Ο τρόπος που επέλεξαν οι δανειστές μας να λύσουν το πρόβλημα του χρέους της ελλάδας.

Το σημερινό άρθρο θα ασχοληθεί με ένα γεγονός του παρελθόντος
που οι συνέπειες του στα χαρτιά φτάνουν έως το 2060, καλά καταλάβατε ο λόγος περί μνημονίων.
Αφορμή στάθηκε ένα βιβλίο που διάβασα του οικονομολόγου Περικλή Γκόγκα, ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ, εκδόσεις κριτική.
Αν και δεν με βρίσκει σύμφωνο η άποψη που διατυπώνει της βιομηχανικά ανεπτυγμένης ελλάδας του πρώτου κόσμου για τους εξής λόγους α) για το πλήθος των αυτοαπασχολούμενων σε σχέση με τους μισθωτούς β) για το ότι η ελλάδα δεν μπόρεσε να γίνει παραγωγός εργαλειομηχανών γενικότερα παραγωγός μέσων παραγωγής και γ) αυτό αντανακλά στο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο πολύ περισσότερο με τις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες.
Έτσι η ελλάδα πέρασε στον τριτογενή τομέα προτού να προλάβει να ολοκληρωθεί σαν ανεπτυγμένη βιομηχανικά χώρα αντίθετα με τις χώρες του πρώτου κόσμου Αγγλία, ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία κλπ.
Έτσι είναι μεθοδολογικό λάθος η ταύτιση των βιομηχανικών χωρών γενικά και αόριστα. Για το ότι δεν μπόρεσε η ελλάδα να αναπτυχθεί στο επίπεδο των προηγμένων χωρών βασικό πρόβλημα ήταν και παραμένει η εξάρτηση της χώρας μας.
Όπως και η άποψη ότι η παγκοσμιοποίηση ωφελεί όλες τις χώρες λόγω της εξειδίκευσης της κάθε χώρας, θεωρητικά μπορεί να είναι έτσι αλλά πρακτικά και ιστορικά η παγκοσμιοποίηση ωφελεί τις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες και οι υπόλοιπες γίνονται εξαρτήματα και αντικείμενα εκμετάλλευσης των πρώτων.
Δεν είναι τυχαίο πού η πρώτη βιομηχανική δύναμη του κόσμου η Αγγλία επεδίωκε και επέβαλε την παγκοσμιοποίηση συνοδευόμενη με την αποικιοκρατία, με την δύναμη των όπλων.
Αλλά ούτε είναι τυχαίο πού η πρώτη βιομηχανική δύναμη του κόσμου τον 20ο αιώνα οι ΗΠΑ επεδίωξαν την παγκοσμιοποίηση με τους δικούς τους όρους και εργαλεία το δολάριο σαν παγκόσμιο αποθεματικό, το ΔΝΤ, την Παγκόσμια τράπεζα, τα παράνομα εμπάργκο, τις στρατιωτικές βάσεις σε όλο τον κόσμο, τις στρατιωτικές επεμβάσεις φανερές και κρυφές κλπ.
Τελικά η παγκοσμιοποίηση γύρισε μπούμερανγκ για τους αμερικάνους γιατί οι κινέζοι διατήρησαν την κυριαρχία της χώρας τους.
Έτσι μετά από 400 χρόνια δυτικής αιματοβαμμένης κυριαρχίας και λεηλασίας σε όλο τον κόσμο οι δυτικές χώρες κινδυνεύουν να παραμεριστούν και την σκυτάλη του καπιταλιστικού κέντρου να την αναλάβει η Ασία.
Βέβαια οι οικονομολόγοι αν δεν λαμβάνουν υπόψη τους την ιστορία μπορούν να πλάθουν ότι παραμύθια θέλουν όπως της εξειδίκευσης των χωρών πέρα που η αμερικάνικη ήταν σχεδόν εξειδικευμένη σε όλους τους τομείς, του ροβινσώνα κρούσου κλπ.
Τώρα για τους διάφορους παγκόσμιους δείκτες όπως της ευτυχίας.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 58η θέση από 137 χώρες στον νέο Παγκόσμιο Δείκτη Ευτυχίας 2023 που αξιολογεί τις χώρες για την περίοδο 2020-2022.
