Με αφορμή τις πρόσφατες καταγγελίες για την κιβωτό του κόσμου

Με αφορμή τις πρόσφατες καταγγελίες για την κιβωτό του κόσμου θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μία διαφορετική άποψη των αιτιών πού εμφανίζουν, δημιουργούν αυτά τα φαινόμενα.
Σαν βασική αιτία θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε την πολιτική των κομμάτων που παραγκωνίζουν και δεν θεωρούν σαν ανθρώπους τους αδύνατους έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η έλλειψη θεσμικού πλαισίου.
Αυτό θα φανεί καθαρότερα από το άρθρο που παρατίθεται κατωτέρω. Ο ΙΔΙΟΤΥΠΟΣ ΔΙΑΝΕΜΗΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ (1995-2008) ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ.
Επίσης στο σημερινό άρθρο θα κάνουμε μία αναδρομή στο παρελθόν και θα δούμε την φορολογική πολιτική των κυβερνήσεων από το 1995 έως το 2008.
Ο λόγος είναι διττός, για να αντιληφθούμε
1. κάτι πού όλα τα κόμματα αποφεύγουν να θίξουν για λόγους ψηφοθηρικούς και
2. Την ευκολία της οικονομικής κατοχής που επιβλήθηκε στην ελλάδα, αρκεί να αναλογιστούμε ότι χρειάστηκε ένας πόλεμος του 1897 με την Τουρκία για να καταφέρουν να μας επιβάλουν διεθνή οικονομικό έλεγχο και το ξεζούμισμα της ελληνικής οικονομίας ελέγχοντας και παρακρατώντας τα έσοδα πολλών μονοπωλίων για την εξόφληση των χρεών.
Έτσι στο ΔΟΕ αποδίδονταν τα έσοδα των μονοπωλίων αλατιού, πετρελαίου, σπίρτων, τραπουλόχαρτων, τσιγαροχάρτων και σμυρίδας Νάξου, ο φόρος καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και οι δασμοί του τελωνείου Πειραιά.
Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (ΔΟΕ) ονομαζόταν ο έλεγχος των δημοσίων οικονομικών της Ελλάδας που επιβλήθηκε από Ευρωπαϊκές χώρες που δάνεισαν την Ελλάδα το φθινόπωρο του 1897 ενώ αυτή είχε χρεοκοπήσει τέσσερα χρόνια πριν, με στόχο την αποπληρωμή των χρεών της προς τους πιστωτές της. Τον έλεγχο εκτελούσε μια εξαμελής επιτροπή, η Διεθνής Οικονομική Επιτροπή (Commission Internationale Financière de la Grèce), με μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα από το 1897 μέχρι το 1978, για 81 χρόνια.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE%CF%82_%CE%9F%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%88%CE%BB%CE%B5%CE%B3%CF%87%CE%BF%CF%82_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1%CF%82_1898
Απ' το 1893 το κράτος είχε δηλώσει "στάση πληρωμών". Τέσσερα χρόνια μετά είχαμε τον ατυχή και τραγικό πόλεμο του '97, τον οποίον ο υπ. Στρατιωτικών Ν. Σμολένσκης, ο νικητής υποστράτηγος του Βελεστίνου, χαρακτήρισε ως "αιματηρή κωμωδία" παραιτηθείς.
Το 1892 ήρθε στην Ελλάδα ο Έντουαρντ Λο, έμπειρος Άγγλος διπλωμάτης, ως απεσταλμένος της βρετανικής κυβέρνησης, ικανοποιώντας σχετική επιθυμία του Χαρίλαου Τρικούπη.
Πού κρύβεται, λοιπόν, ο αληθινός υπαίτιος για την πτώχευση, που ήρθε λίγους μήνες μετά την έκθεση Λο; «Θα ήμουν διατεθειμένος να αποδώσω το ατύχημα στον υπερβολικό δανεισμό στο εξωτερικό, που προκάλεσε επιβάρυνση των εσόδων και στην επιβάρυνση αυτή ο τόπος, με ατελή διοίκηση των δημοσίων οικονομικών, δεν μπόρεσε να αντέξει. Σε ίσο βαθμό όμως έφταιγε και η χαλαρότητα της διοικήσεως, που παραμέλησε την τακτική είσπραξη των φόρων, ενώ το εμπορικό ισοζύγιο, όπως δείχνουν οι πίνακες των εισαγωγών και εξαγωγών, ήταν σταθερά παθητικό».
https://argolikivivliothiki.gr/tag/%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE%CF%82-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%AE/
Σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό για να διατηρείτε η ηρεμία και η ομαλή συνέχεια του χρειάζονται μικρά η και μεγάλα στρώματα του λαού, εξαρτάται από τους αγώνες του λαού της κάθε χώρας, να απολαμβάνουν κάποια οφέλη σε βάρος του συνόλου της κοινωνίας, αυτά αποφεύγουν να τα αναφέρουν κόμματα τα οποία ενδιαφέρονται για μία πιο δίκαιη κοινωνία.
Ο λόγος καθαρά ψηφοθηρικός. Έτσι αυτά τα στρώματα πολλές φορές αποκτούν δικαιώματα στο όνομα του λαού σε βάρος του λαού.
Το επιστημονικό δυναμικό της χώρας εντάσσεται μέσα σε αυτή την κατηγορία αυτός είναι ένας από τους λόγους πού επικρατεί αυτή η εκκωφαντική σιωπή εκ μέρους τους.
Και όχι μόνο η σιωπή αλλά πολλές φορές και η συνέργεια με το κράτος σε βάρος των δικαιωμάτων του λαού.
Πρόσφατο παράδειγμα ο υποχρεωτικός πειραματικός εμβολιασμός όχι μόνο του ιατρικού προσωπικού αλλά και όλου του πληθυσμού στην πράξη, τι θα γινόταν όμως αν όλο το ιατρικό προσωπικό αρνιόταν την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών;
Θα κλείνανε όλα τα νοσοκομεία και θα απαγόρευαν την ιατρική στην ελλάδα;
μιάς και είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός για την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος.
