Η Συμφωνία των Πρεσπών.

Εδώ θα δούμε τα προβλήματα πού ανακύπτουν από την συμφωνία των πρεσπών σαν αποτέλεσμα της εθελοδουλίας της άρχουσας τάξης και των πολιτικών μας.
1. Έχουμε το μοίρασμα της κληρονομιάς αιώνων μέσω της λέξεως «Μακεδονία» με τους βόρειους γείτονες μας και λίγο χειρότερα από την μία θάχουμε τους έλληνες και από την άλλη τους μακεδόνες. Στην αρχή ένα μπλέξιμο και μία ταύτιση στην συνείδηση των λαών-τουριστών με την λέξη μακεδονία και την πολιτιστική κληρονομιά της αρχαίας μακεδονίας. Μεσούσης της διαπραγμάτευσης οι σκοπιανοί πλασάρονται σκέτα μακεδόνες σε διάφορες εκθέσεις κλπ. φανταστείτε στο μέλλον.
2. Ο Στρατάρχης Τίτο, αποφάσισε μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου να μετονομασθεί η Βαρντάσκα Μπανόβινα (Vardar Banovina) σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Και τούτο γιατί ο Στρατάρχης Τίτο διαρκώς καλλιεργούσε την ιδέα ενός χωριστού κράτους στο οποίο θα υπαγόταν ως λαός το «Μακεδονικό Έθνος»
Το Δεκέμβριο του 1944, όταν ανήγγειλε δημοσίως πως στόχος του ήταν να επανενώσει «όλα τα τμήματα της Μακεδονίας που διασπάστηκαν το 1912 και 1913 από τους Βαλκάνιους Ιμπεριαλιστές» .
Η Διοίκηση των ΗΠΑ έλαβε δημοσίως θέση με τα εξής: «Η -αμερικανική- Κυβέρνηση θεωρεί ότι αναφορές του τύπου μακεδονικό «έθνος», μακεδονική «Μητέρα Πατρίδα» ή μακεδονική «εθνική συνείδηση» αποτελούν αδικαιολόγητη δημαγωγία που δεν αντικατοπτρίζει καμία πολιτική πραγματικότητα και βλέπει σε αυτές την αναγέννηση ενός πιθανού μανδύα που θα υποκρύπτει επιθετικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδας».
Τι θέλουν οι σύμμαχοι μας; να προλάβουν τους Ρώσους όπως λέγεται από τα συμμαχικά χείλη, αλλά όπως οι ίδιοι έλεγαν παλαιότερα με βάση την παραπάνω θέση για την ονομασία μακεδονία , ταυτόχρονα άθελα ή εξεπίτηδες ανοίγουν αντικειμενικά θέμα αλλαγής συνόρων.
Δεν θα ασχοληθούμε με τις ανοησίες για το μικρό μέγεθος των κρατιδίου των Σκοπίων γιατί πολύ εύκολα μπορεί να χειραγωγηθεί από μεγαλύτερες δυνάμεις.
Για την κυβέρνηση καλύτερα να μπούν στο ΝΑΤΟ τα Σκόπια για να μην γίνουν υποχείριο της Τουρκίας, πού τον πρώτο λόγο στο ΝΑΤΟ τον έχουν οι αμερικανοί και εμείς να είμαστε πιστοί σύμμαχοι τους.
Βέβαια οι αμερικανοί και το ΝΑΤΟ να θέλουν την αναδιάταξη των συνόρων ούτε τους περνάει από το μυαλό, με την λογική του Τσιπροκαμμένου αν είμαστε πιστοί σύμμαχοι των αμερικανών δεν κινδυνεύουμε από την Τουρκία.
Ούτε να ρίξουν την ελλάδα στις διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους παρόλο που τους θεωρούν πιο πολύτιμους στην γεωστρατηγική σκακιέρα.
Μία αναδρομή στην ιστορία, μας δείχνει ότι σύμμαχος για τους αμερικανούς, έτσι το αντιλαμβάνονται οι ίδιοι ,σημαίνει πιστός υπηρέτης.
3. Ανοίγει ο δρόμος για την αναθεώρηση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913 που καθορίζουν τα σύνορα στα Βαλκάνια.
Καλό είναι να θυμόμαστε πως έγινε μεγάλη η ελλάδα και τι συμφορές τράβηξε όταν έγινε υποχείριο των μεγάλων δυνάμεων , δικτατορίες , μικρασιατική καταστροφή ,εισβολή των τούρκων στην κύπρο κλπ.
Ένα ενδεικτικό του πνεύματος της μεγάλης Ελλάδας είναι η παρακάτω απάντηση του Βενιζέλου.
Σε άλλη επίσης ερώτηση περί πιθανής πρόκλησης εκ μέρους της Γερμανίας να επιτεθεί στη Σερβία προσκαλώντας και την Ελλάδα με υπόσχεση μεγάλων εδαφικών παραχωρήσεων, ο Βενιζέλος απάντησε χαρακτηριστικά: «Η Ελλάς είναι πάρα πολύ μικρά δια να διαπράξη τόσον μεγάλην αναισχυντίαν».
Ακολουθούν διάφορα άρθρα πού πιάνουν διάφορες πτυχές του ζητήματος για μία πιο σφαιρική και ολική ματιά του προβλήματος.