Το 2015 η χώρα μας βρισκόταν στην 102η και
την προηγούμενη δημοσίευση του Δείκτη που είχε γίνει το 2020 και κάλυπτε την τριετία 2017-2019, η χώρα μας βρισκόταν στην 77η θέση, σημειώνοντας στο μεταξύ σημαντική άνοδο.
το 2019 στην 82η θέση στην παγκόσμια κατάταξη.
Συμπέρασμα, 102-58 = 44 θέσεις πάνω μέσα στα μνημόνια έτσι οι έλληνες μπορούν να βροντοφωνάξουν όχι ένα, δύο, τρία αλλά πολλά ακόμα μνημόνια μέχρι να κατακτήσουμε την πρώτη θέση.
Τώρα είδατε τι μπορεί να συμβεί στους παγκόσμιους δείκτες αν είμαστε καλά και υπάκουα παιδιά των Γερμανό-αμερικάνων.
Το βασικό μας θέμα όμως είναι ο τρόπος που επέλεξαν οι δανειστές μας να λύσουν το πρόβλημα του χρέους της ελλάδας.
Έτσι πάμε στο βιβλίο ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ στον μύθο
Μείωση των μισθών για αύξηση της ανταγωνιστικότητας που αξίζει να διαβαστεί ολόκληρο και το παραθέτουμε αυτούσιο παρακάτω.
Πού μας λέει με δύο λόγια απλά και σαφή ότι όλες οι σχολές των οικονομολόγων συμφωνούν ότι η μείωση του χρέους επιτυγχάνεται με αύξηση των δαπανών, των παραγωγικών επενδύσεων και όχι με την μείωση τους γιατί τότε καταστρέφεται η χώρα.
Το ΔΝΤ, η Γερμανία, η Ευρωπαϊκή ένωση αφού το γνώριζαν γιατί προέβηκαν σε αυτή την εγκληματική πολιτική της καταστροφής της χώρας και συνεχίζουν την ίδια πολιτική;
Απλούστατα για να την έχουν μια ζωή εξαρτημένη αποικία όπως αρμόζει στην πραγματική φύση των ιμπεριαλιστικών χωρών.
Διαβάστε το έχει ενδιαφέρον για την απλή, σαφή και κατανοητή γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ίσως να σας είναι χρήσιμο στις εκλογές που έρχονται για ποια κόμματα να μην ψηφίσετε.
Μείωση των μισθών για αύξηση της ανταγωνιστικότητας
Ο μύθος
Αυτός ο μύθος αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση, γιατί δεν δημιουργήθηκε ούτε διαδόθηκε από τους μη ειδικούς, όπως συνέβη με την πλειονότητα των υπόλοιπων μύθων που εξετάζουμε στο παρόν βιβλίο. Αυτό τον μύθο τον επινόησαν και βασίστηκαν πάνω του οι πλέον -υποτίθεται- ειδικοί. Αυτοί που ανέλαβαν να διασώσουν την ελληνική οικονομία μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αυτοί μιλούσαν για την ανάγκη «εσωτερικής υποτίμησης», που σημαίνει μείωση των τιμών των ελληνικών προϊόντων. Ένα από τα βασικά βήματα για να αρχίσει η μείωση των τιμών θα ήταν -υποτίθεται- η μείωση των μισθών, καθώς η μείωση του κόστους παραγωγής θα συμπαρέσυρε και τις τιμές των τελικών προϊόντων. Έτσι, τα ελληνικά προϊόντα θα γίνονταν πιο ανταγωνιστικά, θα αυξάνονταν οι εξαγωγές, θα μειώνονταν οι εισαγωγές και οι ανάγκες μας σε εξωτερικό δανεισμό για τη συντήρηση του εμπορικού μας ισοζυγίου. Σε αυτό τον μύθο βασίστηκαν οι δανειστές μας για να σχεδιάσουν μεγάλο μέρος των απαιτήσεων των μνημονίων. Έτσι, μέσα στις δανειακές συμβάσεις και στα προγράμματα χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας, είδαμε ότι ένα από τα βασικά «εργαλεία» που μας επιβλήθηκαν ήταν η μείωση των μισθών.