Ένα άλλο σημείο πού θα θέλαμε να αναφέρουμε που αφορά τα επαναστατικά κόμματα είναι αυτό το «καπιταλισμό έχουμε» μη αντιλαμβανόμενοι ή δεν θέλουν να αντιληφθούν λόγω σκοπιμοτήτων την ποιοτική διαφορά του κοινωνικού σχηματισμού στην ελλάδα πρίν και μετά των μνημονίων δηλαδή την σχετική ανεξαρτησία που υπήρχε πριν και κατόπιν έως την μελλοντική αποπληρωμή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους με την εποπτεία και την πλήρη διαχείριση της οικονομίας και των δημοσίων εσόδων της ελλάδας από τους δανειστές.Τέλος θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι τα ίδια προβλήματα σε νέες συνθήκες ταλαιπωρούν την ελλάδα διαβάζοντας τα συμπεράσματα του άγγλου διπλωμάτη Λό.
Α) Υπερβολικός δανεισμός κερδοφόρος για τους έχοντες εντός και εκτός της ελλάδας.
Β) Αποφορολόγηση των πλουσίων και υπερφορολόγηση του μεγαλύτερου μέρους του λαού.
Γ) Αποβιομηχάνιση με αποτέλεσμα το εμπορικό έλλειμμα να μην μπορεί να καλυφθεί από άλλες πηγές έτσι οδηγούμαστε στον δανεισμό.
Όλα αυτά είναι άμεσα συνδεμένα με το πρόβλημα της εξάρτησης.
Παρακάτω ακολουθεί μία μελέτη για το φορολογικό σύστημα στην ελλάδα την περίοδο 1995-2008.
ΑΠΟ Σύγχρονα Θέματα, τεύχος 120, Ιανουάριος - Μάρτιος 2013Ο ΙΔΙΟΤΥΠΟΣ ΔΙΑΝΕΜΗΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ (1995-2008) ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ
Ο Γιώργος Ιωαννίδης είναι διδάκτορας πολιτικής οικονομίας.
Εισαγωγικά
Η περίοδος 1995-2008 συνιστά μια περίοδο θεμελιακών μετασχηματισμών για την ελληνική οικονομία. Η κυριαρχία των υπηρεσιών ως προς την παραγωγή του ΑΕΠ και η υποχώρηση της μεταποίησης, η τεράστια επέκταση της μισθωτής εργασίας και η αντίστοιχη μείωση της αυτοαπασχόλησης, η ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων έναντι των μικρών, η μαζική είσοδος των μεταναστών, το άνοιγμα της οικονομίας στον διεθνή ανταγωνισμό και η επέκτασή της στα Βαλκάνια και την Τουρκία, η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όλα αυτά (και άλλα τόσα) αποτελούν όψεις ενός μετασχηματισμού που συντελέστηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Με αυτό το δεδομένο, εμφανίζεται καταρχήν ως παράδοξο το γεγονός ότι η δομή του φορολογικού συστήματος και τα οικονομικά αποτελέσματά του μεταβλήθηκαν οριακά.
Η ερμηνεία αυτού του παράδοξου βρίσκεται στον ιδιότυπα διανεμητικό χαρακτήρα της εξέλιξης του φορολογικού συστήματος- δηλαδή στο γεγονός, ότι οι κυβερνητικές παρεμβάσεις της περιόδου 1995-2008 είχαν ως τελικό αποτέλεσμα ότι το πλεόνασμα, που προέκυψε από τις ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες, διανεμήθηκε σε επιχειρηματικές ελίτ και συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, αντί να χρηματοδοτήσει τη δικαιότερη κατανομή του φορολογικού βάρους. Έτσι, η ανισοβαρής επιβάρυνση μισθωτών και συνταξιούχων όχι μόνο διατηρήθηκε, αλλά ενισχύθηκε περαιτέρω. Συνεπώς, η μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος αποτελεί αδήριτη ανάγκη- ωστόσο, όπως θα υποστηριχθεί κατά το δεύτερο μέρος του άρθρου, ο συνδυασμός της φορολογικής ατζέντας της Νέας Δημοκρατίας με τον αντιπολιτευτικό λαϊκισμό δεν επέτρεψε την προώθηση της τόσο αναγκαίας φορολογικής μεταρρύθμισης.
Ο ιδιότυπα διανεμητικός χαρακτήρας του φορολογικού συστήματος κατά την περίοδο 1995-2008
Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των δημοσίων εσόδων, τα έτη από το 1995 έως και το 2008 χωρίζονται σε δύο περιόδους, ανάλογα με τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής. Κατά την πρώτη περίοδο (1995-2000), όταν κύριος στόχος ήταν η επίτευξη των κριτηρίων σύγκλισης που θα επέτρεπε τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη, παρατηρήθηκε ισχυρή ενίσχυση των δημοσίων εσόδων. Για πρώτη φορά, μετά το 1980, τα δημόσια έσοδα αυξήθηκαν πάνω από το 30% του ΑΕΠ, φτάνοντας το 36% το 2000 (έναντι 30,2% το 1995).'
Η περαιτέρω εξέταση της δομής των φορολογικών
εσόδων δείχνει ότι η αύξηση προήλθε, κυρίως, από τη φορολογία των
επιχειρήσεων: το 2000 οι επιχειρήσεις απέδωσαν φόρους ύψους 5,7 δις ευρώ (4,1%
του ΑΕΠ), έναντι 2,3 δις το 1995 (2,3% του ΑΕΠ). Αντίθετα, η αύξηση των εσόδων
από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και από τους έμμεσους φόρους ήταν
μικρότερη, γεγονός που αντικατοπτρίζει την αδυναμία να περιοριστούν τα αδήλωτα
εισοδήματα και να βελτιωθεί η συλλογή του ΦΠΑ. Για την ακρίβεια, η αύξηση των
φορολογικών εσόδων που καταβλήθηκαν από φυσικά πρόσωπα (3,6% του ΑΕΠ το 1995,
5% το 2000) οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στον σημαντικό περιορισμό σειράς
φοροαπαλλαγών κοινωνικού χαρακτήρα, κυρίως εκείνων που σχετίζονται με τα
προστατευόμενα μέλη του νοικοκυριού.
2 Σε ό,τι αφορά τον ΦΠΑ, τα έσοδα απλά ακολούθησαν την αύξηση της κατανάλωσης (6,8% το 2000 από 5,6% του ΑΕΠ το 1995).