Πως η Ελλάδα μπορεί να εφαρμόσει το θεώρημα της Middle Power
Κώστας Γρίβας
18 Ιανουαρίου 2019
Επανειλημμένως ο γράφων έχει αναφερθεί στην ανάγκη εθνοκεντρικής στρατηγικής και αυτόνομου γεωπολιτικού ρόλου της Ελλάδας στο διαμορφούμενο διεθνές σύστημα, μακριά από εξαρτήσεις, ταυτίσεις και πάσης φύσεως «ανήκειν». Η συνήθης αντίδραση σε παρόμοιες απόψεις είναι ο χλευασμός, δεδομένου ότι η «μικρή», «ασήμαντη» και «χρεωκοπημένη» Ελλάδα δεν μπορεί -κατά την τρέχουσα αντίληψη- παρά να αποτελεί χώρα-εξάρτημα κάποιας Μεγάλης Δύναμης. Σήμερα θα επιχειρήσουμε μια προέκταση της άποψης για εθνικά ανεξάρτητη, αδέσμευτη και αυτόφωτη γεωπολιτική λειτουργία. Στο παρόν άρθρο, λοιπόν, θα εξετάσουμε, σε πολύ γενικές γραμμές, πώς η Ελλάδα μπορεί να λειτουργήσει ως μεσαία δύναμη (Middle Power) στο σύνθετο σημερινό διεθνές σύστημα.
Η κυρίαρχη αντίληψη για τη μορφή που έχει το σημερινό διεθνές σύστημα είναι πως αυτό μετατρέπεται σε πολυπολικό. Όμως, αυτός ο όρος εκφράζει μια πιο πολύπλοκη κατάσταση από ότι συνήθως εννοείται. Μεταξύ των άλλων, σήμερα φαίνεται πως βρισκόμαστε στη φάση αποκρυστάλλωσης της δεύτερης γενεάς του σύγχρονου πολυπολικού διεθνούς συστήματος. Η πρώτη γενεά προέκυψε από την έμπρακτη αποδόμηση της φαντασίωσης ενός μονοπολικού κόσμου, ελεγχόμενου, υποτίθεται, από τις ΗΠΑ.
Η μετεωρική άνοδος της Κίνας, η λιγότερο εντυπωσιακή, αλλά επίσης σημαντική, άνοδος της Ινδίας και η αναγέννηση της Ρωσίας, σε συνδυασμό με τον εγκλωβισμό των ΗΠΑ στον χιμαιρικό και αυτοκαταστροφικό «Πόλεμο ενάντια στην Τρομοκρατία», οδήγησαν στη λήθη το όνειρο της αμερικανικής μονοκρατορίας. Αυτή η δομή ακολουθήθηκε από την εξέλιξη πολλών μεσαίων χωρών, που αποτελούν τη δεύτερη γενεά του πολυπολικού συστήματος, σε φιλόδοξους αυτόνομους δρώντες.
Ορισμένες από τις χώρες αυτές είναι η Ινδονησία, το Πακιστάν, το Ιράν και η Τουρκία. Οι χώρες αυτές δεν έχουν, φυσικά, τα μεγέθη των ΗΠΑ της Ρωσίας ή της Ινδίας. Αξιοποιώντας, όμως, τα κενά μεταξύ των μεγαλύτερων δυνάμεων, μπορούν να έχουν και αυτές σημαντικό μερίδιο στη διεθνή κατανομή ισχύος. Με ποδοσφαιρικούς όρους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι παίζουν και αυτές στην Α' Εθνική του διεθνούς συστήματος. Ως ουραγοί μεν σήμερα, αλλά με φιλοδοξίες για το μέλλον. Έτσι, οι νέες δυνάμεις δημιουργούν ανησυχίες στην «παλαιά φρουρά» που βλέπει τα προνόμιά της να απειλούνται.
Δευτερογενής πολυπολικότητα
Ως αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού προκύπτει σταδιακά μια δευτερογενής πολυπολικότητα. Αυτή είναι το πλέγμα των μεσαίων δυνάμεων, οι οποίες αναπτύσσονται ως τέτοιες, ακριβώς χάρη στην αλληλεπίδραση των μεγαλύτερων δυνάμεων του πολυπολικού διεθνούς συστήματος. Με ποδοσφαιρικούς όρους θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε Β' Εθνική. Όμως, θα ήταν μια παραπλανητική παρομοίωση. Γιατί, σε αντίθεση με τις ποδοσφαιρικές κατηγορίες, οι Μεσαίες Δυνάμεις υπάρχουν ως τέτοιες, όταν λειτουργούν ως ρυθμιστικός-ελεγκτικός παράγοντας μιας μεγαλύτερης δύναμης. Μιας δύναμης της Α' Εθνικής του πολυπολικού κόσμου.
Βασικές προϋποθέσεις για να λειτουργεί μία χώρα ως Μεσαία Δύναμη είναι ότι πρέπει να βρίσκεται σε ένα κρίσιμης σημασίας υποσύστημα του διεθνούς συστήματος, να μην έχει φιλοδοξίες και δυνατότητες Μεγάλης Δύναμης και στο ίδιο υποσύστημα να υπάρχει μια Μεγάλη Δύναμη του πολυπολικού διεθνούς συστήματος. Από την ύπαρξη αυτής της Μεγάλης Δύναμης, η Μεσαία Δύναμη αντλεί μεγάλο μέρος της πολυτιμότητάς της.