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτό τον μύθο, η Ελλάδα έφτασε στο σημείο της αδυναμίας αποπληρωμής των δανείων της και της κρίσης χρέους μέσα από τον εξής φαύλο κύκλο:
•Υψηλοί μισθοί. Ξεκινήσαμε από το αξίωμα ότι στην Ελλάδα οι μισθοί είναι υψηλοί. Το πώς κρίνονται υψηλοί και γιατί δεν το μάθαμε. Αλλά και όταν ακόμα χρησιμοποιήθηκαν σχετικά επιχειρήματα, όπως θα δούμε παρακάτω, αυτά ήταν σαθρά.
•Ακριβά παραγόμενα αγαθά. Τα παραγόμενα προϊόντα και οι υπηρεσίες, λόγω της επιβάρυνσής τους με υψηλούς μισθούς, είναι ακριβά.
•Χαμηλή διεθνής ανταγωνιστικότητα. Όταν τα ελληνικά προϊόντα είναι ακριβά, δεν μπορούν να ανταγωνιστούν επιτυχώς στην εσωτερική, αλλά και στη διεθνή αγορά τα ξένα αγαθά που είναι φθηνότερα.
•Μείωση εξαγωγών. Οι ξένοι δεν αγοράζουν ελληνικά προϊόντα επειδή είναι σχετικά ακριβά. Έτσι, οι εξαγωγές μας βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο.
•Αύξηση εισαγωγών. Τα ελληνικά προϊόντα είναι ακριβά και στο εσωτερικό για τους έλληνες πολίτες σε σχέση με τα εισαγόμενα, με αποτέλεσμα οι έλληνες καταναλωτές να προτιμούν τα εισαγόμενα και οι εισαγωγές μας από το εξωτερικό να αυξάνονται.
•Διεύρυνση του ελλειμματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η μείωση των εξαγωγών και η αύξηση των εισαγωγών οδηγούν σε έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών μας.
• Δανεισμός. Για να καλυφθεί το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και, εφόσον εξαιτίας του περισσότερο χρήμα φεύγει στο εξωτερικό απ'ό,τι έρχεται στο εσωτερικό, η χώρα πρέπει να δανείζεται από το εξωτερικό.
Πώς μετράμε τη διεθνή ανταγωνιστικότητα;
Είδαμε ότι στη βάση της επιβολής της μείωσης των μισθών ήταν η θεώρηση ότι η Ελλάδα έχει χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Η μέτρηση της ανταγωνιστικότητας μιας χώρας επιτυγχάνεται μέσω του δείκτη Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας (ΜΚΕ). Δεν θα κάνουμε αναλυτική τεχνική περιγραφή του ΜΚΕ, δηλαδή του πώς ακριβώς υπολογίζεται στα μακροοικονομικά, καθώς κάτι τέτοιο θα δυσκόλευε τον αναγνώστη χωρίς να είναι απαραίτητο. Θα πούμε, όμως, ότι ο δείκτης αυτός μετράει το κόστος εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή μίας μονάδας προϊόντος. Για τις ανάγκες του κεφαλαίου αυτού, ας πούμε ότι ο αριθμητής μετράει το σύνολο του κόστους της εργασίας στην οικονομία για έναν χρόνο. Ο παρονομαστής μετράει το σύνολο της αξίας των προϊόντων που παράγονται στην οικονομία σε έναν χρόνο:
ΜΚΕ= Κόστος εργασίας /Αξία παραγόμενων προϊόντων.
Για παράδειγμα, αν παράγουμε μόνο τσιμέντο αξίας 100 ευρώ σε ένα έτος και οι μισθοί των εργατών και των υπαλλήλων που σχετίζονται για την παραγωγή του στο έτος αυτό ήταν 20 ευρώ, τότε το ΜΚΕ της χώρας αυτής είναι 20/100 = 0,20 ευρώ.
