας τής οικονομικής άναπτύξεως: Χωρίς συμπληρωματικές μεταβολές σέ άλλες περιοχές - οικονομικές, κοινωνικές καί πολιτικές - ή τεχνολογία μπορεί νά παραμείνει έφικτή- άλλά απραγματοποίητη μέ μικρή ή καθόλου επίπτωση στήν οικονομία.
Ή οικονομική εφαρμογή τών τεχνικών εφευρέσεων
'Από τήν οικονομική σκοπιά, ό πιό σπουδαίος προσδιοριστικός παράγοντας τού τεχνολογικού νεωτερισμού είναι ή επίπτωση πάνω στό κέρδος. Αν ένα προϊόν ήδη ύπάρχει, ό παραγωγός μπορεί νά χρησιμοποιήσει νέα τεχνική γιά νά μειώσει τό κόστος, νά αυξήσει τό έσοδο, ή νά πετύχει καί τά δυό. Ένας νεωτερισμός, όμως, μπορεί επίσης νά χρησιμοποιηθεί γιά τήν παραγωγή ενός νέου προϊόντος, γιά τό όποιο δεν είναι διαθέσιμο κανένα παραδοσιακό μέτρο εσόδων ή εξόδων. Στήν περίπτωση αυτή ό παραγωγός εισάγει τό καινούργιο προϊόν μόνο άν οί προσδοκίες του κέρδους υπόσχονται ένα ποσοστό άποδόσεως τουλάχιστο ίσο μέ ότι μπορεί νά πετύχει από τήν παραδοσιακή επένδυση.
Ό νεωτερισμός μπορεί νά μειώσει τό κόστος μέσω τής ύποκαταστάσεως τής εργασίας μέ κεφάλαιο, ειδικά όταν κάποια στενότητα εργασίας έχει ανεβάσει αρκετά τούς μισθούς ώστε νά μειωθούν οί προσδοκίες τού κέρδους. Ή μπορεί νά μειώσει τά έξοδα μεταφοράς ή των άλλων κεφαλαιακών εισροών, όπως τά καύσιμα καί ή συντήρηση ή νά μειώσει τά ατυχήματα. Ό νεωτερισμός μπορεί επίσης νά αυξήσει τά έσοδα μέ τή δημιουργία νέας ζητήσεως γιά τό προϊόν, μέ τήν αύξηση τής ποικιλίας του ή μέ τή βελτίωση τής ποιότητάς του ή άπλώς μέ τήν επίδραση τής έπιδείξεως. Τά πλεονεκτήματα πού έχει ένας παραγωγός από τό νεωτερισμό μπορεί νά είναι μειονεκτήματα γιά τά άλλα μέλη τής οικονομίας. Παρ' όλα αύτά, ή μεταβολή δικαιολογείται οικονομικά γιά τό νεωτεριστή παραγωγό.
Έτσι ή εισαγωγή τών νέων τεχνικών έξαρτάται από δυό συνθήκες: Υποθέτοντας ότι ή τεχνική είναι γνωστή, θά υιοθετηθεί μόνο αν υπάρχει επαρκής επιχειρηματικότητα καί άν επιτρέπεται ό άνταγωνισμός τής αγοράς. Χωρίς τήν επιχειρηματικότητα, οί οικονομικοί παράγοντες δέν έχουν καμιά σημασία. 'Άν ό ανταγωνισμός δέν επιτρέπεται δέν υπάρχει καί κίνητρο γιά νεωτερισμούς. Κάθε παραγωγός θά κάνει νεωτερισμούς μόνο άν μπορεί νά χρησιμοποιήσει τήν καινούργια τεχνική γιά νά κερδίσει ένα πλεονέκτημα στήν αγορά ή νά εμποδίσει άλλους από τό νά κερδίσουν αύτό τό πλεονέκτημα αντί γι' αύτόν. Γιά τό λόγο αύτό ύποστηρίζεται συχνά ότι τά μονοπώλια απέχουν από νεωτερισμούς, μέ τήν υπόθεση ότι έχουν ήδη ένα πλεονέκτημα καί δέν διατρέχουν τόν κίνδυνο νά τό χάσουν.