Συγκεκριμένα, ένας από τους ρόλους της Μεσαίας Δύναμης είναι ο επηρεασμός των βασικών γεωπολιτικών λειτουργιών της γειτνιάζουσας Μεγάλης Δύναμης, είτε δια ανταγωνισμού και σύγκρουσης είτε δια συνεργασιών. Όμως, το βασικότερο στοιχείο που πρέπει να έχει μια Μεσαία Δύναμη για να λειτουργεί ως τέτοια είναι να μην είναι ταυτισμένη με καμία Μεγάλη Δύναμη. Γιατί τότε δεν είναι ούτε μεσαία, ούτε μικρή, ούτε τίποτα. Είναι εξάρτημα μιας άλλης Δύναμης και δεν έχει αυτόνομο ρόλο.
Η άνοδος της Κίνας
Πριν από μερικούς μήνες κυκλοφόρησε από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις Oxford University Press, ένας συλλογικός τόμος υπό τον τίτλο Will China's Rise be Peaceful?. Το έργο εξετάζει μια σειρά από πτυχές της επίδρασης που έχει η άνοδος της Κίνας στο διεθνές σύστημα και τι τριβές μπορεί να προκαλέσει. Την επιστημονική επιμέλεια του έργου έχει ο Asle Toje, ο διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Νόμπελ στο Όσλο της Νορβηγίας.
Στο έργο αυτό, λοιπόν, περιλαμβάνεται και η εργασία ενός Ιάπωνα πανεπιστημιακού καθηγητή, του Yoshihide Soeya, ο οποίος θεωρεί ότι για τη διαχείριση της πρόκλησης της νέας πανίσχυρης Κίνας, η Ιαπωνία θα πρέπει να υιοθετήσει μια στρατηγική Μεσαίας Δύναμης. Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι δεν είναι το μέγεθος ή η ισχύς που διαμορφώνουν μια Μεσαία Δύναμη, αλλά η παρεμβατική της ικανότητα. Αυτή προκύπτει πρωτίστως από τη δυνατότητά της να ασκεί πολύπλευρη πολιτική και αυτή με τη σειρά της εδράζεται πάνω στην άρνηση για απόλυτη ταύτιση με κάποια Μεγάλη Δύναμη.
«Η έννοια της Μεσαίας Δύναμης δεν αφορά το μέγεθος ενός κράτους ούτε της εθνικής του ισχύος (...) Πρώτα απ' όλα, μια στρατηγική 'Μεσαίας Δύναμης' χαρακτηρίζεται από την απουσία μονομερούς δράσης», γράφει ο Yoshihide Soeya (The Rise of China in Asia. Japan at the Nexus, στο Will China's Rise be Peaceful? Security, Stability, and Legitimacy, επιστημονική επιμέλεια Asle Toje, Oxford University Press, Νέα Υόρκη, 2018). Μια Μεσαία Δύναμη, λοιπόν, πρέπει να έχει αυτόνομο ρόλο και γεωπολιτική λειτουργία. Και αυτό δεν είναι κάτι που επιδιώκει μόνον η ίδια. Το θέλουν και οι Μεγάλες Δυνάμεις, με τις οποίες διατηρεί συμμαχική σχέση.
Για παράδειγμα, μια πλήρως «αμερικανοποιημένη» Ιαπωνία, θα φόβιζε τη Ρωσία και θα λειτουργούσε ως παράγοντας σύγκλισης Ρωσίας και Κίνας, κάτι που η Ουάσινγκτον (φυσιολογικά) θέλει να αποφύγει. Αντιθέτως, μια αυτόνομη και αυτόφωτη Ιαπωνία, η οποία παίζει το δικό της παιχνίδι, θα μπορούσε να επιτύχει το κατάλληλο μείγμα σχέσεων με το Πεκίνο, ώστε να λειτουργήσει ως αποσβεστήρας κραδασμών στις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ και να προσεγγίσει και τη Ρωσία, προκειμένου να αποδυναμώσει τον άξονα Μόσχας-Πεκίνου.
Ρυθμιστική δύναμη και φιλόδοξη δύναμη
Ακριβώς έναν παρόμοιο ρόλο θα μπορούσε να παίξει και η Ελλάδα. Βέβαια, η Ελλάδα δεν είναι Ιαπωνία. Από την άλλη, όμως, δεν θα λειτουργεί ως ρυθμιστικός παράγοντας της Κίνας, αλλά της Τουρκίας. Με μια πρώτη ματιά, η Ελλάδα έχει όλες τις προϋποθέσεις για να λειτουργήσει ως Μεσαία Δύναμη. Βρίσκεται στην πιο κρίσιμη ίσως περιοχή του διεθνούς συστήματος, δεν έχει φιλοδοξίες μεγάλης δύναμης και απέναντί της βρίσκεται η ανερχόμενη Τουρκία.
Κανείς από τους ισχυρότερους διεθνείς αλλά και τοπικούς δρώντες δεν θέλει να δει την Τουρκία να καθίσταται υπερβολικά ισχυρή. Άρα, καταρχήν, μια ισχυρή Ελλάδα, που θα αποτελεί παράγοντα ανάσχεσης της τουρκικής επιρροής και ισχύος, είναι μια προοπτική που εντάσσεται στις ρεαλιστικές αναγνώσεις του σημερινού διεθνούς συστήματος.