Η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και το ΜΚΕ
Σύμφωνα, λοιπόν, με τους ειδικούς, το ΜΚΕ στη χώρα μας έχει αυξηθεί πολύ κατά τα τελευταία χρόνια. Το ΜΚΕ, βέβαια, αυξήθηκε σε όλες σχεδόν τις χώρες. Όμως, αυτό που μας αφορά περισσότερο, διότι έχει να κάνει με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, είναι ότι το ΜΚΕ στην Ελλάδα αυξήθηκε με μεγαλύτερο ρυθμό απ'ό,τι σε άλλες χώρες ανταγωνιστικές με την Ελλάδα. Έτσι, το αυξημένο κόστος της εργασίας μετακυλίεται στην τιμή πώλησης και τα ελληνικά προϊόντα ακριβαίνουν σε σχέση με τα ανταγωνιστικά από το εξωτερικό. Σίγουρα, μια τέτοια εξέλιξη είναι αρνητική για μια οικονομία.

Στο Διάγραμμα 1 βλέπουμε το ΜΚΕ της Ελλάδας σε σύγκριση με άλλες χώρες διαχρονικά. Θέτοντας ως 100 στο έτος 2000 το ΜΚΕ της Ελλάδας, της Γερμανίας και της Ευρωζώνης (18 χωρών), μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη διαχρονική εξέλιξή του από το 2000 έως και το 2013. Ουσιαστικά, με τον τρόπο αυτό βλέπουμε τον σχετικό ρυθμό μεταβολής του ΜΚΕ στις τρεις αυτές οικονομίες (Ελλάδα, Γερμανία, Ευρωζώνη). Παρατηρούμε ότι το σχετικό ΜΚΕ της Ελλάδας αυξήθηκε σημαντικά από το 2000 έως και το 2009 και έκτοτε με την κρίση γνώρισε μεγάλη πτώση. Αύξηση, βέβαια, σημείωσε και το ΜΚΕ της Γερμανίας και της Ευρωζώνης. Όμως, το ΜΚΕ της Ελλάδας αυξήθηκε με μεγαλύτερο ρυθμό. Έτσι, αυτό που δείχνει το διάγραμμα είναι ότι, αν ένα προϊόν επιβαρυνόταν με 100 ευρώ μονάδες κόστους εργασίας το 2000 στην Ελλάδα, το 2009 η επιβάρυνση έφτασε τα 135 ευρώ. Είχαμε αύξηση, δηλαδή, 35%. Η αντίστοιχη αύξηση στη Γερμανία ήταν 6% και στην Ευρωζώνη 20%. Σύμφωνα με αυτά τα νούμερα, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας μειώθηκε κατά 29% σε σχέση με τη Γερμανία και 15% σε σχέση με την Ευρωζώνη.
Η λάθος ερμηνεία του ΜΚΕ
Τα παραπάνω νούμερα ερμηνεύτηκαν ως μία από τις βασικότερες αιτίες της ελληνικής κρίσης χρέους. Έτσι, από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τους βασικούς δανειστές μας στην κρίση, η μείωση του ΜΚΕ θεωρήθηκε βασικός στόχος στα προγράμματα προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας. Ως εδώ τα πράγματα είναι σωστά. Μια μείωση του ΜΚΕ θα έκανε την ελληνική οικονομία πιο ανταγωνιστική, με αποτέλεσμα την αύξηση των εξαγωγών και τη μείωση των εισαγωγών, αφού, πλέον, τα ελληνικά προϊόντα θα ήταν πιο φθηνά συγκριτικά μετά ξένα.
Τόσο οι ξένοι όσο και οι έλληνες καταναλωτές θα αύξαναν τη ζήτησή τους για τα προϊόντα της Ελλάδας. Όμως, η μείωση του λόγου του ΜΚΕ μπορεί να γίνει ή με τη μείωση του αριθμητή ή με την αύξηση του παρονομαστή ή και με τα δύο ταυτόχρονα.