Οί οικονομικές αυτές σκέψεις εφαρμόζονται στήν ατομική επιχείρηση. Ό νεωτερισμός, όμως, ίσως νά είναι επιθυμητός ώς εθνικός στόχος, πού μπορεί νά είναι οικονομικός, πολιτικός ή στρατιωτικός. Ή άποδοτικότητα σέ τέτοιες περίπτώσεις γίνεται άσχετη, εφόσον οί εθνικοί στόχοι λογαριάζονται περισσότερο από τό ύλικό κέρδος, όπως αντιπροσωπεύεται από τά κέρδη καί τίς χρηματικές αποδόσεις. Ό κάθε ένας παραγωγός μπορεί νά διαβεβαιωθεί γιά ένα ορισμένο ποσοστό κέρδους μέσω έπιδοτήσεως ή φορολογικής έξαιρέσεως γιά νά μειωθεί ή εθνική εξάρτηση από άλλες χώρες, γιά νά έπιτευχθεί ό πολιτικός στόχος ή γιά νά ύποβοηθηθεΐ ή εγκατάσταση νέων βιομηχανιών. Ό τελευταίος από τούς σκοπούς αύτούς είναι ιδιαίτερα σπουδαίος γιά τίς καθυστερημένες χώρες εφόσον ή εξάρτηση από τή διεθνή αγορά μπορεί νά είναι πολύ έπιζήμια γιά τούς νέους παραγωγούς. Ή εθνική κυβέρνηση μπορεί επίσης νά αποφασίσει νά περιορίσει τόν ανταγωνισμό γιά νά επιτρέψει τούς νεωτερισμούς, πού διαφορετικά μπορεί νά μήν ήταν τόσο επικερδείς ή τόσο ανταγωνιστικοί ώστε νά υιοθετηθούν.
'Όταν ό μηχανισμός τής αγοράς δέν φαινόταν πρόσφορος, χρησιμοποιήθηκαν αύτές οΐ διαφορετικές προσεγγίσεις, όχι πάντα μέ επιτυχία. Πότε καί σέ ποιά έκταση ήταν επιτυχημένες θά έξεταστει στά επόμενα κεφάλαια. Έδώ θά επισκοπήσουμε τήν έμφάνιση τών νέων εφευρέσεων καί θά εξετάσουμε σύντομα τίς δυνητικές τους χρήσεις στήν παραγωγή καί τήν έκβιομηχάνιση.
Πρόοδος τής τεχνολογίας
Ή βελτίωση τής τεχνολογίας είναι σωρευτική κατά δυό τρόπους: Κάθε πρόοδος βασίζεται σέ γνωστές από πρίν τεχνικές καί σέ θεωρητικές κατακτήσεις τής επιστήμης. Εφόσον ή επιστημονική καί ή τεχνολογική γνώση δέν περιορίζονται ποτέ σέ μιά χώρα ή θρησκεία μπορεί νά μήν είναι πρόσφορο νά περιγράφουμε μιά τεχνική ως καθαρά βρετανική, γερμανική ή αμερικάνικη. Οί πιό πολλές άπό τίς τεχνικές είναι αποτέλεσμα επιστημονικών καί τεχνολογικών επιτεύξεων άπό διάφορες χώρες, πού έχουν συσσωρευτεί μέ τά χρόνια. Εφόσον, όμως, τό ενδιαφέρον μας βρίσκεται στήν επίπτωση αύτών τών προόδων τής οικονομικής άναπτύξεως καί μεταβολής, μπορεί νά είναι χρήσιμο νά σημειωθεί ό τόπος προελεύσεως εκείνων έφευρέσεων, πού συνέβαλαν στή μεταβολή.
Ερχόμαστε τώρα σε παραδείγματα από την ζωή και όχι από τους Ροβινσώνες.
Στην αρχαιότητα σε μια φυλή ένας εφευρίσκει τις πέτρινες αιχμές πού τοποθετούνται στα δόρατα και στις άκρες των βελών, αποτέλεσμα μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, μείωση των ωρών του κυνηγιού ή αύξηση των θηραμάτων ,λογικά βάση της ανωτέρω θεωρίας, σε αυτουνού πρέπει να του έρθει η φαεινή ιδέα να ζητήσει την αποκλειστικότητα της εφεύρεσης του ,δεν ξέρουμε μήπως πρέπει να πατεντάρει και την εφεύρεσή του για να έχει δικαιώματα και από τις γειτονικές φυλές.
Ευτυχώς πού κανένας δεν είχε τέτοιες ιδέες αλλιώς θα ήμασταν ακόμα στη πρωτόγονη εποχή αλλά και αν βρισκόταν κάποιος αυτόματα η φυλή θα τον εξόριζε, και αυτός θα εύρισκε τον θάνατο σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα λόγω των σκληρών συνθηκών ζωής.
Τι θέλουμε να πούμε με αυτό το παράδειγμα; Ότι η εφεύρεση δεν είναι μόνο ατομικό προϊόν αλλά βασικά ιστορικό -κοινωνικό. Τα δε υπόλοιπα για να δείξουμε την γελοιότητα των ισχυρισμών αυτής της θεωρίας.
Ας πάμε τώρα σε ένα άλλο παράδειγμα.
Επάγγελμα κυνηγός. Πού φτιάχνει όλα τα αναγκαία μόνος του . Ρούχα ,παπούτσια ,κουβέρτες , βόλια κλπ.
Έστω ξοδεύει την βδομάδα 30 ώρες για το κυνήγι για την επιβίωσή του και κάποιο κέρδος αν είναι καλή η εποχή και 10 ώρες για τον ρουχισμό του κλπ.