Εν ολίγοις, η αύξηση των εσόδων που παρατηρήθηκε μεταξύ 1995 και 2000 δεν οφείλεται στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Αντίθετα, οι καθοριστικοί παράγοντες ήταν η οικονομική μεγέθυνση, που δημιούργησε επιπλέον έσοδα μέσω της αύξησης των κερδών και της επέκτασης της απασχόλησης, ο περιορισμός των φοροαπαλλαγών κοινωνικού χαρακτήρα, τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις και οι κοινοτικοί πόροι. Την περίοδο 1995-2000 εισπράχτηκαν μεν περισσότεροι φόροι, αλλά αυτοί οι φόροι απέκτησαν περισσότερο τον χαρακτήρα μιας «προκαταβολής» στο όνομα της εθνικής προσπάθειας για είσοδο στο ευρώ, παρά μιας μόνιμης και διατηρήσιμης κατάστασης που θα προέκυπτε από τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος.
Γι' αυτό, μετά την είσοδο στην ευρωζώνη,
παρατηρήθηκε ταχεία αποκλιμάκωση των φορολογικών εσόδων, ως αποτέλεσμα
συνειδητής πολιτικής επιλογής. Οι κυβερνήσεις τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Νέας
Δημοκρατίας, με μια σειρά νομοθετημάτων μετά το 2001 που προβλήθηκαν ως
«φορολογική μεταρρύθμιση», μείωσαν σταδιακά τους φορολογικούς συντελεστές των
επιχειρήσεων από 45% το 1995 σε 21 % το 2004.3
Η «φυσιογνωμία» της μείωσης των φορολογικών εσόδων ήταν ίδια με εκείνη της αύξησης πέντε χρόνια νωρίτερα. Δηλαδή, μειώθηκαν σημαντικά τα έσοδα από φόρους επί των κερδών των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα το 2010 να περιοριστούν στο 28,7% των συνολικών εσόδων από τον φόρο εισοδήματος (φυσικών και νομικών προσώπων) από 46% το 2004 (ή από 4,1% του ΑΕΠ το 2000 σε 2,5% το 2008). Η μεγαλύτερη μείωση πραγματοποιήθηκε κατά τη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας (2004-2008), όπου τα φορολογικά έσοδα από επιχειρήσεις μειώθηκαν σε απόλυτα μεγέθη κατά -1,3%, παρά το γεγονός ότι τα δηλωθέντα κέρδη αυξήθηκαν κατά 35,2%. Έτσι, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, δηλαδή ο φορολογικός συντελεστής που προκύπτει εάν συνυπολογίσουμε τις εκπτώσεις φόρου και τις φοροαπαλλαγές, διατηρήθηκε σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (18,6% στην Ελλάδα έναντι 27,8% στην ΕΕ). Αντίθετα, η φορολογική επιβάρυνση των νοικοκυριών παρέμεινε σταθερή (5% του ΑΕΠ το 1995, 4,8% το 2008), ενώ τα έσοδα από τον ΦΠΑ αυξήθηκαν ελάχιστα (6,8% του ΑΕΠ το 2000, 7,1 % το 2008) παρά την πολλαπλάσια αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Οι δύο πηγές που κατέστησαν δυνατή τη μείωση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης της οικονομίας, δηλαδή οι παράγοντες που χρηματοδότησαν τη μείωση των φορολογικών εσόδων, ενίσχυσαν περαιτέρω την ανισοκατανομή του φορολογικού βάρους σε βάρος των μισθωτών και των συνταξιούχων.
Η μέση διάρκεια αποπληρωμής του χρέους αυξήθηκε από 1,6 έτη το 1994 στα 10,5
έτη το 2005, ενώ το μέσο μακροχρόνιο ονομαστικό επιτόκιο μειώθηκε από 20,7% το
1994 σε 3,6% το 2005.
Εντός μιας σαφούς ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας που συνδύαζε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της εγχώριας οικονομίας και καλύτερους όρους δανεισμού ελέω ευρώ, οι ελληνικές κυβερνήσεις επέλεξαν τη διατήρηση του χρέους σε επίπεδα που θεωρούσαν διαχειρίσιμα αντί της μείωσής του. Από το 1995, όταν ξεκινά η αναπτυξιακή κούρσα της ελληνικής οικονομίας, το δημόσιο χρέος, παρά τις πρόσκαιρες διακυμάνσεις, συνέχισε να κινείται κοντά στο I 10% του ΑΕΠ. Η δεύτερη πηγή ήταν η σημαντική επέκταση της μισθωτής εργασίας. Κατά την περίοδο 1995-2008, η μισθωτή εργασία αυξήθηκε από το 54% του συνόλου των απασχολούμενων σε 65%. Αντίστοιχα, κατά την περίοδο 2002- 2008, η αύξηση των φορολογικών δηλώσεων με εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες ήταν διπλάσια της αύξησης του συνόλου των φορολογικών δηλώσεων (15% έναντι 7%). Οι συνέπειες για τα φορολογικά έσοδα ήταν εξόχως θετικές. «Οι μισθωτοί δεν φοροδιαφεύγουν», άρα η αύξησή τους είχε ως άμεση συνέπεια τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την αύξηση των εσόδων από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Όμως, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης δεν αύξησε τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Το ύψος τους ως ποσοστό του ΑΕΠ παρέμεινε σταθερό, αλλά άλλαξε η σύνθεσή τους. Κατά την περίοδο 2002-2008, η συμμετοχή των μισθωτών και των συνταξιούχων στα έσοδα του φόρου εισοδήματος αυξήθηκε από 49% σε 55%, ενώ η συμμετοχή των ελεύθερων επαγγελματιών, των εμπόρων, των αγροτών, των βιοτεχνών και των βιομήχανων μειώθηκε από 51% σε 45%. Το 2008, το 77% των φορολογικών εσόδων των φυσικών προσώπων προερχόταν από μισθωτούς και συνταξιούχους μολονότι αυτοί αποτελούσαν μόλις το 54% των φορολογουμένων. Αντίθετα, το 85% των ελεύθερων επαγγελματιών, των αγροτών και των εισοδηματιών, καθ' όλη την περίοδο 2002-2008, δήλωνε ετήσια εισοδήματα κάτω από Ι0.000€ (σε τιμές 2002). Γι' αυτές τις κατηγορίες απασχολουμένων, η οικονομική μεγέθυνση της ίδιας περιόδου φαίνεται ότι δεν είχε καμία θετική επενέργεια στα εισοδήματά τους(!).