Τα μνημόνια που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα επέβαλαν τη μείωση του ΜΚΕ μέσω της μείωσης του αριθμητή, δηλαδή μέσω μείωσης των μισθών και μόνο. Διατυπώθηκε, πλέον, στην πράξη και επίσημα ο μύθος της αύξησης της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης των μισθών. Κανείς δεν μίλησε ή δεν έκανε ταυτόχρονα κάτι για την αύξηση του παρονομαστή.
Γιατί δεν ήταν λύση η μείωση των μισθών;
Κατ'αρχάς, γιατί αποτελεί μια βραχυπρόθεσμη και λανθασμένη προσέγγιση στο όποιο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, ούτε και στα οικονομικά. Ακόμα και αν επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης του ΜΚΕ, ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει αυτό θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία μας στο παρόν, αλλά και στο μέλλον. Για παράδειγμα, αν ο στόχος ενός γιατρού είναι να μειώσει το βάρος ενός υπέρβαρου ασθενή κατά 30 κιλά, αυτό μπορεί να το επιτύχει με δύο εναλλακτικούς τρόπους: με σωστή διατροφή και άσκηση ή κόβοντάς του το ένα πόδι. Η δεύτερη λύση, μάλιστα, θα φέρει και πιο άμεσα το επιθυμητό αποτέλεσμα της μείωσης του βάρους. Φυσικά, είναι κατανοητό ότι αυτή η επιλογή, αν και εύκολη και άμεση, απέχει πολύ από την ενδεδειγμένη λύση για τη μείωση του βάρους. Η λύση που θα είναι αποτελεσματική και ιδανική για τη μακροχρόνια υγεία του ασθενή είναι η σωστή διατροφή και άσκηση.
Στην οικονομική επιστήμη, για το θέμα αυτό υφίσταται το λεγόμενο παράδοξο του Kaldor, σύμφωνα με το οποίο οι χώρες που μετά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν τη μεγαλύτερη αύξηση του κόστους εργασίας κατέκτησαν και το μεγαλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς. Μελέτη της νεότερης περιόδου, 1978-1994, από τον Fagerber επιβεβαίωσε το παράδοξο του Kaldor. Βλέπουμε, δηλαδή, εμπειρικά ότι το υψηλό κόστος εργασίας δεν αποτέλεσε τροχοπέδη για την ανάπτυξη, την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα των χωρών αυτών. Γιατί να είναι λοιπόν για την Ελλάδα;
Αν οι υψηλοί μισθοί ήταν το πρόβλημα της Ελλάδας και η αιτία των χαμηλών ξένων επενδύσεων και της μειωμένης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, τότε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Δανία, η Μεγάλη Βρετανία και, γενικά, όλες σχεδόν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ήταν σε δυσμενέστερη θέση από την Ελλάδα. Όλες αυτές οι χώρες πληρώνουν διπλάσιους και τριπλάσιους μισθούς απ'ό,τι η Ελλάδα για την ίδια εργασία.

Στο Διάγραμμα 2 βλέπουμε το κόστος εργασίας ανά ώρα στον ιδιωτικό τομέα για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο μέσος όρος των 28 χωρών είναι 25,90 ευρώ την ώρα, ενώ στην Ελλάδα το ωριαίο κόστος εργασίας είναι πολύ κάτω από τον μέσο όρο, στα 13,60 ευρώ. Στη Δανία, το κόστος εργασίας είναι 42,70 ευρώ, δηλαδή 3,13 φορές μεγαλύτερο από αυτό της Ελλάδας. Πώς μπορούν, λοιπόν, οι χώρες αυτές να είναι πολύ πιο ανταγωνιστικές από την Ελλάδα με τόσο υψηλό εργατικό κόστος; Γιατί δεν είναι η Βουλγαρία μία από τις πιο ανταγωνιστικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το ωριαίο κόστος εργασίας είναι μόλις 4,10 ευρώ, δηλαδή 10,41 φορές μικρότερο από αυτό της Δανίας; Τα ερωτήματα αυτά στα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν ότι το κόστος εργασίας δεν αποτελεί τη βάση του προβλήματος. Δεν είναι ο αριθμητής του ΜΚΕ το πρόβλημα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο παρονομαστής, δηλαδή το σύνολο του προϊόντος που παράγεται, και αυτό έχει να κάνει με την παραγωγικότητα.
