ΓΕΡΜΑΝΙΑ -ΕΛΛΑΔΑ. ΟΘΩΝΑΣ. ΜΕΡΟΣ 2.

2019-09-07

Όθωνας .

Μέρος 2ο.

Σε αυτό το άρθρο συνέχεια του πρώτου θα δημοσιεύσουμε από ένα βιβλίο δύο στιγμιότυπα της βασιλείας του Όθωνα.

Το πρώτο η εξέγερση των επαγγελματιών των Πατρών, η αιτία, μην σας φανεί παράξενο πού τόσο παρομοιάζει της σημερινής εποχής.

Φόροι ,άδικοι και παράλογοι. Πού στόχο έχουν την αφαίμαξη της περιουσίας των μικροεπαγγελματιών και επιπρόσθετα στην σημερινή μας εποχή την κάλυψη της φοροδιαφυγής των υψηλών μεσαίων στρωμάτων μιας και όλοι τους δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα χωρίς την φοροδιαφυγή.

Δημιουργία αίσθησης της αδικίας , αναπαραγωγή του πλούτου ανεξαρτήτως μεθόδων, περιορισμό της παραγωγής προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων και των πολυεθνικών, οι άνθρωποι δεν λαμβάνονται υπόψη, τους θεωρούν υποζύγια, ζώα.

Η ίδια φιλοσοφία, οι ίδιες αντιλήψεις και νοοτροπίες από την αρχή του νεοελληνικού κράτους, κράτους των κοτζαμπάσηδων , εφοπλιστών, φαναριωτών , της επικυριαρχίας των ξένων.

Τι πιο απλό από ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα ; π.χ. για τους μικρομεσαίους, νομικά πρόσωπα.

Έσοδα πλήν έξοδα. Ένα μέρος του καθαρού κέρδους αφορολόγητο πού αυτό το ποσό θα αφορά μέρος επιβίωσης και μαζί με τα υπόλοιπα έσοδα άλλων δραστηριοτήτων αν υπάρχουν θα υπολογίζεται ένας φόρος με βάση μία αυξανόμενη κλίμακα.

Λαμβανομένου υπόψη των τέκνων, της οικογένειας.

Τι πιο απλό πού δίνει την αίσθηση του δικαίου, για την ακρίβεια την εμπεδώνει ,προστατεύει την ανθρώπινη ιδιότητα και ξεκαθαρίζει τους όρους του παιγνιδιού πού όποιος τον παραβαίνει θα πρέπει να αντιμετωπίζει βαρύτατες ποινές και όχι τα σημερινά καραγκιοζιλίκια.

Γιατί δεν τον εφαρμόζουν ή κάτι ανάλογο ;

Γιατί χρησιμοποιούν τεκμήρια και φόρους πού δεν λαμβάνουν υπόψη το εισόδημα;

χρησιμοποιώντας αναλόγως των πολιτικοοικονομικών περιστάσεων εσωτερικών και διεθνώς τις αυξομειώσεις των φόρων;

Και το πιο περίεργο, πώς ανέχεται η κοινωνία όλους αυτούς τους αριστερούς ,δεξιούς ,κεντρώους και λοιπά πού κατά καιρό μας κυβέρνησαν και μας κυβερνούν να μας κοροϊδεύουν κατά τον χειρότερο τρόπο;

Πώς καταφέρανε και απονεύρωσαν την κοινωνία και την έφτασαν στο σημείο πού να μην μπορεί να κάνει τις πιο απλές και λογικές σκέψεις ακόμα και για την ίδια την επιβίωσή της;

Δημιούργησαν και συντηρούν μία κοινωνία του άκρατου ατομικισμού, του κακώς εννοούμενου συμφέροντoς του καθενός, της αδικίας , και της ομαδικής αποβλάκωσης.

ΣΤΟΥ ΟΘΩΝΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ...

Τρεις στιγμές από τα πρώτα χρόνια ζωής του Ελληνικού Κράτους

Μπάμπης Καββαδίας

traversada.blogspot.

1.  «Η ησυχία διεταράχθη εις τας Πάτρας»

Η αφορμή

Τον Ιούνη του 1836 η κυβέρνηση του Αρχιγραμματέα (Πρωθυπουργού ή Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου) Κόμη Άρμανσμπεργκ θέλοντας να αυξήσει τα έσοδα του αν και μικρού, σπάταλου και ήδη υπερχρεωμένου Βασιλείου, θεσπίζει τον παρακάτω νόμο[1]:

Θεωρούντες την ανάγκην του να εξισάσωμεν τα εισοδήματα του κράτους με τα αναπόφευκτα αυτού έ­ξοδα, επιθυμούντες να διανέμωνται οι φόροι εξ ίσου εις όλους τους υπηκόους Μας κατ' αναλογίαν, όσον ένεστι ακριβή, των εισοδημάτων ενός εκάστου, ακούσαντες την γνώμην του Ημετέρου Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφασίζομεν. [...]

Αρ. 3.

Όλαι αι χειροτεχνίαι ή επιτηδεύματα υπόκεινται εις ετήσιον φόρον της αδείας 5% επί του κέρδους εκά­στου επιτηδεύματος, αφαιρουμένου πρώτον του ενοι­κίου του εργαστηρίου.

Αυτός ο νέος κεφαλικός φόρος επιβάλλεται σε όλους όσοι ασκούν κάποιο επάγγελμα ή τέχνη πλην του δημοσίου υπαλλήλου και του αγρότη. Σε κάθε περιφέρεια του Βασιλείου συστήνονται επιτροπές οι οποίες κάθε Δεκέμβριο καταγρά­φουν όλους τους επαγγελματίες, τους ταξινομούν ανά την α­σχολία τους και -σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετα- εκτιμούν το κέρδος του κάθε παραγωγικού κλάδου! Επί αυτού του εκτιμώμενου από αυτούς χωρίς σχεδόν κανένα στοιχείο τζίρου του κάθε κλάδου ορίζουν το 5% που πρέπει να πληρώσει ο κάθε επιτηδευματίας και τεχνίτης. Οι κατάλογοι αυτοί, με τους επι- τηδευματίες, τις κατηγορίες τους και τον φόρο που τους ανα­λογεί, επικυρώνονται από τους κατά τόπους Δήμους και ξεκι­νούν μετά οι διαδικασίες για την είσπραξη του φόρου.

Η είδηση για αυτό το χαράτσι πέρασε στην αρχή σχε­δόν απαρατήρητη. Η κοινή γνώμη ασχολείτο με την απουσία του Όθωνα στο εξωτερικό και την αναζήτηση της μελλοντικής Βασίλισσας, αλλά και με τον αυταρχικό τρόπο που διοικούσε ο Αρχιγραμματέας Άρμανσμπεργκ και την αβάντα του στην Βρετανική πολιτική να παρεμβαίνει στα πράγματα της χώρας.

Τέλος πάντων, σε κάποια ευρωπαϊκή αυλή βρέθηκε η Αμαλία, έγιναν οι βασιλικοί γάμοι και το ζευγάρι πάτησε στην Ελλάδα στις 3 του Φλεβάρη του 1837. Μαζί τους ο Όθωνας και η Αμαλία έφερναν και τον νέο πρωθυπουργό, τον Ιγνάτιο φον Ρούντχαρτ.

Παρά τις εναλλαγές στην κεντρική διοίκηση, από κάτω το κράτος και οι εισπρακτικοί του μηχανισμοί συνέχιζαν να λειτουργούν με τους συνηθισμένους τους ρυθμούς. Ανά την επικράτεια οι κατάλογοι που όριζε ο νόμος περί των επιτηδευ­μάτων καταρτίζονταν και οι εκπρόσωποι της διοίκησης προ­χωρούσαν στις διαδικασίες για την είσπραξή των φόρων.

Σε όλη την επικράτεια; Όχι. Στο δεύτερο (μετά την Ερμούπολη) μεγαλύτερο λιμάνι του Βασιλείου, στην πύλη της Ελλάδας προς την Δυτική Ελλάδα, οι αστοί ξεσηκώνονται και αντιδρούν στην εφαρμογή του νόμου.

Οι ταραχές

Οι έμποροι και λοιποί βιομήχανοι των Π. Πατρών απεποιήθησαν προ καιρού την πληρωμήν του πε­ρί επιτηδευμάτων φόρου. Το Δημ. Συμβ. δεν ηθέλησε να λάβη μέρος εις τον προσδιορισμόν του ποσού του φόρου. Ο Διοικητής το επροσδιόρισεν ακολούθως με μόνον την Συνδρομήν του Οικονομικού Επιτρόπου. Ιδού η πρώτη παρανομία από μέρους του Διοικητού. Η Κυβέρνησις εδύνατο να διαλύση το Δημοτικόν Συμβούλιον, όχι όμως και να σφετερισθή τα καθήκοντα αυ­τού.[2]

Ενδεχομένως λόγω της αναταραχής που επικρατούσε στα υψηλότερα διοικητικά κλιμάκια οι Πατρινοί να απόλαυσαν

μια σύντομη ανοχή, Πολύ γρήγορα όμως το Κράτος εμφανί­στηκε αποφασισμένο να επιβάλλει με κάθε τρόπο τον Νόμο.

Κατά την 12 τ.τ. (σημ.: εννοεί στις 12 Μαρτίου) προσεκλήθη ο μεγαλέμπορος Κύριος Φακίρης εις το Διοικητήριον, και διετάχθη να πληρώση δραχμάς 600 ως φόρον επιτηδευμάτων. Μη συγκαταταθέντος εις τούτο του Κυρίου Φακίρη, εστάλησαν χωροφύλακες παρά του Διοικητού εις το εμπορικόν κατάστημά του, οίτινες εισελθόντες κατά την οποίαν έλαβαν διαταγήν εις αυτό, έλαβαν αυθαιρέτως πραγματείας τιμής ανωτέρας των 2.000 δραχ.

Η διαγωγή αύτη του Διοικητού είναι η Δευτέρα κατάχρησις της διοικητικής του Εξουσίας.[3]

Αυτή η αυθαίρετη πράξη του Διοικητή Αχαϊοήλιδας Αμβροσιάδη πυροδότησε ακόμα περισσότερο τα πνεύματα, ξυπνώντας τις πολύ πρόσφατες μνήμες όχι μόνο της πρόσφα­της περιόδου της απολυταρχικής Βαυαρικής Αντιβασιλείας αλ­λά και αυτής της τουρκικής σκλαβιάς και του κοτζαμπασισμού. Ήταν λοιπόν επόμενο να εκδηλωθεί στάση που σκόρπισε τον τρόμο στους Βαυαρούς και τους συνεργάτες τους:

Η ησυχία διεταράχθη εις τας Πάτρας. Έμπορος τις μη θελήσας να συμμορφωθή με τας διατάξεις του επί των επιτηδευμάτων νόμου, παρέσυρεν εις την παρε­κτροπήν του και άλλους τινάς εκ των εν εκείνη τη πόλει εμπόρων, οι οποίοι έκλεισαν συγχρόνως τα εργα­στήριά των.[4]

Στο πλευρό των εμπόρων και των τεχνιτών στάθηκαν εμπράκτως και άλλοι επαγγελματίες, ακόμα και κάποιοι που κανείς δεν περίμενε ότι θα έδειχναν τέτοια αγωνιστική διάθε­ση!