Όμως, για να παίξει τον συγκεκριμένο ρόλο η Ελλάδα και να έχει τα γεωπολιτικά οφέλη που θα προκύψουν από αυτόν, οφείλει να λειτουργήσει όχι ως εξάρτημα κάποιας άλλης δύναμης, αλλά ως αυτόνομος και αυτόφωτος δρων. Αν χρειαστεί και «απειθαρχώντας» φαινομενικά στα κελεύσματα της Δύσης. Για παράδειγμα, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει αποφασιστικά τις σχέσεις της με τη Μόσχα, όχι μόνο αν το κρίνει σκόπιμο για τα δικά της εθνικά συμφέροντα, αλλά και για να λειτουργεί ως σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση της δυτικής υψηλής στρατηγικής.
Κι αυτό, γιατί μια ενισχυμένη σχέση Αθήνας-Μόσχας, δεδομένης της ανταγωνιστικής σχέσης Ελλάδας-Τουρκίας, λειτουργεί ως δυνάμει παράγοντας αποδυνάμωσης των σχέσεων Μόσχας-Άγκυρας. Προφανώς, αυτό είναι ένα θετικό στοιχείο για την αμερικανική πολιτική. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και με τις σχέσεις της Ελλάδας με το Ιράν, με την Κίνα και με μια σειρά από άλλες χώρες.
Άρα λοιπόν, η εθνική ανεξαρτησία και η εδρασμένη σε αυτήν διεκδίκηση μιας θέσης Μεσαίας Δύναμης στον σύνθετο σημερινό πολυπολικό κόσμο, δεν είναι ένα όνειρο. Όχι μόνο θα ενισχύσει τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα, αλλά ενδέχεται να τη μετατρέψει και σε πολύ σημαντικό στοιχείο της δυτικής γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής. Μάλιστα, σε σημαντικότερο στοιχείο από ό,τι φιλοδοξούν να επιτύχουν οι εγχώριες ελίτ δια της δουλοπρεπούς ταύτισης με τον δυτικό παράγοντα και δια της επιλογής τους να μην λειτουργούν με αμιγώς εθνικά κριτήρια.
slpress.gr
Ποιος μας απειλεί;
Νίκος Μπογιόπουλος -
18/12/2018
Η ΠΓΔΜ, με ΑΕΠ το 1/20 του ελληνικού, με στρατό 15.000 οπλιτών και με μηδέν αεροπορία, έναντι 150.000 οπλιτών της διαθέτουσας σύγχρονης αεροπορίας της Ελλάδας, προφανώς δεν συνιστά απειλή για την Ελλάδα.
Επομένως, αν υπάρχει κίνδυνος, αυτός προκύπτει από το γεγονός ότι «κάποιοι» άλλοι θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τον αλυτρωτισμό των εθνικιστών τής από κει πλευράς ως όχημα για τα δικά τους συμφέροντα.
Ποιοι, όμως, είναι αυτοί οι «κάποιοι»; Ας δούμε πηγαίνοντας λίγο πίσω:
Τον Νοέμβριο του 1996 στην έκθεση με τίτλο «Ημιτελής ειρήνη» (!), που συντάχθηκε από τη «Διεθνή Επιτροπή για τα Βαλκάνια», που με τη σειρά της δημιουργήθηκε από το αμερικανικό ίδρυμα Κάρνεγκι και το Ινστιτούτο Ασπεν, η Ελλάδα κατηγορείτο ότι δεν αναγνωρίζει «μακεδονική μειονότητα».
Τον Νοέμβριο του 2006, οι ΗΠΑ, διά του επιτετραμμένου της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, Τόμας Κάντριμαν, τάσσονταν υπέρ της αναγόρευσης της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης σε «τουρκική μειονότητα».
Τον Απρίλιο του 2008 πραγματοποιήθηκε στον χώρο του Ευρωκοινοβουλίου, με τη στήριξη των «Πράσινων» και της Ομοσπονδιακής Ενωσης των Ευρωπαϊκών Εθνοτήτων εκδήλωση με θέμα «Μειονότητες στην Ελλάδα: Τούρκοι Δυτικής Θράκης και Μακεδόνες»...
Αυτοί είναι οι «σύμμαχοί μας»! Αυτοί είναι οι «εταίροι μας»! Με αυτούς πορεύονται και οι «μακεδονομάχοι» των συλλαλητηρίων και οι «ρεαλιστές» των ΝΑΤΟφρονων συμφωνιών με τα Σκόπια.
Δεν είναι πρόδηλο, συνεπώς, ότι το βασικό πρόβλημα με τη συμφωνία των Πρεσπών είναι ότι εμφανίζονται σαν «εγγυητές» των συνόρων εκείνοι (ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, Ε.Ε.) που στην πραγματικότητα «παίζουν» με ζητήματα μειονοτήτων;
Και δεν είναι προφανές ότι οι εγχώριοι «ονοματολόγοι», τόσο οι αμύντορες, όσο και οι επικριτές των Πρεσπών, είναι αυτή ακριβώς την αλήθεια που κάνουν «γαργάρα»;
*Πηγή: imerodromos.gr
Ποιο είναι το κυρίαρχο πρόβλημα της πατρίδας μας σήμερα;
Ιουλίου 5, 2018 από seisaxthiablog
Δημήτρης Καζάκης
Η ισότιμη συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, απαντούν οι απάτριδες δοσίλογοι της δεξιάς και της αριστεράς. Τα λεγόμενα εθνικά θέματα με πρώτο το «μακεδονικό», απαντούν οι εθνικιστές της ακροδεξιάς και της αριστεράς.