Η παραγωγικότητα
Η Δανία είναι πιο παραγωγική και ανταγωνιστική από την Ελλάδα, πάρα τους τριπλάσιους μισθούς, γιατί η παραγωγικότητα των Δανών είναι περισσότερο από τριπλάσια. Για παράδειγμα, έστω ότι ο μισθός του δανού εργάτη που παράγει μαρκαδόρους είναι 2.000 ευρώ και του έλληνα 1.000 ευρώ για την ίδια δουλειά. Η ποσότητα που παράγει ο δανός εργαζόμενος τον μήνα είναι 6.000 μαρκαδόροι, ενώ ο έλληνας παράγει 2.000 μαρκαδόρους. Έτσι, το ΜΚΕ είναι για τον Δανό 2000/6000 = 0,33 ευρώ, ενώ για τον Έλληνα είναι 1000/2000 = 0,5 ευρώ. Άρα, το εργατικό κόστος στη Δανία είναι 0,33 ευρώ για κάθε μαρκαδόρο, ενώ στην Ελλάδα είναι 0,50 ευρώ. Για αυτό, ο δανός επιχειρηματίας είναι πιο ανταγωνιστικός. Μπορεί να πουλά σε χαμηλότερες τιμές τους μαρκαδόρους του απ' ό,τι ο έλληνας ανταγωνιστής του. Τόσο οι δανοί όσο και οι έλληνες καταναλωτές θα προτιμήσουν τους μαρκαδόρους από τη Δανία, γιατί είναι πιο φθηνοί.
Επομένως, το καθοριστικό στοιχείο είναι η παραγωγικότητα. Χρειάζεται αύξηση της παραγωγικότητας και όχι μόνο μείωση των μισθών, για να γίνει μια οικονομία ανταγωνιστική. Το παραπάνω παράδειγμα, με την παραγωγή μαρκαδόρων στην Ελλάδα και στη Δανία, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και αποδεικνύει γιατί μια χώρα μπορεί να έχει διπλάσιους μισθούς από κάποια άλλη, αλλά ταυτόχρονα να καταφέρνει να είναι πιο ανταγωνιστική. Δεν συνεπάγεται, όμως, ότι ο έλληνας εργαζόμενος είναι πιο τεμπέλης από τον δανό εργαζόμενο ή εργάζεται λιγότερες ώρες. Στην πραγματικότητα, όπως εξηγούμε και στο Κεφάλαιο 6 για τον μύθο του τεμπέλη Έλληνα, ο Έλληνας εργάζεται πολύ περισσότερο. Στις πιο παραγωγικές οικονομίες της Ευρώπης, η εβδομαδιαία απασχόληση είναι μόλις 35 ή 32 ώρες και όχι 40 ή περισσότερες, όπως στην Ελλάδα. Η μεγάλη διαφορά στην παραγωγικότητα προέρχεται από το επενδυμένο κεφάλαιο.
Η καθοριστική σημασία των επενδύσεων
Οι οικονομολόγοι μιλάμε συνέχεια για την αναγκαιότητα και σημασία των επενδύσεων σε μια οικονομία. Θα γίνει παρακάτω κατανοητό με ένα παράδειγμα γιατί επιμένουμε σε αυτό. Η παραγωγική διαδικασία απαιτεί και τους δύο συντελεστές της παραγωγής, όπως τους λέμε στα οικονομικά, την εργασία και το κεφάλαιο. Φανταστείτε στο παράδειγμα με την παραγωγή μαρκαδόρων ότι η συναρμολόγηση, το γέμισμα με μελάνι και η συσκευασία στη Δανία γίνονται με μηχανήματα, ενώ στην Ελλάδα χειρωνακτικά. Είναι προφανές ότι με την ίδια εργασία στη Δανία θα παράγονται πολύ περισσότεροι μαρκαδόροι, τριπλάσιοι απ'ό,τι στην Ελλάδα, όπως υποθέσαμε παραπάνω. Αυτή είναι μια ρεαλιστική υπόθεση. Έτσι, παρά το γεγονός ότι ο δανός πληρώνεται δύο φορές περισσότερο από τον έλληνα εργαζόμενο, καταφέρνει με τη βοήθεια της τεχνολογίας να παράγει τρεις φορές περισσότερους μαρκαδόρους. Δεν είναι, λοιπόν, η τεμπελιά του Έλληνα που κάνει τη διαφορά στην παραγωγικότητα, αλλά το κεφάλαιο με τη μορφή μηχανημάτων, παραγωγικού εξοπλισμού και τεχνολογίας που έχει στη διάθεσή του ο Δανός.