Ιδόντες δε τούτο οι βιομήχανοι της πόλεως ταύτης και οι βάναυσοι (εις τον κατάλογον των ο­ποίων, τις δύναται να ποτέ να πιστεύση! ετέθησαν και οι Δικηγόροι) απεφάσισαν να μη μετέλθωσι πλέον την τέχνην των. Όθεν εσφάλισαν τα εργαστήριά των, κατά την 15 και 16 του τρέχοντος μηνός.[5]

3 Εφημερίδα ΕΛΠΙΣ, φ. 39-40, 21 Μαρτίου 1837

4 Εφημερίδα Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, φ. 74, 23 Μαρτίου 1837

5 Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ, φ. 424, 31 Μαρτίου 1837, επιστολή από τις 26 Μάρτη από την Πάτρα. Με το «βάναυσοι» ο επιστολογράφος εννοεί προφανώς τους εργάτες στις βιοτεχνίες και τους μικροτεχνίτες.

Η συμμετοχή σε αυτή τη στάση και κοινωνικών ομά­δων που δεν είχαν καμία σχέση με τους πρωτεργάτες της και τα αιτήματά τους, όπως π.χ. οι εργάτες που δούλευαν στις σταφιδοκαλλιέργειες, ήταν για κάποιους αδιανόητη και προ­σπάθησαν να την ερμηνεύσουν και να την αποδώσουν σε κά­ποιου είδους κοινωνικό αυτοματισμό:

Ως τόσον δεν ευρίσκεται εις την αγοράν ταύτην μήτε ψωμί, μήτε άλλο τι. Και πολλαί οικογένειαι έζησαν χθες χωρίς ψωμί, και σήμερον πολλαί περισσότεραι. Οι δε εργάται ως 2.000, οίτινες καθ' ημέραν εργάζονται εις τας σταφιδαμπέλους, εζητούσαν περί της εσπέρας ψω­μί, και μη ευρόντες ήρχισαν να καταριώνται τους αιτί­ους της εθνικής ταύτης συμφοράς. Σήμερον δε ουδείς εργάτης πηγαίνει να εργασθή με το να μην έχουν οι δυ­στυχείς ψωμί. Ο δε λαός εν γένει φαίνεται εις μεγάλον αναβρασμόν και αγανάκτησιν και ο Θεός ας μας γλυτώση από τα μεγαλύτερα.[6]

Διαψεύστηκαν όμως από την παλλαϊκή έμπρακτη αλ­ληλεγγύη που εκφράστηκε όταν η Διοίκηση προσπάθησε να επιβάλλει την τάξη:

Ο Διοικητής προσεκάλεσε τινάς εξ αυτών και μάλιστα τους αρτοποιούς να ανοίξωσιν, αλλ' αυτοί το απεποιήθησαν ανεξαιρέτως. Διέταξε να συλληφθώσι και να αποσυρθώσι εις την φυλακήν. Ιδού και τρίτη κατάχρησις της Εξουσίας. Ο Λαός ερεθισθείς ήρπασε τους εις φυλακήν αποσυρομένους αρτοποιούς από τας χείρας των ενόπλων. Εις την κατάστασιν ταύτην ήσαν τα πράγματα μέχρι την 17 τ.τ.[7]

Πέρα από αυτήν την απελευθέρωση των συλληφθέντων δεν έχει καταγραφεί κάποια άλλη βίαιη ενέργεια των Πατρινών, ενώ οι κινητοποιήσεις τους είχαν σαφέστατα τα χαρα­κτηριστικά της πανεργατικής παλλαϊκής απεργίας.

Κατ' εκείνας τας δύο ημέρας, άκρα ησυχία και ευταξία εβασίλευον εις την πόλιν ταύτην, τοιαύτη ο­ποία πώποτε δεν εφάνη.[8]

Μπορούμε να φανταστούμε το τι επικρατούσε εκείνες τις μέρες στην πόλη. Όλα τα μαγαζιά, αρτοποιεία, τσαρουχάδι­κα, γανωματάδικα, εμπορικά, σταφιδαποθήκες, γραφεία δικη­γορικά κλπ κλειστά, οι εργάτες των σταφιδοκαλλιεργειών να μην βρίσκονται στα χωράφια και όλος ο κόσμος να είναι συ­γκεντρωμένος επί δύο και τρεις ημέρες στα κεντρικότερα ση­μεία της πόλης, στην Πλατεία Όθωνος (νυν Γεωργίου), στην κεντρική αγορά των δημητριακών (μετέπειτα Πλατεία Ομονοίας και νυν Όλγας) και στην πλατεία δίπλα στο Τελωνείο (νυν Τριών Συμμάχων)[9]. Να συζητούν, να φωνάζουν, να απει­λούν όποτε βλέπουν κάποιον κυβερνητικό υπάλληλο ή κά­ποιον φίλα προσκείμενο στο βαυαρικό καθεστώς.

Όποιος κατοικούσε εντός του οικιστικού ιστού της α­ναπτυσσόμενης τότε πόλης των Πατρών και δραστηριοποιείτο οικονομικά μέσα ή και λίγο έξω από αυτήν σταμάτησε για τρεις μέρες κάθε δραστηριότητά του. Η κατάσταση για την Διοίκη­ση ήταν εκτός ελέγχου και έπρεπε να ληφθούν πιο δραστικά μέτρα, μιας και οι λιγοστοί χωροφύλακες ήσαν προφανώς ανε­παρκείς.


Λέγεται δε, ότι ο Διοικητής έστειλεν χθες ταχυ­δρόμον εις Πύργον επί σκοπώ να ειδοποιήση τον Δεληγιαννόπουλον, δια να φοβίση με τα βασανιστήριά του τους πολίτας να ανοίξουν τα μαγαζιά των. Αλλ' ί­δωμεν τι θέλει κάμει ο νέος ούτος βασανιστής. Φαίνε­ται όμως ότι και όλα τα βασανιστήριά του αν μεταχειρισθή, δεν δύναται ποτέ να βιάση στανικώς τον τεχνί­την να μετέλθη την τέχνη του, δια να δουλεύει δια την Βαυαρίαν.[10]

Η Κυβέρνησις διέταξε την αποστολήν στρατευ­μάτων εις Πάτρας και ο Σύμβουλος της Επικρατείας Κύριος Βαλτινός ανεχώρησε προχθές το εσπέρας δι' ε­κεί ως Βασιλικός Επίτροπος.[11]

Μετά την είσοδο των στρατευμάτων στην πόλη και την επιβολή ουσιαστικά κατάστασης στρατιωτικού νόμου, η Πά­τρα έμοιαζε με στρατόπεδο.

Συνάζονται πανταχόθεν του Κράτους μεταβα­τικά σώματα, τάγματα της γραμμής, εθνοφύλακες, ε­λαφρά σώματα, ιππικόν, και ήδη η πόλις μας ομοιάζει μάλλον με στρατόπεδον ή με πόλιν εμπορικήν. Έρχεται ο έκτακτος απεσταλμένος Βαλτινός και ο Γενικός αρ­χηγός της Πελοποννήσου Γόρδων. Μανθάνομεν ότι εστάλη και πυροβολικόν, αλλά έλαβεν διαταγάς να οπισθοδρομήση. Ως τόσον δεν έμεινεν οικία ήτις να μη γένη στρατιωτικόν κατάλυμα.[12]

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και υπό τις απειλές των τουφεκιών, ο νόμος αρχίζει και εφαρμόζεται.

Εις τας Π. Πάτρας, ως μας πληροφορούν, εξα­κολουθούν οι κύριοί μας την εκτέλεσιν των σχεδίων των. Είναι, φαίνεται, αποφασισμένοι ή να ταπεινώσουν και να εξευτελίσουν τους Έλληνας, ή να τους φέρουν άνω κάτω, νομίζοντες αναμφιβόλως, ότι με τον τρόπον τούτον θέλουν κατορθώσει τους σκοπούς των. Οι κύ­ριοί μας, λέγουν, ότι εξακολουθούσιν εις το να κάμνουν κατασχέσεις εις τας πραγματείας των εν Πάτραις εμπό­ρων, δια να πληρώσουν τας οποίας αυτοί οι ίδιοι έκα- μον εκτιμήσεις, εις την κατάστασιν και τα κέρδη εκάστου εμπόρου ή τεχνήτου, κατά τον περί επιτηδευμά­των νόμον.[13]

Για τον φιλοβαυαρικό τύπο, βέβαια, τα πράγματα ήσαν πολύ πιο απλά:

Εις τας Πάτρας υφίσταται άκρα ησυχία. Οι έ­μποροι επλήρωσαν χωρίς εναντιότητα καμμίαν τον επί των επιτηδευμάτων φόρον.[14]

Τέλος, στα ψιλά μίας μόνο εφημερίδας πέρασε και μια μικρή νίκη των ξεσηκωμένων.

Ο Κύριος Πονηρόπουλος άχρι τούδε Διοικητής Σαντορίνης μετετέθη εις το Διοικητήριον Π. Πατρών, αντί του μετατεθέντος εις Θήβας κ. Αμβροσιάδου.[15]

Εύθραυστη η ησυχία

Η παραπάνω συμπεριφορά των Πατρινών τρομοκρά­τησε και έφερε σε αμηχανία όχι μόνο τους Βαυαρούς και τους συνεργάτες τους, αλλά και κομμάτια των αντιπολιτευομένων, όπως προκύπτει από τις παραινέσεις της ρωσόφιλης εφημερί­δας «Ελπίς»:

Ομολογούμεν και ημείς, ότι δεν είναι της αξιοπρεπείας της Κυβερνήσεως να ενδίδη εις τας

10 Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ, φ. 421, 20 Μαρτίου 1837, επιστολή από τις 16 Μάρτη από την Πάτρα.

11 Εφημερίδα ΕΛΠΙΣ, φ. 39-40, 21 Μαρτίου 1837

12 Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ, φ. 424, 31 Μαρτίου 1837, επιστολή από τις 26 Μάρτη από την Πάτρα.

13 Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ, φ. 423, 27 Μαρτίου 1837

14 Εφημερίδα Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, φ. 75, 26 Μαρτίου 1837

15 Εφημερίδα ΕΛΠΙΣ, φ. 39-40, 21 Μαρτίου 1837

βιαίας α­παιτήσεις των πολιτών περί ακυρώσεως ή τροπολογή- σεως των εκδοθέντων νόμων. [...]