Έναν επιπλέον δείκτη του μεγέθους της φοροδιαφυγής αποτελεί η κατανομή των υψηλών εισοδημάτων αναλόγως της πηγής προέλευσης: το 2010, σε μισθωτές υπηρεσίες οφειλόταν το εισόδημα του 50% όσων δήλωσαν άνω των 150.000€ και του 40% όσων δήλωσαν περισσότερα από 500.000€ (!). Είναι προφανές ότι και στην Ελλάδα υπάρχουν υψηλόμισθοι μισθωτοί, όμως, ότι αποτελούν το 40% όσων δηλώνουν ετήσια εισοδήματα άνω του μισού εκατομμυρίου ευρώ αποτελεί ελληνική αποκλειστικότητα. Η απόκρυψη εισοδημάτων από τους μη μισθωτούς έχει αναδειχτεί σε διαρθρωτικό χαρακτηριστικό του φορολογικού συστήματος, το οποίο χαρακτηρίζει εξίσου τόσο τα χαμηλά όσο και τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια.
Εν κατακλείδι, στο μέτρο που διασφαλιζόταν η επαρκής χρηματοδότηση του προϋπολογισμού, το πλεόνασμα που προέκυπτε από την οικονομική ανάπτυξη δεν χρηματοδότησε τη μείωση του δανεισμού, αλλά τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και την ανοχή της φοροδιαφυγής. Γι' αυτό τον λόγο, οι μεταβολές στο ύψος των φορολογικών εσόδων κατά την περίοδο 1995-2008 σχετίζονται μεν ελάχιστα με την οικονομική συγκυρία και τον οικονομικό κύκλο,5 αλλά αντίθετασχετίζονται στενά με τον εκλογικό κύκλο.6
Υπ' αυτή την έννοια, οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στο φορολογικό πεδίο, κατά την περίοδο 1995-2008, υπήρξαν εξόχως διανεμητικές -και όχι αναδιανεμητικές-, αφού είχαν ως αποτέλεσμα τη διανομή του πλεονάσματος που προέκυψε από την οικονομική ανάπτυξη σε επιχειρηματικές ελίτ και σε εκτεταμένες πλην όμως σταθερά οριοθετημένες κοινωνικές ομάδες. Επί σειρά ετών, εκτεταμένα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας υποφορολογούνταν συστηματικά. Ορισμένοι, όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες και τα επιστημονικά επαγγέλματα υψηλού κύρους, λόγω των αυξημένων δυνατοτήτων απόκρυψης εισοδημάτων άλλοι, όπως οι αγρότες και οι μηχανικοί, λόγω της θεσμοθετημένης υποεκτίμησης της φορολογητέας ύλης· οι μά- νατζερς, οι μεγαλομέτοχοι επιχειρήσεων και οι μεγαλοεπιχειρηματίες, λόγω της αυτοτελούς φορολόγησης των εισοδημάτων τους-7 οι μεγάλες επιχειρήσεις, λόγω της διατήρησης περισσότερων από 500 φοροαπαλλαγών8 οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις μέσω της αυτοπεραίωσης κ.ο.κ. Αυτή η κατάσταση διασφάλιζε ευρεία κοινωνική συναίνεση, διότι οι πηγές εισοδήματος ενός οριακά πλειοψηφικού τμήματος του πληθυσμού ήταν/είναι πολυκερματισμένες και η αυτοαπασχόληση διατηρείται σε υψηλά επίπεδα. Συνεπώς, μολονότι δεν κέρδιζαν όλοι το ίδιο, αυτοί που κέρδιζαν δεν ήσαν λίγοι. Οι μεγάλοι χαμένοι αυτής της φορολογικής πολιτικής ήταν οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι χωρίς άλλες πηγές εισοδήματος και εν γένει τα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας. Ήταν αυτοί που «πλήρωναν το μάρμαρο» και ταυτόχρονα στερούνταν τις υπηρεσίες ενός κοινωνικού κράτους, το οποίο εντέλει ποτέ δεν αναπτύχτηκε, όπως έπρεπε, επειδή κανείς δεν ήθελε να το πληρώσει.
Η αναγκαία μεταρρύθμιση που δεν έγινε
Υπάρχουν, λοιπόν, πολλοί λόγοι που καθιστούν αναγκαία τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος στην Ελλάδα. Καταρχήν, υπάρχει η απαίτηση για δίκαιη κατανομή του φορολογικού βάρους στις διάφορες ομάδες του πληθυσμού. Κατά δεύτερο λόγο, εάν θέλουμε να έχουμε κοινωνικό κράτος, η αποκατάσταση της ισορροπίας ανάμεσα στις δημόσιες δαπάνες και τα έσοδα πρέπει να προέλθει κυρίως από την αύξηση των εσόδων και όχι από την περιστολή των δαπανών.
Ο τρίτος λόγος είναι η ίδια η ύφεση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία. Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι καμία ύφεση δεν μπόρεσε να αντιμετωπιστεί με πολιτικές λιτότητας, το ερώτημα που προκύπτει αφορά τις
πηγές που θα χρηματοδοτήσουν ένα πρόγραμμα ανάπτυξης, δεδομένου ότι δεν είναι εφικτός ούτε ο εξωτερικός δανεισμός από τις διεθνείς αγορές ούτε το «κόψιμο» χρήματος.
https://pandemos.panteion.gr/index.php?lang=el&op=record&type=&q=&page=0&pid=iid:14636
Στο κάτω μέρος της ιστοσελίδας εκεί που γράφει Αρχείο κατεβάζετε το
sygx_them_120_14.pdf
Πάνδημος - Ψηφιακή Βιβλιοθήκη, Πάντειο Πανεπιστήμιο
ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ARGOLIKOS ARCHIVAL LIBRARY OF HISTORY AND CULTURE www.argolikivivliothiki.gr
Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (1897 -1978) - 81 χρόνια υποτέλειας και εξάρτησης
«Ελεύθερο Βήμα»
Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.
Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωσή τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.