Και οι δυο λογικές θεμελιώνονται στην άρνηση της δημοκρατίας. Δηλαδή στην άρνηση ακόμη και να αναγνωρίσουν ότι κυρίαρχο πρόβλημα της πατρίδας σήμερα είναι το καθεστώς κατοχής, εκποίησης και εθνικού ακρωτηριασμού της Ελλάδας μέσα από την επίσημη δουλοπαροικία του χρέους που έχει επιβληθεί στη χώρα εδώ και 8 χρόνια. Κι αυτό θεμελιώνεται στο γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι αρνούνται στην πράξη το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης του ελληνικού λαού.
Είναι τυχαίο πού οι δοσίλογοι και οι εθνικιστές επέλεξαν το ίδιο πεδίο αναμέτρησης; Όχι το καθεστώς κατοχής, αλλά την ονοματοθεσία των Σκοπίων. Κι έτσι έστησαν ένα παιχνίδι win-win για τους μεγάλους επικυρίαρχους.
Είναι τυχαίο που τόσο οι δοσίλογοι, όσο και οι εθνικιστές απέφυγαν όπως ο διάολος το λιβάνι να θέσουν την αντιπαράθεση για τα Σκόπια στη βάση των δημοκρατικών κυριαρχικών δικαιωμάτων του ελληνικού λαού; Είναι τυχαίο που κανένας τους δεν αναφέρθηκε στις διεθνείς συμβάσεις και συνθήκες που καθορίζουν τα σύνορα στα Βαλκάνια από την εποχή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου 1913;
Από την εποχή του Κίρο Γκλιγκόροφ η ίδρυση του κράτους των Σκοπίων θεμελιώθηκε στην καταγγελία της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913. Σύμφωνα με τα μεγάλα αφεντικά των Σκοπίων, η Συνθήκη του Βουκουρεστίου επικύρωσε τον διαμελισμό της άλλοτε ενιαίας Μακεδονίας σε τρία τμήματα, το ελληνικό, το σερβικό και το βουλγαρικό. Η Μακεδονία υποτίθεται ότι πριν τους Βαλκανικούς πολέμους ήταν ενιαία με ενιαίο και κυρίαρχο το Μακεδονικό πληθυσμό, ο οποίος ήθελε την αυτονομία της.
Όμως οι κακοί Έλληνες, οι κακοί Σέρβοι και οι κακοί Βούλγαροι ενέργησαν ως κατακτητές της Μακεδονίας και την διαμέλισαν αναμεταξύ τους. Κι επομένως η ίδρυση της «Μακεδονίας» των Σκοπίων δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η απαρχή της αποκατάστασης του εθνικού διαμελισμού της άλλοτε ενιαίας Μακεδονίας από τους Βαλκανικούς πολέμους.
Σ' αυτό βρίσκεται και το κεντρικό πρόβλημα με τη συμφωνία των Πρεσπών. Με την αναγνώριση της Μακεδονικής ταυτότητας στα Σκόπια, αναγνωρίζεται και η συγκεκριμένη ερμηνεία της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, που θέλει την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία ώς κατακτητές της πάλαι ποτέ ενιαίας Μακεδονίας. Η «βόρεια Μακεδονία» δεν είναι παρά ένα κομμάτι αυτής της παλιάς ενιαίας Μακεδονίας, η οποία είναι η πρώτη που απελευθερώθηκε από τον ζυγό του κατακτητή. Κι επομένως ανοίγει ο δρόμος για την απελευθέρωση και των άλλων γεωγραφικών διαμερισμάτων της κατακτημένης Μακεδονίας.
Συνεπώς, το πρώτο και βασικό πρόβλημα με το Σκοπιανό δεν είναι το πώς εννοεί ο καθένας τη Μακεδονία. Ούτε ποιο θα είναι το όνομα των Σκοπίων. Το πρώτο και βασικό είναι αν θα προασπιστούμε το ενιαίο και αδιαίρετο της ελληνικής επικράτειας με βάση τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913 και όπως αυτή επικυρώθηκε μεταπολεμικά από τη Συνδιάσκεψη του Σαν Φραντσίσκο το 1946.
Μπορεί να τεθεί ένα τέτοιο θέμα σε δημοψήφισμα; Μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση, μέσω δημοψηφίσματος, το διεθνές καθεστώς που διέπει τα σύνορα της χώρας; Ούτε κατά διάνοια.
Όποιος ζητά κάτι τέτοιο, είτε δεν ξέρει τι του γίνεται, είτε θέλει να ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου για την πατρίδα μας.
Μην ξεχνάμε ότι δεν υπάρχει κανένας καλύτερος τρόπος κατοχύρωσης στην πράξη μιας εθνικής μειονότητας στο έδαφός μιας χώρας από το δημοψήφισμα. Με ένα απλό δημοψήφισμα μπορεί να κατοχυρωθεί η οργανωμένη πολιτική έκφραση μιας εθνικής μειονότητας. Ακόμη κι αν εκφραστεί με ένα ελάχιστο ποσοστό.