Παρακαλούμεν εν τούτοις και τους συμπολίτας μας να διάγωσιν ήσυχοι. Δια την αγάπην της Πατρίδος, ας μη θελήσωσι να καταστρέψωσι τας παρανομίας δια παρανομιών.[16]

Ποια ήταν όμως η πραγματική αιτία αυτών των ταρα­χών; Τι ήταν αυτό που οδήγησε φιλήσυχους πολίτες και νοικοκυραίους να ξεσηκωθούν, να αντισταθούν βίαια στην εφαρ­μογή ενός νόμου του Κράτους και να προχωρήσουν στο ανεπί­τρεπτο για την εποχή εκείνη, να ζητήσουν την κατάργηση ή την τροποποίησή του; Ήταν δυνατόν να ικανοποιηθούν από τα φτιασιδώματα που επεχείρησαν οι Γραμματείς επί των Οι­κονομικών στον Νόμο περί του φόρου επί των επιτηδευμάτων;

Ο Πατρινός ανταποκριτής της εφημερίδας «Αθηνά» - έχοντας προφανώς ζήσει από πολύ κοντά και κατά πάσα πιθα­νότητα συμμετάσχει στα γεγονότα του Μάρτη του 1837- προ­σπαθεί να μας κατευθύνει:

Υπάρχει γενικόν εις την πολιτικήν αξίωμα, ότι όπου βλέπη τις ταραχάς και ανησυχίας εις λαόν, δεν πρέπει να αποδίδη το σφάλμα εις τούτο ή εκείνο το άτομον της κοινωνίας, εις τούτον ή εκείνον τον πολίτην, αλλά πρέπει να ερευνά την αιτίαν της πολιτικής ταύτης ασθενείας εις το σύστημα της κυβερνήσεώς του.[17]

Η σοφή αυτή τοποθέτηση εξηγεί και την «γραμμή» που ακολούθησε καλύπτοντας τα γεγονότα αυτά η εφημερίδα «Αθηνά»[18], της οποίας ο συντάκτης από πολύ νωρίς, με κεντρικό του άρθρο, κάνει αρκετές εξαιρετικά εύστοχες παρατηρήσεις.

Όσαι ταραχαί και αταξίαι ηκολούθησαν μετά την κατάστασιν της Βασιλείας εις τον τόπον μας, βλέπομεν, ότι προήλθον εξ αιτίας της αγνοίας της ξένης κυβερνήσεώς μας, και των ακαταλλήλων νόμων και δι­αταγμάτων αυτής, και μάλιστα των φορολογικών. Ό­που δεν υπάρχει ταυτότης, εκεί βέβαια, δεν ημπορεί να υπάρξη και αρμονία. Ο καιρός της καταδυναστείας πα­ρήλθε και οι Έλληνες με την επανάστασίν των, την κατεδίωξαν μακράν από την Ελλάδα. Είναι λοιπόν αδύνα­τον να κυβερνηθή ο τόπος ούτος με επιτυχίαν από αν­θρώπους ξένους, μη γνωρίζοντας ούτε τα ήθη, ούτε τα έθιμα, ούτε το πνεύμα των κατοίκων, και το χειρότερον ακόμη, και από ανθρώπους μηδεμίαν γνώσιν έχοντας απλώς περί των πραγμάτων εκείνων επί των οποίων ενεργούν.

Εκ τούτων βλέπομεν τόσα ατοπήματα και τό­σον αφανισμόν τον οποίον οι άνθρωποι ούτοι επροξένησαν από την αρχήν του ερχομού των εις την Ελλά­δαν. Από την βιαίαν διάλυσιν των στρατευμάτων είδα- μεν ότι εγεννήθη η ληστεία. Από την πρόωρον διάλυσιν των Μοναστηρίων και την σκανδαλώδη εκποίησιν των πραγμάτων ούτως κινητών και ακινήτων ηκολούθησεν η επανάστασις της Μάνης. Από τον νέον δεκατισμόν των δεματίων και τον κακωτικόν τρόπον του συστήμα­τος αυτού εξερράγη η επανάστασις της Μεσσηνίας. Από τον ποιμνιακόν φόρον, η επανάστασις της Ακαρ­νανίας. [...]

Οι επιβληθέντες ταυτοχρόνως τόσοι φορολογι­κοί νόμοι, ήτον αδύνατον να μην επιφέρουν και δυσά­ρεστα αποτελέσματα. Ο περί επιτηδευμάτων νόμος, η εφαρμογή του οποίου ταράττει σήμερον όλην την επι­κράτειαν και κυρίως τας Πάτρας δεν εθεωρήθη ουσιωδώς από τον τύπον καθώς ίσως ούδ' από τους επαγγελλόμενους τα επιτηδεύματα αυτά, διότι γνωρίζουν κάλλιστα ότι έκαστος χρεωστεί να συνεισφέρη εις τα δημό­σια έξοδα, και ότι είναι άδικον πράγματι, ο μεν να πληρώνη, ο δε να μένη ασύδοτος. Ο τρόπος του όμως εθε- ωρήθη και ακατάλληλος και σχεδόν αδύνατος.

Δεν επανερχόμεθα και αύθις εις την ηθικήν φθοράν την οποίαν ο νόμος ούτος συνεπέφερεν μεθ'

εαυτού, λέγομεν δε μόνον, ότι το εμπόριον, τα επιτη- δεύματά μας μόλις ήδη αρχίζουν να δείχνουν σημεία ζωής ότι, ούτε εργοστάσια έχομεν, ούτε κεφάλαια ικανά δια να συστήσωμεν μεγάλα και τακτικά καταστήματα τα πράγματά μας είναι μικρά και ασυμβίβαστα βέβαια όλως διόλου με εκείνα της πλουσίας Ευρώπης.

Εις την Ελλάδα ο έμπορος αρχίζει το εμπόριόν του σχεδόν από το τίποτε. Από μεταπράττου, και τού­του διαπιστώσεως γίνεται μικρέμπορος και από μικρε­μπόρου μεγαλέμπορος. Και ο τεχνίτης και ο έμπορος είναι άνθρωποι ως επί το πλείστον οι οποίοι εμπορεύο­νται και εργάζονται δια μόνης σχεδόν της μικράς ή με­γάλης πίστεως την οποίαν χαίρουν εις το αναμεταξύ των. Αφού ως εκ της επαναστάσεώς μας εθυσίασαν ό- λην την κατάστασίν των οι Έλληνες, και άλλο μέσον παρά το εμπόριον ή το επιτηδευμάτων δεν έχουν δια να ζήσουν, ήτον επόμενον ν' αρχίσουν τώρα τοιουτοτρό­πως την βιομηχανίαν των και εις τόπον μάλιστα όπου διόλου ελλείπουν τα χρηματικά κεφάλαια. Λοιπόν ο νομοθέτης εγνώριζε και είχεν υπ' όψιν την κατάστασιν τούτην των πλειοτέρων εμπόρων και τεχνιτών Ελλή­νων, και συμφώνως με αυτήν διέταττε και την συνδρο­μήν τούτων εις τα δημόσια έξοδα. Το πράγμα βέβαια δεν ήθελε κάμει κακήν εντύπωσιν, αλλ' ούτε ήθελε γεν­νήσει τόσας κατακραυγάς και τόσας δυσαρεσκείας. [...]

Λυπούμεθα, και λυπούμεθα καιρίως, διότι αφ' ενός μέρους η ξενοκρατία και αφ' ετέρου ο κοτσαμπα- σισμός και τυχοδιώκται σπρώχνουν το έθνος εις τοιούτους κινδύνους. Ημείς και άλλοτε το είπαμεν, ότι, αν δεν συγκαλεσθώσιν οι Αντιπρόσωποι του Ελληνικού λαού, και, αν δεν κατασταθή το πολιτικόν μας Σύνταγ­μα καμμίαν ελπίδαν σωτηρίας δεν βλέπομεν εις τον τό­πον μας.[19]

Με τις παραπάνω διαπιστώσεις της η «Αθηνά» ρίχνει φως στα κίνητρα των Πατρινών

εμπόρων και τεχνιτών, της εκκολαπτόμενης αστικής τάξης. Ήθελαν ένα «καλύτερο» κρά­τος, πιο καλά προσαρμοσμένο στις ανάγκες του αναπτυσσόμε­νου ελληνικού εμπορίου, φιλικό για επενδύσεις και για την α­νάπτυξη της βιομηχανίας. Το καλύτερο πλαίσιο για όλα αυτά θα ήταν η αποτίναξη των όποιων απολυταρχικών στοιχείων του πολιτεύματος και η παραχώρηση Συντάγματος, έστω και τυπικού.

Στην απεργία όμως δεν συμμετείχαν μόνο αυτή αλλά όπως διαπιστώσαμε η συμμετοχή ήταν παλλαϊκή. Ανθρωποι που πραγματικά είχαν πιάσει τα όπλα στην διάρκεια του Αγώ­να και τα παιδιά τους, που ονειρεύονταν ένα κράτος που κου­μάντο θα έκαναν αυτοί. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τα δύο δημοκρατικών πολιτεύματα των Εθνοσυνελεύσεων. Είτε με Βαυαρούς στο τιμόνι του κράτους είτε με Έλληνες, το παράπονο ήταν ένα, όπως αυτό το συμπύκνωσε ο Μακρυγιάννης:

«Πούναι τόσα μιλιούνια δάνεια, πούναι οι πρό­σοδοι, πούναι οι καλύτερες γες, πούναι οι μύλοι, πούναι τ' αργαστήρια των Τούρκων και τα σπίτια, πούναι τα περιβόλια και οι σταφιδότοποι; Οι Μπαβαρέζοι τάδιναν των δικών μας χαραμοταϊσμένων αυτά όλα και τους στράβωναν κι αυτείνοι πήραν τα χρήματα και τα παίρ­νουν ολοένα... Μας πήραν την ματοκυλισμένη μας γη, την αγόρασαν απόνα γρόσι το στρέμμα και βάλαν εμάς με τ' αλέτρι και τραβούμε το γενί και βγάνουμε των συγγενών μας τα κόκκαλα.»[20]


1. Διάταγμα της 6/18-7-1836 περί φόρου επί των επιτηδευμάτων, ΦΕΚ 34, 15-07-1837
2. Εφημερίδα ΕΛΠΙΣ, φ. 39-40, 21 Μαρτίου 1837. Ο όρος «βιομήχανοι» που χρησιμοποιεί η αντιπολιτευόμενη εφημερίδα «Ελπίς» φαίνεται αδόκιμος και λίγο καταχρηστικός (εν είδει... βλαχομεγαλοπρεπείας), μιας και πραγματική βιομηχανία στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε ούτε για δείγμα. Είναι όμως πιθανό να είναι αντανάκλαση των θεωριών του Σαιν-Σιμόν, ο οποίος χαρακτηρίζει την εργασία γενικά ως "industrie" και τους εργαζόμενους -και γενικά όσους με την εργασία τους παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες- ως "industriels" χωρίς να κάνει διάκριση ανάμεσα σε εργάτες και εργοδότες. Στην αντίπερα όχθη ο Saint-Simon τοποθετεί τους "αργόσχολους" (oisifs), δηλαδή τους γαιοκτήμονες, τους κατόχους τίτλων ευγενείας, τους στρατιωτικούς κλπ.
3. Εφημερίδα ΕΛΠΙΣ, φ. 39-40, 21 Μαρτίου 1837.
4. Εφημερίδα Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, φ. 74, 23 Μαρτίου 1837
5. Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ, φ. 424, 31 Μαρτίου 1837, επιστολή από τις 26 Μάρτη από την Πάτρα. Με το «βάναυσοι» ο επιστολογράφος εννοεί προφανώς τους εργάτες στις βιοτεχνίες και τους μικροτεχνίτες.
6. Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ,