Πότε θα προβεί σε συναλλαγή για να αγοράσει τα ωφέλιμα ρούχα κλπ .πού ο ίδιος φτιάχνει;
Μόνο τότε όταν η αξία των ρούχων πού αγοράζει είναι πολύ πιο λίγη από τον χρόνο πού αφιερώνει για να τα κατασκευάσει ο ίδιος . Απλά θα αυξήσει πχ. κατά 2-3 ώρες τον χρόνο του κυνηγίου πάντα υπό κανονικές συνθήκες
Έτσι θα έχει ωφέλεια 7-8 ώρες. Έστω η αξία των ρούχων κλπ. αυξάνεται και αντιστοιχεί σε 25-30 ώρες συνολικού χρόνου εργασίας του , φυσικά δεν θα προβεί σε καμία συναλλαγή γιατί διαφορετικά θα κινδυνεύσει η επιβίωσή του.
Τι βλέπουμε; Η ωφελιμότητα αυτόματα καθορίζεται από την ανταλλαγή με βάση τις ώρες εργασίας πού αφορούν άμεσα την επιβίωση του ανθρώπου. Έτσι αρχίζει σιγά -σιγά να διαμορφώνεται ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας.
Μετά το πρωτόγονο κοινωνικό σύστημα που άρχισε να βγαίνει περίσσευμα, αυτό άρχισε να σφετερίζεται από τους αρχηγούς και τους μάγους και αυτοί αποσπάστηκαν από την παραγωγή.
Έτσι το συνολικό προϊόν της φυλής άρχισε να μοιράζεται άνισα.
Βλέπουμε ότι η εργατική δύναμη μπορεί να παράγει περισσότερα από την εξασφάλιση της επιβίωσης της.
Αυτό φαίνεται καθαρά στα λατιφούντια και τον μεσαίωνα.
Λατιφούντια.
Μεγάλα αγροτικά κτήματα της αρχαίας Ρώμης, που καλλιεργούνταν από δούλους με την επίβλεψη ενός επιστάτη. Ο Κολουμέλλας θεωρούσε το σύστημα αντιοικονομικό, ενώ ο Πλίνιος είχε τη γνώμη ότι τα λ. αποτελούσαν την καταστροφή της Ιταλίας, καθώς δεν άφηναν ελπίδα επιβίωσης στους μικρογαιοκτήμονες. Δημιουργήθηκε κοινωνικό ζήτημα και ο Τιβέριος Γράκχος επανέφερε έναν παλαιότερο νόμο (τον ονομαζόμενο Λικίνιο) που απαγόρευε στους Ρωμαίους να κατέχουν κτήματα μεγαλύτερα των 500 πλέθρων και μοίρασε τις εκτάσεις που περίσσευαν στους ακτήμονες.
Στον
Μεσαίωνα ο δουλοπάροικος καλλιεργούσε το κτήμα του την μισή εβδομάδα και την
άλλη μισή δούλευε στα κτήματα του φεουδάρχη του πέρα των αναγκαστικών
αγγαρειών.
Η καλλιεργούσε ένα κτήμα και έδινε τα μισά στον φεουδάρχη.
Ο φεουδάρχης τους εξασφάλιζε από τις εχθρικές εισβολές και τους συμπαραστεκόταν υλικά σε κακές σοδειές για να μπορέσει να συνεχιστεί η εργασία χωρίς τον κίνδυνο της λιμοκτονίας.
Εδώ ήταν ξεκάθαρη η εργασία ένα τμήμα της πήγαινε για την επιβίωση της οικογένειας του δουλοπάροικου και ένα άλλο τμήμα στον αφέντη. Ήταν άμεση ,ξεκάθαρη η εργασία με το υπερπροιόν πού παρήγαγε και το καρπωνόταν ο φεουδάρχης.
Στον καπιταλισμό πού δεν φαίνεται άμεσα το υπερπροιόν το οποίο ονομάζεται υπεραξία έφτασε η προπαγάνδα της ολιγαρχίας να ισχυρίζεται ότι ο προλετάριος κλέβει τον καπιταλιστή.
Παράδειγμα. Στις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης ξέρουμε τις συνθήκες επιβίωσης των εργαζομένων πού ήταν χειρότερες και από την φεουδαρχία.
Όταν άρχισαν να διεκδικούν και να πετυχαίνουν καλύτερους μισθούς και δικαιώματα οι εργάτες , αφού οι καπιταλιστές το κέρδος θεωρούν ότι βγαίνει από το ρίσκο και την επιχειρηματικότητά τους από πού προήλθε η διαφορά μισθών προς το καλύτερο ; Από τον μισθό (Ρίσκο -επιχειρηματικότητα ) του καπιταλιστή.
Έτσι φτάσαμε στο σημείο να λέμε ότι οι εργάτες εκμεταλλεύονται τους καπιταλιστές.
Είδατε άμα έχει όρεξη κάποιος τι ωραίες θεωρίες μπορεί να κατασκευάσει!!!
Και πως με αρλούμπες μπορεί να κατατροπώσει τον Μάρξ.