Διαβάστε στο «Ελεύθερο Βήμα», άρθρο του Φιλόλογου - Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα, που δημοσιεύεται στο βιβλίο του «Δεύτερη Ανάγνωση» με θέμα:
«Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (1897 -1978) - 81 χρόνια υποτέλειας και εξάρτησης»
Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (ΔΟΕ) ονομαζόταν ο έλεγχος των δημοσίων οικονομικών της Ελλάδας. Επιβλήθηκε από Ευρωπαϊκές χώρες, που δάνεισαν την Ελλάδα το φθινόπωρο του 1897, με στόχο την αποπληρωμή των χρεών της προς τους πιστωτές της. Τον έλεγχο εκτελούσε μια εξαμελής επιτροπή, η Διεθνής Οικονομική Επιτροπή, με μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα από το 1897 μέχρι το 1978, για 81 χρόνια. Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα με τη σειρά.
Στην περίοδο 1890-1893 άλλαξαν πέντε κυβερνήσεις, που προσπάθησαν με διάφορους οικονομικούς αυτοσχεδιασμούς να δανειοδοτήσουν την καταρρέουσα οικονομία. Ταυτόχρονα ελήφθησαν μέτρα για αυστηρές περικοπές στις κρατικές δαπάνες - στρατιωτικές δαπάνες, δημόσια έργα και σε όλες τις κρατικές δραστηριότητες. Παράλληλα, ψηφίστηκαν νέοι φόροι και τέλη, καθώς και εκπαιδευτικά τέλη, που προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις. Η κατάσταση ήταν απελπιστική.
Το 1892 ήρθε στην Ελλάδα ο Έντουαρντ Λο, έμπειρος Άγγλος διπλωμάτης, ως απεσταλμένος της βρετανικής κυβέρνησης, ικανοποιώντας σχετική επιθυμία του Χαρίλαου Τρικούπη. Ο πρωθυπουργός, προσπαθώντας να αποφύγει τη δημοσιονομική κατάρρευση, απέβλεπε τότε σε μια ευνοϊκή, αλλά αντικειμενική έκθεση για την ελληνική οικονομία και στη σύναψη ενός νέου εξωτερικού δανείου.
Το Μάρτη του 1893 ο Λο απέστειλε στο Φόρεϊν Οφις την έκθεσή του. Το σημαντικό αυτό κείμενο αποκαλύπτει τις αντικειμενικές συνθήκες διαμόρφωσης του δημοσιονομικού χρέους, που οδήγησαν στη χρεοκοπία του 1893:
«Το ζήτημα που πρέπει να εξετασθεί είναι αν η κρίση αυτή οφείλεται σε μόνιμες δυσμενείς οικονομικές συνθήκες ή σε αποτυχημένη οικονομική διαχείριση. Είναι πρόβλημα κυβερνητικών επιλογών η δημοσιονομική αστάθεια ή πρόβλημα πόρων; Αν υποστηριχθεί πως η δυσκολία οφείλεται σε ανεπιτυχή οικονομική διαχείριση, γεννιέται ένα άλλο ζήτημα: είναι οι πόροι του τόπου αρκετοί ώστε με ένα λογικό νοικοκύρεμα να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που υπάρχουν ή η οικονομική κατάσταση είναι τόσο κρίσιμη, ώστε να μην υπάρχει θεραπεία χωρίς να πειραχθεί η τιμή του ελληνικού έθνους και τα νόμιμα δικαιώματα των δανειστών του;».
Χωρίς περιστροφές ο Λο δίνει την απάντησή του με στόχο να βοηθήσει τον Τρικούπη να πάρει το δάνειο: «Με μια προσωρινή βοήθεια, η σημερινή κρίση μπορεί να υπερπηδηθεί και με μια κατάλληλη πρόνοια στο μέλλον, μπορεί να εξασφαλιστεί η συνέχεια της αναπτύξεως του τόπου με τρόπο ομαλό, όπως έγινε μέχρι σήμερα». Προσθέτει όμως και την τελική του φράση, που ηχούσε απειλητικά: «Χωρίς όμως αυτήν την πρόνοια, καμιά πρόσκαιρη βοήθεια δεν μπορεί να εμποδίσει την τελική συμφορά».
Στην έκθεσή του ο Λο αναλύει τις πραγματικές αιτίες της οικονομικής κρίσης: «Για να δικαιολογηθεί ο υπερβολικός δανεισμός στο εξωτερικό, υποστηρίχθηκε η άποψη ότι ο τόπος έχει επείγουσα ανάγκη ξένων κεφαλαίων για την εσωτερική του ανάπτυξη. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτό είναι σωστό, αλλά η ανάπτυξη αυτή δεν μπορεί, χωρίς σοβαρούς κινδύνους, να εκτείνεται έξω από τα φυσικά της όρια».
Επισημαίνει, λοιπόν, ότι ο «οικονομικός μεγαλοϊδεατισμός», που αναγορεύει τα μεγάλα έργα σε εθνικό στόχο, παραδίδει την οικονομία στη χρηματοπιστωτική άβυσσο, από την οποία δεν επρόκειτο να βγει ποτέ. Η οδυνηρή πραγματικότητα για την Ελλάδα του 19ου αιώνα ήταν ότι κάθε προσπάθεια μεγάλων δημόσιων επενδύσεων ήταν στην ουσία μια υποθήκευση του οικονομικού και πολιτικού της μέλλοντος, αφού βάθαινε μέσω του δανεισμού το δημοσιονομικό της παθητικό και οδηγούσε σε όλο και μεγαλύτερη πολιτική εξάρτηση.
Πού κρύβεται, λοιπόν, ο αληθινός υπαίτιος για την πτώχευση, που ήρθε λίγους μήνες μετά την έκθεση Λο; «Θα ήμουν διατεθειμένος να αποδώσω το ατύχημα στον υπερβολικό δανεισμό στο εξωτερικό, που προκάλεσε επιβάρυνση των εσόδων και στην επιβάρυνση αυτή ο τόπος, με ατελή διοίκηση των δημοσίων οικονομικών, δεν μπόρεσε να αντέξει. Σε ίσο βαθμό όμως έφταιγε και η χαλαρότητα της διοικήσεως, που παραμέλησε την τακτική είσπραξη των φόρων, ενώ το εμπορικό ισοζύγιο, όπως δείχνουν οι πίνακες των εισαγωγών και εξαγωγών, ήταν σταθερά παθητικό».