Όποιος θεωρεί ότι το όνομα των Σκοπίων είναι το πιο σπουδαίο ζήτημα, είναι σίγουρο ότι πάσχει από εθνικιστική μυωπία, η οποία δεν έχει τίποτε να κάνει με τον δημοκρατικό πατριωτισμό του λαού. Αντίθετα ο πατριωτισμός του λαού ξεκινά με την προάσπιση των δικαίων του και των δικαιωμάτων του, όπως αυτά έχουν κατακτηθεί στην πράξη μέσα από διεθνείς συμβάσεις, που απηχούν τους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες του και καθορίζουν το ενιαίο και αδιαίρετο της εθνικής του επικράτειας.
Κι αυτά δεν μπαίνουν στη ζυγαριά κανενός δημοψηφίσματος. Είναι αναπαλλοτρίωτα δίκαια και δικαιώματα που κατοχυρώνουν τον σκληρό πυρήνα της εθνικής αυτοδιάθεσης του λαού μας στην πατρίδα του.
Δευτέρα, 18 Ιουνίου 2018
Το έθνος μου είναι πολύ μικρό δια να διαπράξει τόσον μεγάλη ατιμίαν...
Αυτό απάντησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στον Γερμανό πρέσβη όταν το 1915 του ζήτησε η Ελλάδα να διαρρήξει τη συνθήκη με την Σερβία. Η Γερμανία του Κάιζερ εκείνη την εποχή είχε ταχθεί υπέρ της «αυτονομίας της Μακεδονίας». Και ο Βενιζέλος ήξερε πολύ καλά ότι αν η Ελλάδα προδώσει τη Σερβία θα χάσει ότι είχε κερδίσει στους Βαλκανικούς πολέμους.
Οι αντίπαλοί του και κυρίως οι οπαδοί της ξενοκίνητης και ξενόδουλης μοναρχίας, ήταν έξαλλοι που ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός έδινε προτεραιότητα στις σχέσεις με τη Σερβία έναντι των αιτημάτων μιας κραταιάς αυτοκρατορίας. Πού ακούστηκε η Ελλάδα να προτάσσει τις σχέσεις της με ένα έθνος που προορίζεται να γίνει τροφή για τα κανόνια των μεγάλων αυτοκρατοριών της εποχής. Πού ακούστηκε η Ελλάδα να ασκεί δική της διεθνή πολιτική χωρίς να έχει προσαρτηθεί στο άρμα των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήξερε ότι ο μόνος τρόπος για να περιφρουρήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στην Ήπειρο, την Μακεδονία και τη Θράκη ήταν πρώτα και κύρια μέσα από την τήρηση των συμμαχικών της υποχρεώσεων έναντι της Σερβίας. Κι αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της Σερβίας σε όλα τα εδάφη που διεκδικούσαν οι κεντρικές αυτοκρατορίες (Αυστρία και Γερμανία). Συμπεριλαμβανομένων και της περιοχής του Κοσόβου, των Σκοπίων, αλλά και της περιοχής της παλιάς Οθωμανικής Μακεδονίας, που η Συνθήκη του Βουκουρεστίου 1913 είχε κατοχυρώσει υπό την κυριαρχία της Σερβίας.
Στην ελληνική Βουλή της εποχής, απατώντας ο Ελευθέριος Βενιζέλος σ' όσους διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους ότι η πολιτική του υπέρ της Σερβίας εκθέτει την Ελλάδα στις Μεγάλες Δυνάμεις, έλεγε ότι «...εάν μεγάλα και ισχυρά Κράτη δύνανται και να παραβλέπουν κατά τας περιστάσεις τας εκ των συνθηκών υποχρεώσεις, ο κίνδυνος δι' αυτά εντεύθεν είναι μικρός. Υπάρχει ισχύς μεγάλη, η οποία ίσως αναπληροί την ηθικήν δύναμιν, αλλά δια Κράτη μικρά, όπως η Ελλάς,... η αθέτησις συμμαχικών υποχρεώσεων θ' απετέλει δια το Κράτος ατίμωσιν, της οποίας η Ελλάς ως εξ όλης της Ιστορίας της δεν ήτο αξία, ατίμωσιν δε η οποία θα καθίστα το Κράτος τούτο ανίκανον του λοιπού να εκτελέση την ιστορικήν του σταδιοδρομίαν.» (Βίβλος του Ελευθερίου Βενιζέλου, τομ. 6ος, Αθήναι, 1979, σ. 107).
Και συνέχιζε: «Εάν είμεθα, Κύριοι, ικανώς ισχυροί, ώστε αυτοτελώς να χαράσσωμεν πολιτικήν προς κατάπραξιν των εθνικών μας αξιώσεων, θα εδεχόμην να συζητήσω σοβαρώς προς εκείνον, ο οποίος θα μοι έλεγεν ότι η ισχύς είναι υπεράνω του δικαίου και το συμφέρον υπεράνω των υποχρεώσεων. Αλλ' όταν το Κράτος τούτο είναι μικρόν, συμβαίνει ώστε η τήρησις των ηθικών επιταγών να συμβιβάζεται τελείως προς τα υλικά συμφέροντα, προς τα συμφέροντα τα πολιτικά του Κράτους και να είναι αδιάσπαστος απ' εκείνων.» (Ό.π.)