Επιπλέον, το κόστος της εργασίας στην τελική τιμή ενός προϊόντος είναι μόλις το 5%-10%.
Όσο και να μειωθεί ο μισθός, ακόμα και κατά 50% ή και χωρίς καθόλου αμοιβή, τα ελληνικά προϊόντα θα γίνονταν 10% το πολύ πιο ανταγωνιστικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε έρευνα που έγινε σε έλληνες επιχειρηματίες, πριν από τις μειώσεις των μισθών, για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην παραγωγικότητα και στην ανταγωνιστικότητά τους αναφέρουν κατά σειρά σημαντικότητας τα εξής:
1. Υψηλή φορολογία
2. Μεγάλη γραφειοκρατία
3. Έλλειψη έρευνας
Σύμφωνα με τους ίδιους τους επιχειρηματίες, το κόστος εργασίας δεν ήταν σημαντικό. Μάλιστα, δεν υπήρχε ως επίσημο αίτημα των συνδέσμων ελληνικών επιχειρήσεων σχεδόν ποτέ.
Το αποτέλεσμα της μείωσης των μισθών
Οι μειώσεις των μισθών που έγιναν όχι μόνο δεν πέτυχαν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, αλλά οδήγησαν σε περαιτέρω συρρίκνωσή της και συνέχιση της μεγάλης ύφεσης έως και σήμερα. Οι μειωμένοι μισθοί είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, την αύξηση των αποθεμάτων (προϊόντων που δεν πωλούνται) των επιχειρήσεων, με επακόλουθη μείωση της παραγωγής τους από τις επιχειρήσεις, ώστε να μη συσσωρεύουν αποθέματα. Η μείωση της παραγωγής οδήγησε σε μείωση της απασχόλησης, μέσω απολύσεων ή μειωμένων ωραρίων εργασίας (μερική απασχόληση, μείωση ημερών εβδομαδιαίας εργασίας), η οποία μείωσε ακόμα περισσότερο τα εισοδήματα των νοικοκυριών και την κατανάλωσή τους, προκαλώντας έναν φαύλο κύκλο ύφεσης και ανεργίας. Όλες οι σχολές οικονομικής σκέψης, σε περιόδους ύφεσης, συστήνουν ως λύση την αύξηση της κατανάλωσης, μέσω αύξησης των κρατικών δαπανών και μείωσης των φόρων, προκειμένου να τονωθούν τα εισοδήματα και η ζήτηση στην αγορά, σπάζοντας τον κύκλο της ύφεσης. Στην Ελλάδα συνέβη το αντίθετο, με τα γνωστά επακόλουθα που δεν αποτέλεσαν έκπληξη για τους οικονομολόγους.
Ποια θα ήταν η ενδεδειγμένη λύση;
Όπως προαναφέραμε, η λύση που επιλέχθηκε πέτυχε τη μείωση του ΜΚΕ, αλλά έφερε πολύ μεγαλύτερα προβλήματα στην ελληνική οικονομία, όπως μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και περαιτέρω ύφεση. Η μείωση των μισθών και των κρατικών δαπανών και η αύξηση των φόρων οδήγησαν στη μειωμένη ζήτηση για κατανάλωση. Η Ελλάδα δεν έγινε ξαφνικά κέντρο και παράδειγμα ανταγωνιστικότητας, παρά τη σημαντική μείωση του ΜΚΕ κατά 13,6% όπως είδαμε στο Διάγραμμα 1. Συγκεκριμένα, από 135 το 2009 έπεσε στο 117 το 2013 και έκτοτε είχε μεγαλύτερη πτώση.