Έτσι, ήταν λογικό να προβλεφθεί η επερχόμενη πτώχευση από τον Λο, ο οποίος ζήτησε το τελευταίο δάνειο για τη μικρή και φτωχή Ελλάδα του 1893, η οποία ήταν καταχρεωμένη και ζητούσε έλεος. Το δάνειο όμως δε δόθηκε ποτέ και η πτώχευση ήρθε το 1893 με την περίφημη φράση «Δυστυχώς επτοχεύσαμεν», του Χαρίλαου Τρικούπη κατά την τελευταία πρωθυπουργία του. Η δημοσιονομική κατάρρευση του 1893 ήταν μια προέκταση του αντικειμενικού προβλήματος των περιορισμένων εθνικών πόρων σε συνδυασμό με τον υψηλό ρυθμό δανεισμού και την πλήρη κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού έναντι του παραγωγικού κεφαλαίου, που οδήγησε κάποια στιγμή σε αδυναμία πληρωμών.
Μετά την πτώχευση του 1893 όλες οι Ελληνικές Κυβερνήσεις, που ακολούθησαν, προσπάθησαν να έρθουν σε συμβιβαστική συμφωνία με τους δανειστές χωρίς αποτέλεσμα. Οι ξένοι κεφαλαιούχοι και τραπεζίτες, που είχαν αγοράσει το Ελληνικό χρέος, τηρούσαν σκληρή στάση απαιτώντας την άμεση καταβολή όλου του χρέους και στηρίζονταν από τις κυβερνήσεις τους και περισσότερο από τη Γερμανία, την Αγγλία και τη Γαλλία, που πίεζαν την Ελλάδα να φανεί συνεπής.
Τότε επιβλήθηκε μερικός έλεγχος από τους πιστωτές, που ήταν τυπικός κι όχι ουσιαστικός χωρίς δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης στα ελληνικά δημόσια οικονομικά. Η εμπλοκή όμως της χρεοκοπημένης Ελλάδας σε σύρραξη με την Τουρκία στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 βρήκε την Ελλάδα σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Ο ελληνικός στρατός ήταν ανίκανος να αντιπαραταχθεί στα οθωμανικά στρατεύματα, που είχαν καταλάβει τη Θεσσαλία και τμήμα της Στερεάς Ελλάδας.
Οι Μεγάλες δυνάμεις επενέβησαν, για να σταματήσει ο πόλεμος του 1897, επιδικάζοντας στην Ελλάδα να πληρώσει αποζημίωση 95.000.000 χρυσά φράγκα στην οθωμανική Αυτοκρατορία, ποσό μεγάλο για την εποχή εκείνη. Η Ελληνική κυβέρνηση δεν υπήρχε περίπτωση να το εξασφαλίσει χωρίς εξωτερικό δανεισμό και αναγκάστηκε να δεχτεί τους δυσμενείς όρους της συμφωνίας, που υπογράφτηκε ως συνθήκη ειρήνης το Σεπτέμβρη του 1897.
Στο άρθρο 2 της συνθήκης προβλεπόταν πως η καταβολή της αποζημίωσης δε θα καθυστερούσε την ικανοποίηση των παλαιών δανειστών της Ελλάδος και προέβλεπε την ίδρυση επιτροπής Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου από αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Επιτροπή αυτή θα βρίσκονταν μονίμως στην Αθήνα και θα επέβλεπε την τήρηση των συμφωνιών, την εξόφληση των δανειστών της Ελλάδας και την καταβολή της αποζημίωσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με απροκάλυπτη ωμότητα μάλιστα η συνθήκη αυτή περιείχε την πρωτοφανή ρήτρα πως η Ελληνική Κυβέρνηση όφειλε να εξασφαλίσει την υπερψήφιση των όρων της συνθήκης από την Ελληνική βουλή!
Τον Οκτώβριο του 1897 έφτασαν στην Αθήνα οι απεσταλμένοι των Μεγάλων Δυνάμεων για την επιβολή των όρων της συνθήκης Ειρήνης. Στις θέσεις των σημερινών κ.κ. Ντερούζ, Τόμσεν και Μαζούχ ήταν οι αείμνηστοι Τέστα (Γερμανός), Λετάν (Γάλλος) και Λόου (Αγγλος). Οι τότε κυβερνήσεις, για να μην ταλαιπωρούν τους υψηλούς ελεγκτές μας, φρόντισαν να τους κτίσουν και ιδιαίτερο Μέγαρο, που δεν ήταν άλλο από το σημερινό Μέγαρο της Προεδρίας της Δημοκρατίας στη συμβολή των οδών Βασιλέως Γεωργίου και Στησιχόρου, που ανεγέρθηκε για τις ανάγκες της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής! Μάλιστα, η ανέγερσή του βάφτηκε με αίμα, αφού κατά την ανατίναξη φουρνέλου (1901) τραυματίστηκε ένας σαραντάχρονος εργάτης.
Οι διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των πιστωτών (Αγγλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Ρωσίας, Ιταλίας) ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1897 και κατέληξαν στη σύνταξη και ψήφιση του νόμου ΒΦΙΘ/23-2-1898, σύμφωνα με τον οποίο εγκαθιδρύθηκε η επιτροπή οικονομικού ελέγχου (Διεθνής Οικονομική Επιτροπή), που σύντομα μετονομάστηκε σε Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο.
Η συμφωνία με τους πιστωτές προέβλεπε:
1. Χορήγηση δανείου 151,3 εκατ. φράγκων από τις Μεγάλες Δυνάμεις στην Ελλάδα προκειμένου να καταβληθούν στην Οθωμανική αυτοκρατορία οι αποζημιώσεις, που υποχρεώθηκε να καταβάλει η Ελλάδα στην Τουρκία συνολικού ύψους 93,9 εκατ. φράγκων, και να καλυφθούν το υφιστάμενο κρατικό χρέος ύψους 31,4 εκατ. φράγκων, το έλλειμμα του ελληνικού δημοσίου για το έτος 1897 ύψους 22,5 εκατ. φράγκων και οι δαπάνες έκδοσης του δανείου (προμήθειες τραπεζών μεσιτικά, χαρτόσημα) ύψους 3,5 εκατ. φράγκων.