Σήμερα, ακόμη και ο κ. Κουτσούμπας εκ Περισσού θεωρεί ότι η Ελλάδα είναι ιμπεριαλιστική χώρα κι επομένως ζητήματα όπως η εθνική κυριαρχία, ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση είναι χωρίς αντικείμενο. Σήμερα είναι αδιανόητο να μιλά κανείς για δίκαιο και υποχρεώσεις της χώρας μας που προκύπτουν από συνθήκες. Προέχει το συμφέρον των ισχυρών με τον πιο απόλυτο και ολοκληρωτικό τρόπο.
Αν ακολουθούσε η ελληνική ιθύνουσα τάξη την εποχή εκείνη την πολιτική Βενιζέλου, δηλαδή την πιστή τήρηση της συνθήκης Ελλάδας-Σερβίας, ίσως η Ελλάδα να απέφευγε τον εθνικό διχασμό. Ίσως η Ελλάδα να απέφευγε την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από την Αντάντ με τη δικαιολογία της Γερμανοβουλγαρικής απειλής.
Όμως η ελληνική ολιγαρχία είχε ταχθεί με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, προσβλέποντας σε μια γρήγορη νίκη των κεντρικών αυτοκρατοριών. Είχε επενδύσει στα υπερκέρδη της Deutsche Bank, η οποία επιδίωκε διακαώς την «αυτονομία της Μακεδονίας» προς όφελος της Μεγάλης Βουλγαρίας.
Από τον Φεβρουάριο του 1915 ο Κωνσταντίνος καταλύει ουσιαστικά το ισχύον Σύνταγμα του 1911 με απανωτά πραξικοπήματα εναντίον της εκλεγμένης κυβέρνησης του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο λόγος είναι απλός. Ο Έλληνας πρωθυπουργός μιλούσε «ανευλαβώς» δια την μεγάλη σύμμαχον και κραταιάν Γερμανία, εκθέτοντας την Ελλάδα σε αντίποινα των Μεγάλων. Ο Βενιζέλος έπεφτε διότι δεν συνεμορφώθη προς τας έξωθεν υποδείξεις!
Ο Κωνσταντίνος διακήρυξε την «ουδετερότητα» για την Ελλάδα, αποκηρύσσοντας τις υποχρεώσεις της έναντι της Σερβίας. Η Βουλγαρία και οι βλέψεις της μετατράπηκαν εν μία νυκτί από «προαιώνιοι εχθροί της φυλής» σε προσφιλές κράτος για την ελληνική ολιγαρχία.
Οι Γερμανοί και Βούλγαροι επίσημοι άρχισαν να κατακλύζουν το Παλάτι και οι αυλικοί υπουργοί με ρεβεράντζες, δεξιώσεις και παράτες άρχισαν να καλλιεργούν το κλίμα «συμφιλίωσης». Ο τότε Βούλγαρος μοναρχικός πρωθυπουργός και πράκτορας των Γερμανικών συμφερόντων Ραντοσλάβοφ, έγινε ο προσφιλέστερος από τους πολιτικούς των Βαλκανίων.
Ο σλαβομακεδόνικος πληθυσμός της ελληνικής Μακεδονίας αναγνωριζόταν από το Παλάτι ως βουλγαρικός και οι διεκδικήσεις της Βουλγαρίας ως αντικείμενο διαβούλευσης. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, μετά την ατιμία της μοναρχικής Ελλάδας προς την Σερβία, είχε πλέον μείνει κενό γράμμα. Όλα ξανά στο τραπέζι. Κάτι που βόλευε τόσο τις κεντρικές αυτοκρατορίες, όσο και τους αγγλογάλλους της Αντάντ.
Οι αργυρώνητες ελληνικές εφημερίδες εκθείαζαν την «ουδετερότητα» του Κωνσταντίνου. Ποτέ ξανά πόλεμος για την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό. Η ατιμία και η προδοσία ως μέσο ειρήνευσης και συμφιλίωσης.
Κι όταν οι Γερμανοβούλγαροι απαίτησαν την είσοδο των στρατευμάτων τους στη Μακεδονία, οι αυλικές κυβερνήσεις και το Παλάτι απάντησαν: βεβαίως, περάστε! Δηλαδή τι θέλετε; Να πάμε σε πόλεμο;
Κι
έτσι με εντολή του Παλατιού στις 13 Μαΐου 1916 το οχυρό Ρούπελ παραδόθηκε
αμαχητί για να εισέλθουν ανενόχλητα τα στρατεύματα της Γερμανίας και της
Βουλγαρίας στη Μακεδονία.
Από κακή όμως συνεννόηση η διαταγή του επιτελείου για την παράδοση του οχυρού
δεν έφτασε στην ώρα της κι η ελληνική φρουρά αντιστάθηκε. Το Βερολίνο και η
Σόφια δυσαρεστήθηκαν από το επεισόδιο γιατί η ελληνική πλευρά αθετούσε τις
συμφωνίες. Αθετούσε τη συμφιλίωση με τη Βουλγαρία.
Αμέσως ο διορισμένος αυλικός πρωθυπουργός Σκουλούδης ζήτησε τηλεγραφικώς και ταπεινά συγνώμη:
«Μόλις επληροφορήθην χθες το επισόδειον, έδωκα αυτοστιγμεί λεπτομερείς οδηγίας εις τα στρατεύματά μας να υποχωρήσουν και να παραδώσουν τα ζητούμενα μέρη. Παρακαλώ εκ των προτέρων τον κύριον Ραδοσλάυωφ να δεχθή να με συγχωρήση δια το επισόδειον. Δεν υπήρξε κακή πρόθεσις, αλλ' απλών παρεξήγησις.» (Βλ. Γ. Λαμπρινού, Η Μοναρχία στην Ελλάδα, ΠΛΕ, 1965, σ. 98.)