Η ενδεδειγμένη, μακροχρόνια, επιτυχημένη και αποτελεσματική λύση θα ήταν η προσπάθεια για αύξηση του παρονομαστή του ΜΚΕ, δηλαδή η αύξηση του ΑΕΠ. Για να επιτευχθεί αυτό, θα έπρεπε να δημιουργηθούν οι συνθήκες για να γίνουν επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο υψηλής τεχνολογίας. Οι επενδύσεις αυτές θα βοηθούσαν να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, μειώνοντας το κατά μονάδα κόστος, μέσω της αυξημένης παραγωγής, δηλαδή του παρονομαστή του ΜΚΕ, χωρίς μείωση των μισθών. Έτσι, το ΜΚΕ θα μπορούσε να μειωθεί με αποτελεσματικό τρόπο μακροπρόθεσμα, χωρίς να παρατείνονται η ύφεση, η ανεργία και η μειωμένη κατανάλωση και αβεβαιότητα στην ελληνική οικονομία.
Όμως, η λύση της αύξησης του παρονομαστή είναι δύσκολη, γιατί η υλοποίησή της απαιτεί κόπο, αρκετό χρόνο, προσεκτικό σχεδίασμά και προγραμματισμό. Αντίθετα, η λύση της μείωσης των μισθών είναι εύκολη, άμεση, αλλά ταυτόχρονα λανθασμένη και καταστροφική, όπως αποδείξαμε παραπάνω.
Τέλος, τόσο στο Διάγραμμα 1 όσο και σε άλλες στατιστικές μελέτες για το ΜΚΕ, δεν λαμβάνεται υπόψη το ύψος της παραοικονομίας. Στην Ελλάδα, η παραοικονομία είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στη χώρα μας, οι υπολογισμοί φτάνουν το ύψος της παραοικονομίας στο 20%-30% του ΑΕΠ, ενώ σε άλλες χώρες της ΕΕ είναι 5%-10%. Η παραοικονομία μειώνει το ΑΕΠ που βρίσκεται στον παρονομαστή του ΜΚΕ και έτσι αυξάνει το ΜΚΕ πλασματικά.
Συμπέρασμα
Η λογική του να μειώσουμε τους μισθούς για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι όχι μόνο απλοϊκή, αλλά, κυρίως, επικίνδυνη. Είδαμε ότι η διεθνής ανταγωνιστικότητα μιας χώρας μετριέται μέσω του Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας. Όμως, ο στόχος της μείωσης του Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας δεν πρέπει να προέλθει από τη μείωση των μισθών, αλλά από την αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία είναι μειωμένη σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας. Παρ'όλα αυτά, οι ανταγωνιστές μας δεν είναι περισσότερο παραγωγικοί και ανταγωνιστικοί επειδή έχουν χαμηλούς μισθούς. Αντίθετα, στις πιο ανεπτυγμένες, παραγωγικές και ανταγωνιστικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι μισθοί για την ίδια εργασία είναι δύο και τρεις φορές υψηλότεροι απ' ό,τι στην Ελλάδα. Αυτές οι χώρες καταφέρνουν να είναι πιο παραγωγικές όχι επειδή οι εργαζόμενοι εκεί είναι πιο εργατικοί από τους Έλληνες, αλλά η πολύ μεγάλη παραγωγικότητα επιτυγχάνεται μέσω επενδύσεων σε κεφάλαιο υψηλής τεχνολογίας και απόδοσης. Έτσι, ο κάθε εργαζόμενος μπορεί να παράγει περισσότερα αγαθά ανά μονάδα χρόνου απ'ό,τι ο Έλληνας. Είδαμε, όμως, ότι η λύση που, τελικά, επιλέχθηκε για την Ελλάδα ήταν η μείωση των μισθών, η οποία οδήγησε σε μείωση της ζήτησης, της παραγωγής, της απασχόλησης, του ΑΕΠ και των φορολογικών εσόδων, καθώς και σε αύξηση της ανεργίας.