2. Υποθήκευση φορολογικών εσόδων, ώστε να εξασφαλισθεί η αποπληρωμή των δανείων. Στο ΔΟΕ θα αποδίδονταν τα έσοδα των μονοπωλίων αλατιού, πετρελαίου, σπίρτων, τραπουλόχαρτων, τσιγαρόχαρτων και σμυρίδας Νάξου, ο φόρος καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και οι δασμοί του τελωνείου Πειραιά. Ο ΔΟΕ θα αξιολογούσε τις κρατικές υπηρεσίες για την αποδοτικότητα και τη φοροεισπρακτική τους ικανότητα.
Στην Ελλάδα επιβλήθηκε επίσης μια ισοτιμία της δραχμής προς τα ξένα νομίσματα ευνοϊκή για τους δανειστές και της αφαιρέθηκε το δικαίωμα της τύπωσης χαρτονομίσματος. Το υπερβολικότερο όλων όμως ήταν ότι η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου έθεσε υπό τον έλεγχο της και τις προσλήψεις, τις μεταθέσεις και προαγωγές των υπαλλήλων του στενού Δημοσίου τομέα. Ουσιαστικά η Ελληνική Εθνική κυριαρχία είχε πάψει να υφίσταται, ενώ ο Ελληνικός λαός εργαζόταν στην κυριολεξία υπό ένα ιδιότυπο και πρωτόγνωρο καθεστώς Ευρωπαϊκής αιχμαλωσίας. Φυσικά ο Ελληνικός στρατός υπήρχε μόνο στα χαρτιά, καθώς δεν υπήρχαν πόροι για την συντήρηση του, δεν αγοραζόταν πολεμικό υλικό, δεν γίνονταν ασκήσεις και η στρατιωτική θητεία είχε ελαχιστοποιηθεί.
Όταν λειτούργησε η επιτροπή του Ελέγχου, οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις χορήγησαν δάνειο 170.000.000 χρυσών φράγκων, ώστε η Ελλάδα να πληρώσει την αποζημίωση στην Τουρκία για την πολεμική της ήττα και να αντιμετωπίσει το τρέχον υψηλό της έλλειμμα. Ο Δ.Ο.Ε. διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας από την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα μέχρι τον οριστικό τερματισμό του το 1978. Η Εθνική ταπείνωση δεν είχε προηγούμενο και τονίστηκε από τον Τύπο της εποχής με μελανά χρώματα. Η ισχυροποίηση της δραχμής που επιβλήθηκε και η δυσχέρεια του κράτους να επενδύσει έπληξε την Ελληνική παραγωγικότητα και ανάπτυξη. Κυρίως δοκιμάστηκαν οικονομικά τα μικροαστικά κρατικοδίαιτα κοινωνικά στρώματα, που ενδυνάμωσαν το ρεύμα μετανάστευσης προς την Αμερική.
Επιτεύχθηκε όμως η πλήρης εξυγίανση του τραπεζικού τομέα και της Εθνικής τράπεζας και η αναγκαστική δημοσιονομική πειθαρχία της Ελλάδας, που έμαθε να λειτουργεί χωρίς ξένη υποστήριξη στηριζόμενη σε δικές της δυνάμεις και έσοδα. Στα σκληρά και αποικιοκρατικά μέτρα του Διεθνούς Ελέγχου στηρίχθηκε η Ελληνική ανάπτυξη και Εθνική Αναγέννηση, που ακολούθησε την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα και οδήγησε στους ένδοξους Βαλκανικούς πολέμους. Άλλη μια επιβεβαίωση πως οι ανείπωτες δοκιμασίες δεν λυγίζουν, αλλά χαλυβδώνουν και φανερώνουν το μέταλλο και το χαρακτήρα ενός λαού.
Δεκάδες, βέβαια, ήταν οι περιπέτειες στις οποίες υποβλήθηκε το ελληνικό κράτος, ακόμη και σε ιδιαίτερα δύσκολες στιγμές. Το 1922 η κυβέρνηση Δ. Γούναρη, για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες του στρατού, που μαχόταν στη Μικρά Ασία, εξέδωσε 550 εκατομμύρια σε χαρτονομίσματα, χωρίς τη συγκατάθεση των τροϊκανών. Ο «Έλεγχος» εξανέστη και απαίτησε «ζεστό» χρήμα από τον αρμόδιο υπουργό Οικονομικών Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, ο οποίος δεν πρόλαβε να αντιδράσει, αφού μαζί με τον πρωθυπουργό και τέσσερις ακόμη συναδέλφους του εκτελέστηκαν στο Γουδί.
Λίγα χρόνια αργότερα ο Ελευθέριος Βενιζέλος κήρυξε στάση πληρωμών την 1η Μαΐου 1932, ως απόρροια της οικονομικής κρίσης του προηγούμενου χρόνου. Οι τροϊκανοί της εποχής εξανέστησαν εκ νέου και μαζί τους σχεδόν όλη η Ευρώπη και η Αμερική! Χαρακτηριστική είναι έκθεση που έστειλε ο πρεσβευτής της Ελλάδος στο Λονδίνο (1935), γράφοντας: «Η συζήτησίς μου με τους εμπειρογνώμονας υπήρξεν εξόχως διαφωτιστική. Το Φορέϊν Οφφις πνέει μένεα εναντίον μας»!
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1946, το Ηνωμένο Βασίλειο σε συμφωνία με τη Γαλλική Κυβέρνηση δήλωσε «έτοιμο να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Ελληνική Κυβέρνηση για τη λήξη των δραστηριοτήτων της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής του 1898». Αλλά, ως εκ θαύματος, ο Έλληνας αντιπρόσωπος, που παραβρέθηκε στη Διάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων (1946), συνηγόρησε υπέρ της παραμονής του «Ελέγχου» με αποκλεισμό μόνον της Ιταλίας. Έτσι έμεινε πάλι Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος στην Αθήνα!