Μην μου πείτε ότι δεν σας θυμίζει Τσίπρα και Χερ Χαρούπογλου, κατά κόσμο Κ. Κοτζιά; Και βέβαια όλα αυτά στο όνομα της ειρήνης, της συμφιλίωσης και της «ουδετερότητας».
Τι διαφορετικό γίνεται σήμερα με την υπογραφή της δήθεν συμφωνίας με τα Σκόπια; Η ίδια λογική «επίλυσης» των διαφορών. Η ίδια πολιτική συμφιλίωσης, που θα οδηγήσει αναγκαστικά στον εθνικό ακρωτηριασμό της Ελλάδας και των Βαλκανίων.
Η πολιτική του Κωνσταντίνου τώρα δικαιώνεται. Για πρώτη φορά μετά την προδοσία του βασιλιά αναγνωρίζεται ξανά η «αυτονομία της Μακεδονίας» και μάλιστα με τη μορφή κυρίαρχου κράτους. Ποδοπατώντας τις υποχρεώσεις της Ελλάδας που απορρέουν από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913. Ποδοπατώντας δηλαδή την υποχρέωση της Ελλάδας να αναγνωρίζει τα Σκόπια ως περιοχή αδιαφιλονίκητης εθνικής κυριαρχίας της Σερβίας. Κανενός άλλου.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ρωτούσε ρητορικά τους αντιπάλους του στη συνεδρίαση της Βουλής της 22ας Σεπτεμβρίου 1915: «δύναται, κύριοι, ν' αμφισβητηθή ουδ' επί στιγμήν ότι η στερεά, η ασφαλής βάσις της εξωτερικής, της Εθνικής ημών πολιτικής έπρεπε και πρέπει να είναι η διατήρησις αντί πάσης θυσίας της ισορροπίας, της ισοδυναμίας, ας είπω την λέξιν, της κατασταθείσης δια της συνθήκης του Βουκουρεστίου;»
Οι βασιλόφρονες της εποχής εκείνης απαντούσαν στον Βενιζέλο, ότι ναι, μπορεί να υπάρξει διαφορετική βάσις της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας: η προσκόλληση στα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Όσο πιο προσκολλημένη είναι η Ελλάδα στα συμφέροντα των ισχυρών ξένων, όσο βλέπει τα δικά της συμφέροντα ταυτισμένα με τους επικυρίαρχους της Ευρώπης, τόσο καλύτερα για τη χώρα.
Η λογική αυτή - που σήμερα κυριαρχεί σε δεξιά και αριστερά - οδήγησε στον εθνικό διχασμό και τελικά στην εθνική τραγωδία του ελληνισμού της Εγγύς Ανατολής.
Από τότε έγιναν πολλές προσπάθειες να αναθεωρηθούν τα σύνορα στα Βαλκάνια από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Έγιναν πολλές προσπάθειες να χαλαρώσει, να αλλοιωθεί, ή να ακυρωθεί η Συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Όμως, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις υπερασπίστηκαν - λιγότερο ή περισσότερο - τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου ως θεμέλιο λίθο της σταθερότητας και της ασφάλειας στα Βαλκάνια. Αναγνωρίζοντας ότι τυχόν ακύρωση της συγκεκριμένης συνθήκης δεν θα οδηγήσει απλά τα Βαλκάνια σε ολοκαύτωμα, αλλά και την Ελλάδα σε εθνικό ακρωτηριασμό.
Ο θεμέλιος λίθος της Βαλκανικής εξωτερικής πολιτικής από την εποχή του Βενιζέλου αναθεωρήθηκε εκ βάθρων με την αναγνώριση του κράτους των Σκοπίων από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Από τότε ξεκινά η αναθεώρηση των συνόρων όχι μόνο της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και της Ελλάδας με τις «γκρίζες ζώνες» και την ονοματοδοσία των Σκοπίων.
Η υπογραφή στις Πρέσπες φιλοδοξεί να γίνει η χαριστική βολή στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου για να ξεκινήσει ένας νέος γύρος εθνικών ακρωτηριασμών. Με επίκεντρο αυτή τη φορά την Ελλάδα.
Η Μακεδονία, η Θράκη, ακόμη και η Ήπειρος βγαίνουν στο σφυρί. Είδατε τι δήλωσε ο Χερ Χαρούπογλου της κυβέρνησης Τσίπρα; Ελπίζει να κλείσει τη συμφωνία με την Αλβανία πριν φύγει για διακοπές! Πάντα κατά τις εντολές του Φον Τζίφρεν.
Μόνο που σήμερα οι καρικατούρες αυτές του καλού ελληνικού κινηματογράφου μιας άλλης εποχής, έχουν πάρει σάρκα κι οστά για να κυβερνήσουν την Ελλάδα με τους ίδιους όρους που την κυβέρνησε κι ο προδότης βασιλιάς το 1915. Μόνο που σήμερα το όχημα για την αναδιάταξη των συνόρων προς το συμφέρον των αποικιοκρατών δεν είναι η Μεγάλη Βουλγαρία, όπως την εποχή του εθνικού διχασμού, αλλά η Μεγάλη Αλβανία υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.