7. Εφημερίδα ΕΛΠΙΣ, φ. 39-40, 21 Μαρτίου 1837.
8. Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ, φ. 424, 31 Μαρτίου 1837, επιστολή από τις 26 Μάρτη από την Πάτρα.
9. Ανάμεσα στις δύο τελευταίες πλατείες, στη διασταύρωση των οδών Παπαρρηγοπούλου και Ρήγα Φερραίου βρισκόταν το αρχοντικό και έδρα της επιχείρη¬σης των αδελφών Παντελή και Ανδρέα Φακίρη.
10. Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ, φ. 421, 20 Μαρτίου 1837, επιστολή από τις 16 Μάρτη από την Πάτρα.
11. Εφημερίδα ΕΛΠΙΣ, φ. 39-40, 21 Μαρτίου 1837
12. Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ, φ. 424, 31 Μαρτίου 1837, επιστολή από τις 26 Μάρτη από την Πάτρα.
13. Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ, φ. 423, 27 Μαρτίου 1837
14. Εφημερίδα Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, φ. 75, 26 Μαρτίου 1837
15. Εφημερίδα ΕΛΠΙΣ, φ. 39-40, 21 Μαρτίου 1837
16 . Εφημερίδα ΕΛΠΙΣ, φ. 39-40, 21 Μαρτίου 1837. Για τις πολιτικές κατευ-θύνσεις της εφημερίδας αυτής: «Ελπίς, του Νικολάου Λεβίδη. Ανήκει στις δυνάμεις της δωσόφιλης αντιπολίτευσης με σημαντική επιρροή στην πρωτεύουσα. Συνταγ-ματική στη βάση της, είναι στις γενικές της γραμμές συντηρητική κ' εκφράζει τις κοινωνικές και πολιτικές τάσεις των μεσαίων στρωμάτων των αστικών κέντρων.» (Τάσου Βουρνά «Το Ελληνικό 1848», Αθήνα, 1952)
17. Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ, φ. 424, 31 Μαρτίου 1837, επιστολή από τις 26 Μάρτη από την Πάτρα.
18. Για τις πολιτικές κατευθύνσεις της εφημερίδας «Αθηνά»: «Αθηνά. Ιδεο-λογικά ανήκει στην αντιπολίτευση και βρίσκεται προσανατολισμένη προς το αγγλόφιλο κόμμα του Μαυροκορδάτου. Εκδότης της ο Εμμ. Αντωνιάδης. Ασκεί συ-νταγματική πολιτική [...]. Γενικά εκφράζει τις επιδιώξεις της αγγλικής πολιτικής, τις τάσεις των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων του εμπορικού και τραπεζικού κεφαλαίου, των φαναριωτών και της ομάδας των ανωτέρων κρατικών λειτουργών και προνομιούχων διανοουμένων, με μια λέξη των πολιτικών δυνάμεων των συνασπισμένων γύρω στο αγγλικό κόμμα.» (Τάσου Βουρνά «Το Ελληνικό 1848», Αθήνα, 1952)
19. Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ, φ. 421, 20 Μαρτίου 1837
20. Στρατηγού Μακρυγιάννη «Απομνημονεύματα», Βιβλίον Γ΄.

Πηγές

Εφημερίδες «Αθηνά», «Η Ελπίς» και «Ο Ελληνικός Τα­χυδρόμος» από το ψηφιοποιημένο αρχείο της Βουλής των Ελ­λήνων (https://catalog.parliament.gr)

«Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», Α' τόμος, εκδόσεις «Σύγ­χρονη Εποχή», Αθήνα, 1995.

Τάσου Βουρνά, «Το Ελληνικό 1848», Αθήνα, 1952.

Ιωάννη Μακρυγιάννη «Απαντα», εκδόσεις Μέρμηγκα, Αθήνα, 1975.


2.  Η εκτέλεση του Δήμιου

Το τραγούδι της γκιλοτίνας

Εξοχότατοι και εκλαμπρότατοι απεσταλμένοι εξ Αθη­νών.

Εξ ονόματος των συγχωριανών μου και με δάκρυα βαθυτάτης ...χαράς, σας εύχομαι το καλώς ήρθατε. Είναι πτωχά τα λόγια για να εκφράσω την ευγνωμοσύνην μας δια την τιμή οπού μας κάνατε να μας φέρετε κι εδώ την ξακουστή...γκιλοτίνα!

Με τη γκιλοτίνα συγχωριανοί θα έχομεν από δω και μπρος ...γλυκύτερον θάνατον!

Μας την στείλανε οι ξένοι φίλοι που μας αγαπούν και δεν παύουνε με κάθε τρόπο να μας βοηθούν. Μηχανές και εφευρέσεις για συλλήψεις και εκτελέσεις.

Κάνεις πρώτα το σταυρό σου, γονατίζεις στο σκαμνί, βάζεις δώθε το λαιμό σου λευτερώνουν το σκοινί και ώσπου να πεις πιπέρι το κεφάλι στο πανέρι.

Κόψανε πολλούς στη Μάνη και στου Βάλτου τα χωριά, φωνακλάδες καπετάνιους πειναλέα κλεφτουριά, μερδικό το σκυλολόι γύρευε απ' το αφεντολόι.

Και ξεχνάμε πως εκείνοι που 'ρθαν από τη Φραγκιά, που 'ρθαν από το Φανάρι κι από τη Μολδοβλαχιά και φοράνε ρεντικότες τρώνε πετεινούς και κότες. Ακου, βλέπε, σώπα, μάθε όποιος θέλει τα πολλά χάνει ο δόλιος και τα λίγα που δεν τα 'βρισκε καλά.

Στο καμάρι το παιδί σου τέτοια να 'ναι η συμβουλή σου.

Τώρα πάνε για τ' Ανάπλι και για την Τ ροπολιτσά, όπου βγήκανε αντάρτες και το ρίξαν στην κλεψιά.

Ζήτω η Ελευθερία. Ζήτω η Ελευθεριά.

(«Το τραγούδι της γκιλοτίνας», στίχοι Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος, από «Το Μεγάλο μας Τσίρκο»)

Ενα οργισμένο κείμενο

Στο φύλλο 59 της 20 Αυγούστου 1839, οι πρώτες λέξεις του πρωτοσέλιδου άρθρου της εφημερίδας "Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ" ήσαν γεμάτες οργή για τα «χυδαία» κατώτε­ρα στρώματα του ελληνικού λαού.

«Κατά τους τελευταίους τούτους καιρούς συνέπεσεν ευκαιρία να ανακαλύψωμεν μεταξύ των απατών των χυδαιοτέρων τάξεων, πρόληψιν τινά κατά της ο­ποίας ανάγκη να θωρακισθώσι τα αισθήματα της φι­λανθρωπίας. Το πνεύμα του λαού θεωρεί τον εκτελούντα τας κεφαλικάς ποινάς και την υπηρεσίαν αυτού με αντιπάθειαν δεικνυομένην από καιρόν εις καιρόν δια βαρβαρικών πράξεων, και εσχάτως μάλιστα προ των πυλών της Πρωτευούσης του Κράτους, δολοφονία τις απέδειξε πόσον βίαιοι είναι τινές απάται τας οποίας η ανθρωπότης αποκηρύττει.»

Γιατί τσαντίστηκε τόσο πολύ ο μισθωτός από τα ανά­κτορα συντάκτης της εφημερίδας με... "τις χυδαιώτερες τάξεις"; Επειδή αντιπαθούν τους δήμιους και το δείχνουν με κάθε τρό­πο, ακόμα και με "βάρβαρες" πράξεις; Και, για ποια δολοφονία κοντά στην πρωτεύουσα μιλάει;

Ας δούμε τα πράματα... σχεδόν απ' την αρχή.

Η Γκιλοτίνα

Η γκιλοτίνα πρωτοήρθε στην Ελλάδα στα 1834 και χρησιμοποιήθηκε για την εκτέλεση των θανατικών ποινών των ληστών. Ήταν το τελευταίο καταφύγιο της Κυβέρνησης, μιας και οι Έλληνες που είχαν καταταχθεί στον τακτικό στρατό αρνούνταν να υπακούνε στα κελεύσματα των Βαυαρών αξιωμα­τικών τους και να εκτελούν τους παλιούς τους συντρόφους.

Πρωτοστήθηκε λοιπόν στο Μεσολόγγι, συνοδεύοντας το έκτακτο στρατοδικείο που είχε συσταθεί εκεί πέρα για τις δίκες των ληστών. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις φυλακές του Παλαμηδίου, εκεί που κατέληγαν οι επικινδυνότεροι κα­κοποιοί, οι ληστές, οι φονιάδες και οι στασιαστές.

Δεν πέρασε πολύς καιρός, και προέκυψε ανάγκη για ένα ακόμα έκτακτο στρατοδικείο. Αυτή τη φορά στο Μοριά. Οι παλιοί αγωνιστές της Μάνης και της Μεσσηνίας δεν έλεγαν να σταθούν σε χλωρό κλαρί. Στην Πάτρα έμποροι και λαός με διάφορες αφορμές βρίσκονταν σε αναβρασμό. Και σε όλα τα περήφανα Μοραΐτικα βουνά αλώνιζαν καπεταναίοι με μεγάλες συντροφιές.

Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η ληστεία του δημοσίου ταμείου της Καρύταινας. Διαβάζουμε στον ΕΛΛΗ­ΝΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ της 16 Οκτώβρη του 1838:

«Γράφουν εκ Καρυταίνης ότι την 12 του τρέχο­ντος τέσσαρες χωροφύλακες μεθ' ενός αποσπάσματος εθνοφυλάκων είχον αναχωρήσει εκ της πόλεως ταύτης δια να συνοδεύσωσιν 23.000 Δραχ. αίτινες εστέλλοντο εις το Διοικητικόν ταμείον Τριπόλεως. Αλλ' επί της ο­δού της Λαγκάδος είκοσι περίπου λησταί, ενεδρεύοντες εις τινά θέσιν καλουμένην Αρκουδόρευμα κατά τον δή­μον Φάλαντος, προσέβαλον την Βασιλικήν Φρουράν, και εφόνευσαν ένα χωροφύλακα και τον πρώην υπο- γραμματέα της υποδιοικήσεως Καρυταίνης, κύριον Θ. Καμπάνην, όστις είχε ενωθή με τους στρατιώτας τού­τους δια να μεταβή εις Τρίπολιν. Είς έτερος χωροφύλαξ και είς εθνοφύλαξ επληγώθησαν παρά των ληστών, οι οποίοι λαβόντες τα χρήματα έγιναν άφαντοι.