Αλλά η μακρά σειρά των διατυπώσεων, που ζητούσε ο «Έλεγχος» προβλημάτιζε τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις. Υπουργεία και υπηρεσίες διαμαρτύρονταν διαρκώς για τις δυσχέρειες, που παρουσιάζονταν στη διοίκηση με την παρουσία του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Μέχρι που ο Σοφοκλής Βενιζέλος - το 1951- από το βήμα της Βουλής δήλωνε πως ο Έλεγχος «θεωρείτο ουσιαστικώς κατηργημένος». Αλλά μόνον κατηργημένος δεν ήταν, αφού ταλάνισε την ελληνική οικονομία και πραγματικότητα για 27 ολόκληρα χρόνια ακόμη.
Το τέλος εκείνης της ογδοηκονταετούς περιπέτειας δόθηκε με νόμο που εξέδωσε ο Θανάσης Κανελλόπουλος το 1978. Επιστρατεύοντας μάλιστα τη «σπιρτάδα» και το χιούμορ, που τον διέκρινε, στο έγγραφο που απέστειλε στη Βουλή έγραφε ότι με το νομοσχέδιο για τη διάλυση της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής όχι μόνον δεν προκαλείτο δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού, αλλά πραγματοποιούνταν οικονομίες περίπου τετρακοσίων χιλιάδων δραχμών, που αντιστοιχούσαν στα έξοδα λειτουργίας της (ενοίκιο, κοινόχρηστα, φωτισμός, τηλέφωνα κ.ά.).
Όπως τότε έτσι και σήμερα η Ελλάδα βαίνει ολοταχώς προς διεθνή οικονομικό έλεγχο. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Το σκηνικό, που προετοιμάζουν τα Μνημόνια, σε ένα τέτοιο σενάριο παραπέμπουν. Η Ελλάδα θα μετατραπεί σε προτεκτοράτο. Άλλοι θα διαχειρίζονται έσοδα και έξοδα με πρώτο και βασικό μέλημα την αποπληρωμή του χρέους. Ό,τι περισσεύει, θα πηγαίνει σε μισθούς, συντάξεις, σχολεία, νοσοκομεία κλπ. Κι αν δεν περισσεύει; Τότε θα πρέπει να βρεθούν άλλες πηγές εσόδων. Νέες μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις; Νέοι φόροι; Πώληση ή υποθήκευση κρατικής περιουσίας, εκχώρηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας; Μπορεί και όλα μαζί.
Με το δεδομένο αυτό ελάχιστη σημασία έχουν τα μέτρα που λαμβάνονται κάθε φορά. Όποια κι αν είναι αυτά, ό,τι κι αν διαπραγματευτούμε σήμερα, αύριο μπορεί να ανατραπεί και μάλιστα με μηχανισμούς πέρα και έξω από τα θεσμικά όργανα του κράτους. Κάθε ελληνική κυβέρνηση θα κάνει ό,τι μπορεί, αλλά με τη χώρα δεμένη στα Μνημόνια δεν μπορεί να κάνει σχεδόν τίποτα.
Η τρόικα κάθε φορά που έρχεται, έρχεται για να μείνει. Η προτίμηση, που δείχνει για τη χώρα μας το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και οι ελεγκτές του, δείχνει ότι η ελληνική φιλοξενία είναι παροιμιώδης. Οι εκπρόσωποί του φαίνεται πως δεν μπορούν να ζήσουν μακριά από τον αττικό ουρανό. Γι' αυτό την προηγούμενη φορά που μας επισκέφθηκαν - με την ονομασία Διεθνής Οικονομική Επιτροπή- έμειναν ογδόντα (80) ολόκληρα χρόνια, από το 1898 έως το 1978!
Η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898, προϊόν της πτώχευσης του 1893 και της ήττας του 1897, είναι το τέλος μιας μακράς πορείας δημοσιονομικής αποσύνθεσης. Το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν ήταν πρόβλημα διαχείρισης, αλλά πρόβλημα πόρων και μιας άνευ όρων ανάπτυξης μέσω χρηματοπιστωτικών κινήσεων. Μια χώρα χωρίς έδαφος, χωρίς πληθυσμό, χωρίς πόρους, ζήτησε να φτιάξει υποδομές στηριζόμενη στο δανεισμένο χρήμα.
Ωστόσο αυτή ήταν η αφορμή να αναπτυχθούν δυνάμεις αλλαγής τόσο στο εσωτερικό του στρατεύματος όσο κυρίως στο πολιτικό πεδίο, οι οποίες οδήγησαν στην Επανάσταση στο Γουδί το 1909 και στην έλευση του Ελευθέριου Βενιζέλου στην Αθήνα, η οποία θα οδηγούσε την Ελλάδα, λίγα χρόνια μετά την ήττα, στους εθνικούς θριάμβους των Βαλκανικών Πολέμων και στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θράκης. Με τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, της Θράκης, της Ηπείρου, των νησιών και της Μικράς Ασίας να περιμένουν την έξοδό τους από την καταρρέουσα οθωμανική αυτοκρατορία, το ζήτημα της επέκτασης των συνόρων του μικρού ελληνικού βασιλείου ήταν τότε η μόνη λύση.
Σήμερα όμως δεν έχουμε άλλα εδάφη να διεκδικήσουμε. Έχουμε όμως δυνατότητες αύξησης των φορολογικών εσόδων, περιορισμού της αντιπαραγωγικής σπατάλης του Δημοσίου και αύξησης των εθνικών πόρων από μια συνετή διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων σε παραγωγικούς τομείς, όπως ο βιομηχανικός τομέας, ο τουρισμός, η ναυτιλία, η εκσυγχρονισμένη γεωργία, το εμπόριο, η βιομηχανία τροφίμων, η ενέργεια και νέοι δυναμικοί κλάδοι, που αποτελούν διαρκείς και μόνιμες πηγές πλούτου, ανάπτυξης και ευημερίας.
Για να κατακτήσουμε όμως αυτά τα αγαθά, πρέπει να νικήσουμε στη μάχη εναντίον του οικονομικού παρασιτισμού και εναντίον της πολιτικής και διοικητικής γραφειοκρατίας. Και ταυτόχρονα να αναπτύξουμε σε δίκαιη και ορθολογική βάση το δίκτυο προστασίας για τους συμπολίτες μας, που έχουν ανάγκη τη μέριμνα του κράτους.
Αλέξης Τότσικας
https://argolikivivliothiki.gr/tag/%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE%CF%82-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%AE/