Η κυβέρνηση του Όθωνα έβλεπε έπρεπε να προχωρή­σει σε πιο ζόρικα μέτρα, αν ήθελε να παραμείνει στο παιχνίδι. Διαβάζουμε στον Αριθμό 41 της 18ης Νοεμβρίου του 1838 της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος:

ΔΙΑΤΑΓΜΑ

Περί συστάσεως στρατοδικείου εκτάκτου είς Πελοπόν­νησον.

ΟΘΩΝ κλπ.

Θεωρούντες την ανάγκην του να συμπληρώσω- μεν τα μέχρι τούδε κατά της ληστείας ληφθέντα μέτρα προς την ταχυτέραν αυτής εξάλειψιν από τινάς επαρχί­ας της Πελοποννήσου,

Έχοντες υπ' όψιν το άρθρον 511§2 της ποινικής δικονομίας, επί τη προτάσει των Ημετέρων επί των Στρατιωτικών, επί των Εσωτερικών και επί της Δικαιο­σύνης Γ ραμματέων της Επικρατείας,

Ακούσαντες και την γνώμην του Ημετέρου Υ­πουργικού Συμβουλίου, απεφασίσαμεν και διατάττομεν τα εξής:

Άρθρ. 1

Συσταίνεται έκτακτον στρατοδικείον, το οποίον θέλει περιλαμβάνει εις την δικαιοδοσίαν του τας διοι­κήσεις Γορτυνίας, Κυναίθης, Ηλείας, Μεσσηνίας, Λακαιδεμονίας, και θέλει δικάζει όλας τας εντός της περιφερείας ταύτης πραττομένας ληστείας, και τους με ταύτας συνδεδεμένους φόνους και εμπρησμούς, ως και τα ήδη πραχθέντα εκ των κακουργημάτων τούτων, όσα διά δικαστικού βουλεύματος δεν παρεπέμφθησαν έτι εις τα τακτικά δικαστήρια.

Άρθρ. 2

Η αρμοδιότης του εκτάκτου στρατοδικείου ε­κτείνεται ανεξαιρέτως εφ' άπαντας τους αυτουργούς και συναιτίους, καθώς και εφ' άπαντας, όσοι καθ' οποι­ονδήποτε τρόπον συνετέλεσαν εις τα κακουργήματα ταύτα, ή παρέσχον επί τούτω βοήθειαν.

Άρθρ. 3

Έδρα του εκτάκτου στρατοδικείου προσδιορίζε­ται η Καρύταινα, πρωτεύουσα της Γορτυνίας, θέλει δε μετατίθεται κατ' αίτησιν του αρμοδίου διοικητού, και κατά ρητήν συναίνεσιν του εισαγγελέως, και εις άλλας

διοικήσεις της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, αν κατε- πείγουσα ανάγκη απαιτήση αυτόθι την επιτόπιον πα­ρουσίαν του.

Άρθρ. 4

Υπαρχούσης διαφωνίας μεταξύ του διοικητού και του εισαγγελέως, θέλουν υποβάλλει αμφότεροι έκ- θεσιν αιτιολογημένην προς τε την επί των Εσωτερικών και της Δικαιοσύνης Γραμματείαν, διά να αποφασισθή το περί της μεταθέσεως.

Άρθρ. 5

Προς σχηματισμόν του δικαστηρίου τούτου, δι- ορίζομεν:

Α'. Πρόεδρον, τον Κύριον Καρατζάν, ταγμα­τάρχην του 4. τάγματος της γραμμής.

Β'. Εισαγγελέα, τον παρά τοις εν Τριπόλει πρωτοδίκαις εισαγγελέα, Κ. Δ. Στανόφ.

Γ'. Δικαστάς τους Κυρίους:

α) Δημήτριον Περδικάρην, δικαστήν των εν Πάτραις πρωτοδικών.

β) Γεώργιον Βαλτάν, δικαστήν των εν Τριπόλει πρωτοδικών.

γ) Νικόλαον Χατηριάδη, λοχαγόν του α' τάγ­ματος

δ) Γεώργιον Ζήχον, λοχαγόν του 4. Τάγματος της Γραμμής.

Δ'. Γραμματέα, τον Κ. Αντωνιάδην, υπογραμ- ματέα των εν Τ ριπόλει πρωτοδικών.

Άρθρ. 6

Εις τους Ημετέρους επί των Εσωτερικών, επί των Στρατιωτικών και επί της Δικαιοσύνης Γραμματείς της Επικρατείας ανατίθεται η δημοσίευσις και εκτέλεσις του παρόντος Διατάγματος.

Εν Αθήναις, την 17 (29) Νοεμβρίου 1838 ΟΘΩΝ

ΣΧΜΑΛΤΣ, Α.Γ. ΚΡΙΕΖΗΣ, Α. ΠΑΪΚΟΣ, Γ. ΓΛΑΡΑ- ΚΗΣ, Κ. ΖΩΓΡΑΦΟΣ, Γ. ΣΠΑΝΙΟΛΑΚΗΣ

Το Δικαστήριο αυτό χωρίς καθυστέρηση έπιασε δουλιά, εκδίδοντας ένα σωρό αποφάσεις σαν την παρακάτω, σε 48 δί­κες για υποθέσεις ληστείας το 1839 και 51 το 1840:

«(Ελ. 31 Δεκεμβρίου)

Αριθ. Εγγράφ. 224 Αριθ. Πρωτοκ. 444

Ο παρά το εν Καρυταίνη εκτάκτω στρατοδικείω εισαγγελεύς δηλοποιεί ότι

Δια της υπό σημερινήν ημερομηνίαν εκδοθείσης περί την 10 V ώραν π.μ. αποφάσεως του ενταύθα στρα­τοδικείου, κατεδικάσθη εις θάνατον ο εκ του χωρίου Αλβανίτζας του δήμου Ουγγίου, της διοικήσεως Γορτυνίας, Παναγιώτης Δημόπουλος ή Φούσκαρης, ετών 46 Χριστιανός, κτίστης, έγγαμος, ένεκα ληστείας συνδεδεμένης με φόνους, δυνάμει του άρθρ. 364§2 του ποινικού νόμου.

Και ότι η απόφασις αύτη κατέστη τελεσίδικος. Εν Καρυταίνη, την 23 Δεκεμβρ. 1838 ημέραν παρασκευήν και ώραν 1 μ.μ.

Ο Εισαγγελεύς Δ. ΣΤΑΝΝΟΦ.

Οι αποφάσεις αυτές προφανώς και υπήρχε ανάγκη να εκτελούνται αμέσως, γι' αυτό και ένας από τους δημοσίους υ­παλλήλους που αποσπάστηκαν στην Καρύταινα για την υπο­στήριξη του εκτάκτου αυτού δικαστηρίου ήταν και ο δήμιος, με την γκιλοτίνα του.

Έτσι οι εφημερίδες είχαν την δυνατότητα να γεμίσουν δημοσιεύματα όπως το παρακάτω, από τον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΑ­ΧΥΔΡΟΜΟ της 22 Δεκέμβρη του 1838:

Μας γράφουν εκ Καρυταίνης ότι το Έκτακτον κατά την Πελοπόννησον Στρατοδικείον κατεδίκασε κατά την της 15 Δεκεμβρίου συνεδρίασίν του εις θάνα­τον τέσσαρας ληστάς, αυτουργούς της κατά τα Λαγκά­δια πραχθείσης ληστείας, και την επιούσαν το πρωί εξε- τελέσθη η κατ' αυτών απόφασις. Επίσης κατεδίκασεν εις θάνατον το αυτό δικαστήριον και ένα έτερον λη­στήν κατά την της 17 Δεκεμβρίου συνεδρίασίν του, και αμέσως η απόφασις του Δικαστηρίου εξετελέσθη.

Για ένα... περίεργο λόγο, τα μέτρα αυτά δε φαίνεται να πολυέπιασαν. Ο λαός δεν έλεγε να κάτσει φρόνιμα και επέμενε να δημιουργεί φασαρίες στην κεντρική εξουσία παντού, ενώ όλο και περισσότεροι επέλεγαν το δρόμο του βουνού.

Ένα από τα μέτρα στο οποίο προχώρησε τότε η Κυβέρ­νηση, στην προσπάθειά της να απειλεί και να τρομοκρατεί τους ντόπιους πληθυσμούς για να... ησυχάσουν, ήταν να πραγματοποιεί αρκετές εκτελέσεις στα μέρη των «κακούρ­γων», για να παραδειγματίσει τους φίλους και τους συντοπίτες τους. Για παράδειγμα, ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ στις 26 Νοέμβρη γράφει το εξής:

Μας γράφουν εκ Σπάρτης ότι οι καταδικασθέντες εις θάνατον δι' αποφάσεως των εν Ναυπλίω Συνέ­δρων, Πάνος Αθ. Βαλτινός και Κίτζος Νάσσου, προσαχθέντες αυτόσε την 20 του λήγοντος μηνός, μετεφέρθησαν αμέσως εις Μιστράν, και την επιούσαν περί την Μεσημβρίαν υπέμειναν την καταψηφισθείσαν κατ' αυ­τών ποινήν, αποκεφαλισθέντες δια της Λαιμητόμου εις την θέσιν Πανηγυρίστραν.

Η εκτέλεση

Στις 26 Ιούλη 1839, στο φύλλο 635 της ΑΘΗΝΑΣ δια­βάζουμε για την ανάγκη που προέκυψε να πραγματοποιήσει μια έκτακτη εμφάνιση η γκιλοτίνα στην Αθήνα:

Είναι προ πολλού γνωστή εις το κοινόν η κατα­δίκη των νέων Προκρούστων της Αττική, Τρακάδα και Μπίμπιση. Δια την εκτέλεσιν λοιπόν της καταδικαστι­κής αποφάσεώς των, είχε διατταχθή ο δήμιος να έλθη εδώ με την λαιμητόμον, αλλ' ο δήμιος, φθάσας εις Πει­ραιά, εδολοφονήθη από δολοφόνους, τους οποίους ί­σως επερίμενε εξ ίσου και περιμένει η τύχη του Τρακά­δα και Μπίμπιση.

Πώς ακριβώς έγινε αυτό το φονικό; Οι δύο από τις ε­φημερίδες που καταδέχτηκαν να γράψουν δυο γραμμές γι' αυ­τό το περιστατικό, δε στάθηκαν ιδιαίτερα κατατοπιστικές. Στις 20 του Ιούλη, το φύλλο 242 της ΦΗΜΗΣ λέει τα εξής:

Τον Δήμιον εδολοφόνησαν την εσπέραν της Δευτέρας τας 8 ώρας εις Πειραιά με πιστόλιον εν ώ ήτο μακράν ολίγον του χωροφύλακος, όστις τον παρηκολούθει. Αι αρμόδιοι αρχαί καταγίνονται εις ανακάλυψιν του κακούργου.

Πάνω κάτω την ίδια σημασία δίνει στο γεγονός και ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, στο φύλλο 8 της 22 Ιούλη:

Την 17 του τρέχοντος το εσπέρας εδολοφονήθη ο δήμιος προ ολίγου αποβιβασθείς, και ενώ είχε παρα­μερίσει ο φρουρών αυτόν χωροφύλαξ.

Αυτή λοιπόν ήταν η δολοφονία που ανάγκασε το συ­ντάκτη του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ στις 20 του Αυγούστου να χύσει τέτοια χολή από το πρωτοσέλιδο της εφημε­ρίδας του. Σίγουρα, όμως, αυτό δεν ήταν ένα τυχαίο δημοσί­ευμα, ούτε τυχαίο ήταν και το ότι η κυβέρνηση αναγκάστηκε ένα μήνα μετά το συμβάν να επανέλθει σε εκείνη την υπόθεση.

Οι εκτελεστές του Δήμιου δεν βρέθηκαν, αλλά κανένας δεν πίστευε ότι πίσω από εκείνη την εκτέλεση κρυβόταν μια συνωμοσία. Το χέρι των εκτελεστών το είχε οπλίσει η σιχαμά­ρα και το μίσος για εκείνο το όργανο του Κράτους που είχε επιλέξει να βγάζει το ψωμί του με την αισχρότερη δουλειά.

Η αμηχανία, για να μην πούμε ο πανικός, της Κυβέρνη­σης ήταν μεγάλος, και αυτό φαίνεται από τις γελοιότητες που έκανε στη συνέχεια.

Είδαμε προηγουμένως ότι ο Δήμιος είχε έρθει στην Α­θήνα γιατί έπρεπε να εκτελεστούν οι ληστές Τρακάδας και Μπίμπισης. Ας δούμε τι έγινε τελικά με αυτήν την εκτέλεση. Δίνουμε το λόγο πρώτα στην εφημερίδα ΦΗΜΗ, η οποία στο φύλλο 244 της 26 Ιούλη του 1839 έγραφε με μεγάλα και αραιά γράμματα στο πρωτοσέλιδο τα εξής:

Η παρελθούσα δευτέρα είχε προσδιορισθεί δια την εκτέλεσιν της κεφαλικής ποινή, καταγνωσθείσης κατά των Μπίμπισι και Τρακάδα, αφ' ού οι τρείς άλλοι συγκαταδικασθέντες είχον τύχει της Β. χάριτος. Από την προτεραίαν είχον εκτελεσθεί καθ' όσον αφωρούσε τους δύω τούτους όλα τα παρά του νόμου οριζόμενα προς εκπλήρωσιν των χριστιανικών και λοιπών χρεών, την δε 5 και 1/2 ώραν π.μ. επιβάντες εφ' αμάξης από αρκετήν στρατιωτικήν συνοδίαν προηγούμενοι και α­κολουθούμενοι άγοντο εις της καταδίκης τον τόπον, όπου περιέργεια όχι τόσον αξιέπαινος είχε συναθροίσει άπειρον ανθρώπων πλήθος. Η λαιμητόμος επί της ο­ποίας εκυμάτει το ερυθρούν περικάλυμμα περίμενε τας κεφαλάς των καταδίκων και ο δήμιος έτοιμος να εκτελέση τα της υπηρεσίας του ότε έφθασαν αι άμαξαι των καταδίκων φέρουσαι εκάστη ένα ιδιαιτέρως με τον πα- ρακολουθούντα πνευματικόν δια να ενθαρρύνη αυτόν να υποφέρη μεθ' υπομονής το πικρόν ποτήριον το ο­ποίον λαμβάνη δια τας κακούργους πράξεις του και να

μετανοήση δια να τύχη παρά του Υψίστου την συγχώρησιν. Πρώτος εξήλθε της αμάξης ο Μπίμπισις με πα­ραδειγματικήν γενναιότητα. Εβοήθησε μόνος του δια ν' αφαιρέσωσιν εκ των ποδών του τα σίδερα και τούτου γενομένου ανέβει επί της λαιμητόμου ζητήσας των πα- ρευρεθέντων πάντων την συχγώρησιν, και προτρέψας τους αδελφούς και συμπολίτας του να λάβωσιν αυτόν ως παράδειγμα φερόμενοι με ευπείθειαν και υποταγήν εις τους νόμους του Βασιλείου και εις τον Σεβαστόν

Βασιλέα και εφώνησεν είτα το Ζήτωσαν ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα. Μετά τούτο επλησίασε με θάρρος τον δή­μιον ζητών παρ' αυτού την ταχείαν της ποινής εκτέλεσιν. Αλλ' ο δήμιος δεν το κατόρθωσε, μολωνότι εβασάνισε δι' ολίγον τον κατάδικον, όθεν εδόθη ευθύς διατα­γή να σταματίση την εκτέλεσιν. Η είδησις εδόθη προς τας Α.Α. Μ.Μ. και εγένετο ακριβής διήγησις των διατρεξάντων ώστε η Α.Μ. ο Βασιλεύς ευαρεστήθη να εκδώση υψηλόν Αυτής διάταγμα δι' ού απέδιδε την Β. Αυτής χάριν εις αυτούς και μετέβαλε την ποινήν εις δια βίου δεσμά. Η είδησις διακηρυχθείσα παρά του Λοχα­γού της Πλατείας κ. Πασχάλη και του Υπομοιράρχου, Υπασπιστού του αρχηγείου της Χωροφυλακής κ. Παπαδοπούλου, έπλησε χαράς τας καρδίας των καταδί­κων οι οποίοι ζητωκραυγούντες επανήλθον υπό των αυτών προφυλάξεων εις την φυλακήν του Μεντρεσέ όπου εισελθόντες επανέλαβον τας ζητοκραυγάς ομού με τους λοιπού εν τη φυλακή καταδίκους και υποδίκους και τούτο διήρκησε δι' αρκετάς στιγμάς. Η πόλις όλη ετέθη εις κίνησιν μέχρι της 9 ώρας και οι άνθρωποι ενθουσιώντες δια την πατρικήν και φιλάνθρωπον καρδίαν της Α. Μ. επευφήμουν την τοιαύτην φιλάνθρωπον πράξιν.

Χμ... Γ ιατί βρωμάει ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, ότι αυτά που γράφει ο συντάκτης της ΦΗΜΗΣ είναι -αν όχι ψέματα, τότε σίγουρα- κατά παραγγελία και υπαγορευμένα από το Ανάκτορο;;;

Ας επιστρέψουμε στο ρεπορτάζ της ΑΘΗΝΑΣ από τις 26 του Ιούλη, που το αφήσαμε προηγουμένως στη μέση, για να δούμε μια διαφορετική άποψη για το συμβάν, καθώς και κά­ποια ενδιαφέροντα σχόλια για την εκτίμηση που έχαιρε το ε­πάγγελμα του δήμιου ανάμεσα στο λαό:

Ανάγκη ήτο λοιπόν να ευρεθή Δήμιος, δια να εκτελέση την καταδίκην των ληστών, αλλά το έντιμον τούτο επάγγελμα του δημίου, όσον περισπούδαστον και αν ήναι ακόμη μεταξύ τινών ανθρωπαρίων εις την Γαλλίαν, εις την Ελλάδα είναι αδύνατον να ευρεθή άν­θρωπος, εις οποιανδήποτε αν ήθελεν είσθαι καταδίκην, να δεχθή τον τίτλον και τας ωφελείας του.

Δεν ηξεύρομεν όμως πώς, ευρέθη έξαφνα κά­ποιος Κωνσταντίνος Σχινάς, του οποίου τον τόπον δεν ημπορέσαμεν ακόμη να μάθωμεν καλώς, όστις τέλος πάντων ανεδέχθη το επάγγελμα του Δημίου. Αλλά το περίεργον είναι, ότι ο επί της Δικαιοσύνης Γραμματεύς μας επερίμενε, φαίνεται, να γυμνάση τον νέον τούτον Δήμιον την στιγμήν καθ' ήν έμελλε να αποκεφαλίση τον Τ ρακάδαν και Μπίμπισην.

Την δευτέραν λοιπόν περί την 4 ώραν είχον καταβιβάσει εις τον τόπον της καταδίκης τους καταδί­κους, όπου ήτο στημένη η λαιμητόμος, εκεί παρευρέθη και ο Δήμιος. Αλλ' είτε προσποιημένως, είτε απροσποιήτως, ούτος μόλις ή ρχισε να δένη τον ένα εκ των καταδίκων, αμέσως έφθασεν εις απαξίαν τοιαύτην, ώ­στε δεν η μπορούσε ούτε χείρα, ούτε πόδα να κινήση. Εις μάτην αι βροντώδεις φωναί του διοικητού της Ατ­τικής κυρίου Αξιώτου. Εις τα ώτα του νέου Δημίου κ. Σχινά καμμίαν εντύπωσιν δεν έκαμαν, αλλ' ούτε άλλοι λόγοι ή παρακίνησις εδυνήθησαν να τον κινήσουν δια να ενεργήση το παραμικρόν προς εκτέλεσιν της κατα­δίκης.

Τοιουτοτρόπως λοιπόν η εκτέλεσις εμποδίσθη και ο επί της Δικαιοσύνης Γ ραμματεύς ειδοποιηθείς πε­ρί του πράγματος, υπήγεν εις τον Βασιλέα και ανέφερε την υπόθεσιν. Ο Βασιλεύς συναισθανθείς το φρικώδες του δράματος μετέβαλε την θανατικήν ποινήν των κα- ταδικασθέντων ληστών εις δεσμά δια βίου, και διέταξε να σταλούν εις το Παλαμήδιον της Ναυπλίας, όπου δια την ασφάλειαν και ησυχίαν των κατοίκων της Αττικής θέλουν φυλάττεσθαι με ικανήν επαγρύπνησιν.

Η επιβεβαίωση για το ότι η χάρη στον Τ ρακάδα και τον Μπίμπιση δεν δόθηκε λόγω της... ειλικρινούς μεταμέλειάς τους, έρχεται από τα έγγραφα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όπως αυτά τα βλέπουμε ψηφιοποιημένα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους [https://arxeiomnimon.gak.gr / Αρχείο Υπουργείο Δι­καιοσύνης GRGSA-CSA_PAO010.00, Φάκελος 15 - Φάκελος #015 - Ποινική Δικαιοσύνη - Κατάδικοι (απονομή χάριτος, θα­νατικές εκτελέσεις κ.λ.π)].

Λίγο μετά την απόρριψη από τον Άρειο Πάγο της αί­τησης αναίρεσης των καταδικασμένων σε θάνατο «ληστών της Αττικής», όπως αποκαλούνται ο Τρακάδας, ο Μπίμπισης και οι τρεις συντρόφοι τους, ο ηγούμενος της Μονής Καισαριανής στέλνει μια επιστολή στον Βασιλιά, όπου του ζητά να δείξει έλεος και να μετατρέψει την θανατική ποινή σε ισόβια. Ο λό­γος -λέει- ήταν η ειλικρινής μεταμέλεια των ληστών. Ο Όθων αναθέτει στον Υπουργό Δικαιοσύνης Α. Πάικο να του γράψει μια έκθεση γι' αυτούς τους ληστές, και να γνωμοδοτήσει για το αν θα πρέπει να αποδοθεί χάρη ή όχι.

Ο Πάικος στην έκθεσή του αυτή, στις 1 Ιούλη του 1839, είναι αμείλικτος. Τους καταλογίζει ληστείες, φόνους, βιαιότη­τες. Και μάλιστα αυτό που επιβάρυνε ακόμα περισσότερο την υπόθεσή τους ήταν ότι αυτές τις πράξεις δεν τις έκαναν ούτε σε δύσβατα βουνά, ούτε στην ελληνοτουρκική μεθόριο. Δρούσαν στην Αττική, στα περίχωρα της Πρωτεύουσας! Αποδίδει το ότι τελικά παραδόθηκαν από μόνοι τους στις αρχές όχι στην μεταμέλειά τους, αλλά στη συνειδητοποίηση ότι δεν επρόκειτο αλλιώς να γλυτώσουν από τα αποσπάσματα που τους κατα­διώκανε. Αναφέρεται στις απόπειρές τους να αποδράσουν από την φυλακή, όταν ο Μπίμπισης επιτέθηκε στο φρουρό του με σκοπό να του βουτήξει το όπλο και να το σκάσει.

Και καταλήγει: Δεν του είναι δυνατόν να αναλάβει την ευθύνη να προτείνει την απόδοση χάρης γι' αυτούς. Όχι για τον Μπίμπιση και τον Τρακάδα.

Στο δικό μου το μυαλό η παραπάνω έκθεση και οι σκληρές εκφράσεις του Πάικου αποδεικνύουν ότι η εκτέλεση των Μπίμπιση - Τρακάδα όντως αναβλήθηκε λόγω της εκτέ­λεσης του δημίου τους. Είτε για να κατευναστεί -έστω και προσωρινά- η λαϊκή δυσαρέσκεια για τις εκτελέσεις, είτε λόγω (και) του μπλακ άουτ του νέου δημίου.

Η ματαίωση αυτής της εκτέλεσης μπορεί να ηρέμησε λίγο τα πνεύματα, αλλά σίγουρα αυτή η ηρεμία δεν επρόκειτο να κρατήσει για πολύ.

Και η κυβέρνηση, μην μπορώντας και μη θέλοντας να κάνει κάτι άλλο, επιστρατεύει τους χωροφύλακές της για να καθυποτάξει το λαό και τους καλαμαράδες της για να συνετί­σει τους διανοούμενους, που τυχόν έδειχναν να συμφωνούν με τις αντιλήψεις της πλέμπας για τους ληστές, τη θανατική ποι­νή, τους δήμιους.

Συνεχίζει, λοιπόν, ο σφουγγοκωλάριος του 1839 στον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, επικαλούμενος -τι άλλο;- το τι γίνεται στην πολιτισμένη Ευρώπη:

Καλόν ήθελεν είσθαι μολαταύτα να ακούγεται και ο ορθός λόγος εις τοιαύτας περιστάσεις, ώστε κατ' ολίγον ολίγον να εκλείψουν αι τοιαύται έξεις, ών η αγριότης επιφέρει όνειδος εις τους παρόντας καιρούς. [..·]

Αλλ' οι Έλληνες οφείλουσι να νοήσωσι καλώς ότι η αυστηρότης των νόμων δεν πρέπει παντελώς να παροραθή. Εις τα λοιπά μέρη της Ευρώπης ουδείς γογ­γύζει κατά του υπολοίπου τούτου της αυστηρότητος, διότι εις την Ευρώπην ποίος δεν ενθυμείται ότι εις τας τελετάς των τιμαριωτικών αυλών ο δήμιος ίστατο πά­ντοτε πλησίον του ηγεμόνος προς ένδειξιν ότι πρέπει να εκτελήται αείποτε μετ' αυστηρότητος του νόμου η θέλησις. Εις την Ευρώπην άρα ουδείς δυσαρεστείται δι' όσην αυστηρότητα έχουν ακόμα αι ποιναί, αλλ' εις την Ελλάδα, αναγκαζόμεθα να ομολογήσωμεν, ότι ο λαός απατάται εκ των προλήψεών του. Ας περιβλέψη περί εαυτόν και ας μας είπη αν οι φόνοι και αι ληστείαι, φέρουσαι πολλάκις χαρακτήρα αγριότητος θηριώδους, δεν καθιστώσιν επί πολύ ίσως έτι αναπόφευκτον να ε­πιβάλλεται ποινή θανάτου δια τινά εγκλήματα.

Όταν ο λαός εξετάση και γνωρίση την θέσιν του τοιαύτην, ελπίζομεν ότι η υπάρχουσα έτι εις τινάς πρόληψις κατά του Δημίου θέλει εκ ρίζης εκλείψει. Πάς τις θέλει να εννοήσει ότι δεν απαιτήται κατά τινάς περι­στάσεις αυστηρότης και επιμονή από μέρους του νό­μου, τότε μόνον δύναται να επιφέρη καλά δια την κοι­νωνίαν αποτελέσματα όταν εκτελήται εντελώς και επισήμως.

Εφ' όσον τα εγκλήματα θέλουν επαναλαμβάνεσθαι τόσον συνεχώς ώστε να μην επιτρέπουν εφαρμογή πραοτέρων νόμων, και εφ' όσον οι νόμοι θέλουν έχει το δικαίωμα να επιτάττουν του κακούργου τον θάνατον, το επάγγελμα του δημίου πρέπει να θεωρήται παρά πά­ντων των τιμίων πολιτών ως υπηρεσία αναπόφευκτος προς συντήρησιν της κοινωνικής ευταξίας, αντί δε ο λαός να καταφέρεται βαρβάρως και με ατόπους προ­λήψεις ακόμη πού και πού απαντωμένας κατά του κατέχοντος την θέσιν ταύτην, όστις είναι ούτως ειπείν η δεξιά χειρ της δικαιοσύνης, οφείλει πολλώ μάλλον να εννοήση ότι διά να εκλείψη η ανάγκη του δημίου, απαι­τείται να εκλείψουν τα κακουργήματα από την κοινω­νίαν.

Βέβαια, οι νουθεσίες του δεν έπιασαν τόπο.

Όσον αφορά για τον αποτυχημένο επίδοξο δήμιο, την τύχη του μας την λέει η εφημερίδα «Φήμη» (φ. 245, 30/7/1839):

Λέγεται ότι ο νέος δήμιος εξωρίσθη από το Κράτος και ότι η πατρίς του διαφιλονικείται ακόμη.

Μεταγενέστερα περιστατικά με πρωταγωνι­στές δήμιους

Λέγεται ότι ευρέθη δήμιος είς οθωμανός, και ότι εις Πειραιά έγεινεν η δοκιμή του επί τριών τράγων, ακόμη, λέγε­ται, ότι εις μίαν του Πειραιώς πλατείαν θα εκτελεσθή η κεφαλική ποινή, η κατά τριών παρά του Κακουργειοδικείου Χαλκίδος καταγνωσθείσα. Η ημέρα αγνοείται.

(«Η ΦΗΜΗ», φ. 297, 17/2/1840)

Αφού εστάθη αδύνατον το να ευρεθή εις την Ελλάδα δήμιος ούτε Έλλην, ούτε Τούρκος, ούτε Άραψ, ούτε Μαλτέζος, ούτε Γύφτος, αφού οι εξ απελπισίας περιοδικώς επιχειρήσαντες το έργον τούτο εδολοφονήθησαν εν γένει, ευρέθη τέλος πά­ντων, εις την Γαλλίαν δήμιος Γάλλος, τακτικός και εξησκημένος, ελθών προ ολίγου εις την Ελλάδα μετά της οικογενείας του επί συμφωνία 400 φράγκων κατά μήνα, και 100 φράγκων δια πάσαν κεφαλικήν εκτέλεσιν.

Εις το έργον τούτο εξασκεί και τον δεκαετή υιόν του, δια να αφήση εις την Ελλάδα την κληρονομικήν σποράν γεννεάς τόσον αναγκαίας και επιζήλου! Προ ολίγον ημερών εξετέλεσεν ούτος δύω κεφαλικάς ποινάς εις την Θήραν κατά δύω δολοφόνων, ενός ανδρός και μιας γυναικός, καταδικασθέντων παρά του κακουργειοδικείου. Εις το Μεσολόγγιον μετατίθεται ήδη δια μιας Γολέττας ο δήμιος ούτος προς εκτέλεσιν άλλης κεφαλικής ποινής.

(«ΑΙΩΝ», φ. 220, 22/12/1840)

Οι εν Αθήναις παρεπιδημούντες Γάλλοι, μαθόντες την εις την Ελλάδα έλευσιν του δημίου, περί του οποίου ωμιλήσα- μεν δια του Αριθ. 220, ανεφέρθησαν προς τον αρμόδιον Πρέσβυν της Γαλλίας εξαιτούμενοι το να ζητήση ούτος παρά της Ελληνικής Κυβερνήσεως την έξω του Κράτους αποπομπήν τούτου. Είναι επαινετός ο τρόπος ούτος. Και δικαιότερον θέλει είσθαι η μεταβολή της κεφαλικής ποινής εις δια βίου δημοσίους εργασίας, ως είπομεν και άλλοτε, δια να λείψη ούτω και η ανά­γκη δημίου, εν ώ εις την Ελλάδα αδύνατος φαίνεται η ύπαρξις τοιούτου επιτηδεύματος. Σκληρόν το να είπωμεν, ότι οι από του1 1833 μέχρι τούδε γενόμενοι δήμιοι, είτε κατά προαίρεσιν, είτε κατ' ανάγκην, εδολοφονήθησαν εν γένει. Ποίος δε ο λόγος του να γίνηται τόση δαπάνη περιοδικώς προς εύρεσιν δημίου, αφ' ού μία τροποποίησις του νόμου δύναται ν' αφαιρέση από του μέσου αυτήν την σκληράν ανάγκην, και να μορφώση τού­τον επί το φιλανθρωπότερον;

(«ΑΙΩΝ», φ. 222, 29/12/1840)

Εις Αίγιναν εδολοφονήθη την 19 Αυγούστου ο δήμιος Υβέρτος Σχλίλ. Αι αρχαί καταγίνονται προς ανακάλυψιν του αυτουργού της κακούργου ταύτης πράξεως.

(«Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», φ. 32, έτος Δ',

11/09/1841)

* Σήμερον είχον υπάγει εις τον τόπον της καταδίκης δύο ληστάς, καταδικασμένους από το Κακουργιοδικείον εις θάνατον, να τους αποκεφαλίσουν δια της λαιμητόμου. Αφού δ' έφθασαν οι καταδικασμένοι ούτοι εις τον τόπον της καταδίκης, όπου τους επερίμενεν ο δήμιος, έφεραν πρώτον τον ένα δια να αποκεφαλισθή. Ο δήμιος όμως, είτε συνεννοη μένος, είτε ανί­κανος, δεν έδειξε την απαιτουμένην εις την ώραν ταύτην επιτηδειότητα. Όθεν ο καταδικασμένος έχων την δεξιάν χείραν ελευθέραν, εδυνήθη να καταδαμάση τον δήμιον, και να τον φέρη εις θέσιν, ώστε να μη δυνηθή, να εκτελέση την κεφαλικήν του ποινήν. Αποσυρθέντος δε τούτου από τον τόπον της κα­ταδίκης, έφεραν και τον άλλον, πλην και αυτός έπραξε τα ίδια. Όθεν αι εκεί παριστάμεναι φρουραί βλέπουσαι την ανικανότη­τα ή επιβουλήν του δημίου και του βοηθού του, επήραν τους καταδίκους και τους έφεραν εις Πειραιά, όπου περιμένουν νέας διαταγάς της Κυβερνήσεως δια να ενεργήσουν κατ' αυτάς.

* Με μεγάλην της δυσαρέσκειαν έμαθεν η Κυβέρνησις το συμβάν εις τον τόπον της καταδίκης δια την εκτέλεσιν της θανατικής ποινής των δύω καταδικασθέντων. Αλλ' απορεί και ο κόσμος δια την αφροντησίαν των επιφορτισμένων τας τοιαύ- τας εκτελέσεις Αρχών, και το κυριώτερον, πώς, ενώ γνωρίζουν ότι ο δήμιος δεν είναι ειμή είς τυχόν κατάδικος ελευθερωμένος από την φυλακήν δια να εκτελέση την ποινήν ταύτην, δεν εφρόντισαν κάν περί της αποφυγής παντός ατοπήματος, όταν μάλιστα είχον ακόμη πρόσφατόν τι παρόμοιον παράδειγμα προ οφθαλμών. Πρέπει μάλιστα να θαυμάζη τις, πώς έχων την δεξιάν του χείρα ελευθέραν ο κατάδικος εις την στιγμήν της αποκεφαλίσεώς του δεν έπραξε και άλλα χειρότερα. Αλλά δεν είναι φρικτόν πράγμα το να κρατούν τόσην ώραν ενώπιον της λαιμητόμου τους καταδίκους δια να διαπραγματεύωνται συνθήκας μετά του Δημίου; Η τοιαύτη διαπραγμάτευσις επροξένησε φρίκην εις τους παρεστώτας. Εντοσούτω η ποινή απεφάσισεν η Κυβέρνησις να εκτελεσθή αφεύκτως.

(«ΑΘΗΝΑ», φ. 868, 19/11/1841)

Χθες ενηργήθη, αλλά δεν έλαβε τέλος, η εκτέλεσις κεφαλικής ποινής δύω ληστών εσχάτης κακουργίας. Η δειλία ή ανεπιτηδειότης του δημίου, η έλλειψις αξίου βοηθού και η αδι­αφορία της αρμοδίας εκτελεστικής δυνάμεως επέφερον το σκανδαλώδες αυτό αποτέλεσμα.

Οφείλομεν να παρατηρήσωμεν, ότι εις περιστάσεις τοιαύτας ανήκει να προλαμβάνωνται όλα τα απαιτούμενα μέτρα, δια να μην εμπαίζηται ο νόμος, εμψυχουμένης της κακουργίας.

(«ΑΙΩΝ», φ. 311, 20/11/1841)

Και πάλιν εδολοφονήθη ο δήμιος διαμένων εσχάτως εις Ναύπλιον. Είναι ήδη ο έβδομος, όστις έλαβεν αυτήν την τύχην.

("Η Ελπίς", φ. 465, 17/6/1848)

Η νομική διδασκαλία της εποχής για τη θανα­τική ποινή

Η διάδοση των αρχών του φιλελευθερισμού και του αν­θρωπισμού είχαν την αντανάκλασή τους και στην επιστήμη του δικαίου. Όλο και περισσότερο είχε αρχίσει να αμφισβητείται τό­σο η αποτελεσματικότητα όσο και η αναγκαιότητα της θανατι­κής ποινής, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ελλάδα. Θα περά­σουν, βέβαια, πάνω από 100 χρόνια για να καταργηθεί.

Όπως και να'χει, έχει ενδιαφέρον να δούμε τη διδασκα­λία περί ποινής που παραδιδόταν στη Νομική Σχολή του Πανε­πιστήμιο Αθηνών από τον τακτικό καθηγητή Ποινικής Νομοθε­σίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Νικολάου Ι. Σαριπόλου.

Η παράδοση αυτή δημοσιεύτηκε στα τεύχη 337 της 1/4/1864 και 339 της 1/5/1864 (Τόμος IE) του περιοδικού «ΠΑΝΔΩΡΑ».

Ακολουθούν δύο αποσπάσματά της. Πρώτα, ο καθηγη­τής Σαρίπολος χρησιμοποιεί σα «μπαμπούλα» για να δικαιολο­γήσει την ανάγκη της θανατικής ποινής τη ληστεία το και ότι... η ελληνική κοινωνία δεν ήταν (ή μήπως δεν είναι ακόμα;) ανε­πτυγμένη αρκετά, με αποτέλεσμα να συμπαθεί ακόμα αυτούς τους... κακούργους:

'Οταν κύριοι εκλείψη διαπαντός από της Ελλάδος η λη­στεία, όταν αι φυλακαί αυτής γίνωσι τοιαύται, ώστε να μη υπάρχη ένθεν μεν η ελπίς της χάριτος, ετέρωθεν δ' ο κίνδυνος της αποδράσεως, τότε πάντως πρέπει να καταργηθή η ποινή του θανάτου. Αναγκαζόμεθα ν' ανεχθώμεν την ποινήν ταύτην ως οικτράν ανάγκην, μη γένοιτο όμως ποτέ ως νόμιμον και κα­λήν ν' αποφανθώμεν αυτήν. Εφόσον το κακούργημα, ένεκα της μη ικανώς δια του πολιτισμού αναπτυχθείσης κοινωνίας ημών, δεν εμποιεί εις ημάς το μίσος εκείνο, όπερ έπρεπε να εμπνέη, πρέπει να υπάρχη η ποινή αύτη. Όταν μάθη ο ληστής, ότι, αν φυλακισθή, δεν θέλει δυνηθή να δραπετεύση, ότι αν δραπετεύση δεν θέλει τύχει της χάριτος, όταν βεβαιωθή ότι ουδέποτ' έσται δυνατόν ν' ανοιχθώσιν αυτώ της φυλακής τα κλείθρα, και όταν τέλος μάθη ότι ο λαός δεν μολύνει τας καθαράς αυ­τού χείρας συντρίβων των κακούργων τα δεσμά, τότε πρέπει να καταργηθή η θανατική ποινή.

Στο δεύτερο απόσπασμα ο κος Καθηγητής αναφέρεται στην κατάργηση της θανατικής ποινής για τα πολιτικά εγκλή­ματα στο Σύνταγμα του 1864:

Εν τοις πολιτικοίς όμως εγκλήμασι δεν είναι η πράξις, ήτις κυρίως καταδικάζεται, είναι η ιδέα. Απλούς τις πολίτης, ορμώμενος εξ ευγενών αισθημάτων ως επί το πολύ, ρίπτει την ιδέαν του ως σπέρμα εν τω μέσω του έθνους, όπως γονιμοποιηθή, η ιδέα αύτη από στόματος εις ούς διαδίδεται, ως ο άνεμος πολλάκις φέρει μεθ' αυτού την γύριν, ήτις εις μακράς πολλάκις αποστάσεις ούτω μεταφερομένη πίπτει εις την γην, και εκεί γίνεται η βλάστησις, χωρίς να προνοήσει ουδείς περί της μετα­φοράς αυτής, χωρίς ουδείς να επιστατήση εις την ανάπτυξίν της, ούτω και μια ιδέα ρίπτεται εν έθνει τινί, και δεν γνωρίζεται πολλάκις τις ο ρίψας. Η ιδέα όμως εκείνη κυοφορείται, γονιμοποιείται, γίνεται ιδέα του λαού, ιδέα του έθνους. Όταν δ' η ού­τως ενανθρωπήσασα ιδέα αύτη κατά την πρώτην και δευτέραν εμφάνισίν της αποτύχη, καταδικάζεται. Αλλ' άρα γε, Κύριοι, όσοι καταδικάζουσι την ιδέαν αυτήν, ήτις έχει τάσιν τοιαύτην ώστε να ριζόνη, την καταστέλλουσιν; Δεν θέλω ζητήσει μα­κράν ημών την ιστορικήν απόδειξιν ήτις δύναται να μας διδά- ξη. Η ιδέα κατά της κακής πολιτείας του παρελθόντος συστή­ματος ερρίφθη, εκυοφορήθη εν τη κοινωνία και επί τέλους εξερράγη εις στάσιν, είτα δ' εις επανάστασιν. Η ιδέα άρα δια της καταδίκης δεν καταστέλλεται, αλλά τουναντίον αυξάνει. [...] Εν άλλη ευκαιρία είπον και έγραψα ότι τα πολιτικά εγκλήματα δεν πρέπει να ονομάζωνται πολιτικά εγκλήματα, διότι έγκλημα ποτε δεν δύναται να ήναι ό, τι έγκλημα εν αποτυχία μόνον ο­νομάζεται, εν δ' επιτυχία ηρωισμός. Ο τοιούτον τι διαπραξάμε- νος ας ονομάζεται, αν καταδικασθή, εκπεπτωκώς, αλλ' ουδέ­ποτε θεωρείσθω ως κακούργος. [...] Αρα μάτην οι υπέρ της διατηρήσεως της θανατικής ποινής και δια τα πολιτικά αδική­ματα συνηγορούντες αγωνιώσιν ίνα παραστήσωσιν αυτά απε­χθέστερα και των κοινών εγκλημάτων. Η εκάστου συνείδησις αποκρούει την θεωρίαν ταύτην. Αλλως τε ουδέ συντελεί το αίμα εις σύμπηξιν των θεμελίων ενός θρόνου, το δε στέμμα κηλιδούσιν αι αίματος ρανίδες. Όχι, Κύριοι, το αίμα επί πολιτικοίς αδικήμασι χυνόμενον πνίγει τον εκχέοντα αυτό, αι σκιαί των θανατωθέντων ως φάσματα φλογώδεις ατμούς εκπέμποντα περιίπτανται εν τω σκότει και συναγείρουσι θυέλλας πολιτικάς μεγάλας, ει δ' υπέρ ευγενούς τινος ιδέας εθυσιάσθησαν, πά­ντως η πνοή των θέλει σβέσει εκείνον, όστις επεβουλεύθη τας ελευθερίας των άλλων.




© 2017 Το Κοινωνικό-πολιτικό blog . Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε