ΦΑΚΕΛΟΣ Ο.Δ. ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ. Μέρος 2

Το αμερικανικό λίφτινγκ των ναζί
Από το Ιο της ελευθεροτυπίας (27/02/2005)
ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΓΚΕΛΕΝ».
Η μεταπήδηση πρακτόρων δεν είναι κάτι περίεργο. Τι γίνεται, όμως, όταν οι νικητές απορροφούν το μηχανισμό των ηττημένων; Χάρη στα αρχεία της CIA για τη (θυγατρική της) γερμανική BND, μπορούμε να δούμε μια τέτοια «συγχώνευση» επί το έργον.
Σύμφωνα με μια πετυχημένη διατύπωση, ήταν «το χειρότερα φυλαγμένο μυστικό του Ψυχρού Πολέμου». Οι Σοβιετικοί το αντιλήφθηκαν (και το κατήγγειλαν) σχεδόν αμέσως. Ο δυτικογερμανικός τύπος τού αφιέρωσε αποκαλυπτικά ρεπορτάζ ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '50, ενώ «λαϊκά» αμερικανικά έντυπα (όπως το «Time») έσπευσαν εξίσου δημόσια να το υπερασπιστούν. Μόνο η ίδια η CIA σφύριζε αδιάφορα -για να παραδεχτεί επίσημα την ύπαρξή του μόλις τον Σεπτέμβριο του 2000, όταν ο επικείμενος αποχαρακτηρισμός των σχετικών υπηρεσιακών φακέλων απαγόρευε πια κάθε υπεκφυγή.
Ο λόγος για την εκτεταμένη μεταπολεμική στρατολόγηση ενός μεγάλου αριθμού στελεχών του χιτλερικού καθεστώτος -και μάλιστα του σκληρού πυρήνα του (μυστικές υπηρεσίες και μηχανισμοί ασφαλείας)- από τις ΗΠΑ, για να συνδράμουν την εκστρατεία του «ελεύθερου κόσμου» ενάντια στον «κομμουνιστικό κίνδυνο».
Κεντρικός πυρήνας αυτής της πολιτικής υπήρξε η «Οργάνωση Γκέλεν» (από το όνομα του επικεφαλής της, στρατηγού Ράινχαρτ φον Γκέλεν), που μετά την είσοδο της ΟΔΓ στο ΝΑΤΟ μετασχηματίστηκε στην επίσημη Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών (Bundesnachrichtendienst ή BND), τη σημερινή, δηλαδή, γερμανική ΕΥΠ.
Η σχετικά πρόσφατη δημοσιοποίηση της ίδιας της «επίσημης Ιστορίας» της CIA για την υπόθεση, μας επιτρέπει να πάρουμε μια ιδέα για τα πρώτα βήματα αυτής της αγαστής συνεργασίας.
Πρόκειται για μια ογκώδη συλλογή εγγράφων που καταρτίστηκε από το «Ιστορικό Τμήμα» της υπηρεσίας το 1999, αποχαρακτηρίστηκε (με περικοπές) το 2002 και τιτλοφορείται «Η σφυρηλάτηση μιας κατασκοπευτικής σύμπραξης: η CIA και οι απαρχές της BND, 1945-49».
Αφορμή για τη σύνταξή της έδωσε η απόφαση του Κογκρέσου (1998) να ανοίξουν οι υπηρεσιακοί φάκελοι που αφορούν τους ναζί εγκληματίες πολέμου.
Η διαδικασία αυτή βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη: μέχρι σήμερα έχουν δοθεί στη δημοσιότητα κάπου 8.000.000 σελίδες ντοκουμέντων (οι 1.250.000 της CIA), ενώ πρόσφατα ανακοινώθηκε ο προσεχής αποχαρακτηρισμός ενός ακόμη «πακέτου» εγγράφων («Washin-gton Post» 7.2.2005).
Από το Ράιχ στον «Ελεύθερο Κόσμο»
Ας επιστρέψουμε, όμως, στην υπηρεσιακή έκδοση της CIA. Παρ' όλο που είναι προφανής η προσπάθεια των συντακτών της να απαλλάξουν την υπηρεσία τους από την ευθύνη για την αρχική στρατολόγηση των ναζί, η εικόνα που προκύπτει από τα ίδια τα ντοκουμέντα παραμένει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
Το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει είναι πόσο νωρίς ξεκίνησε αυτή η συνεργασία: κυριολεκτικά, πριν προλάβει καλά καλά να τελειώσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Από πλευράς των γερμανών «συμβαλλομένων», αυτό ήταν φυσιολογικό: η υπαγωγή τους στις αμερικανικές υπηρεσίες αποτελούσε για πολλούς τη μοναδική διέξοδο για να μη δικαστούν ως εγκληματίες πολέμου.
Ο επικεφαλής της πρωτοβουλίας, στρατηγός Γκέλεν, ήταν από το Μάιο του 1942 μέχρι το τέλος σχεδόν του πολέμου επικεφαλής της υπηρεσίας «Ξένες Στρατιές - Ανατολή» (Fremde Heere Ost ή FHO) της στρατιωτικής κατασκοπίας (Abwehr). Επικεφαλής, με άλλα λόγια, των υπηρεσιών πληροφοριών σε όλο το Ανατολικό Μέτωπο.
Σύμφωνα με τον υπαρχηγό του, αντισυνταγματάρχη Γκέρχαρντ Βέσελ, ο Γκέλεν ήδη από το καλοκαίρι του 1943 είχε συνειδητοποιήσει την επικείμενη ήττα του Ράιχ και την άνοιξη του 1944 του εξομολογήθηκε τα σχέδιά του για το μέλλον: «έπρεπε να γίνει κάτι ώστε να σωθούν οι βασικοί φάκελοι και αρχεία των FHO για τη Δύση». Εκτιμώντας ότι, μετά τον πόλεμο, ο κόσμος θα χωριζόταν σε δύο στρατόπεδα, είχε ήδη αποφασίσει να προσεγγίσει τους αμερικανούς (προσφέροντάς τους σε αντάλλαγμα την πολύτιμη πείρα του κατά των σοβιετικών). Με δεδομένη την ώς τότε δραστηριότητά τους, ούτε ο ίδιος ούτε ο Βέσελ είχαν άλλες επιλογές.
Στα τέλη του 1944, ένα τρίτο στέλεχος ενημερώθηκε για το σχέδιο: ο συνταγματάρχης Χέρμαν Μπάουν, επικεφαλής του δικτύου συλλογής πληροφοριών της Abwehr στο Ανατολικό Μέτωπο.
Ακολούθησε η διεύρυνση του κύκλου των «μυημένων» ανάμεσα στα επιτελικά στελέχη των ναζιστικών υπηρεσιών. Το Φλεβάρη του 1945 εντάχθηκε στην ομάδα ο πρώην υπαρχηγός του Γκέλεν, συνταγματάρχης Χάιντς Χέρε, επιτελάρχης τότε της μεραρχίας ρώσων δωσιλόγων του στρατηγού Βλασόφ.
Τις ώρες της κατάρρευσης στρατολογήθηκε στην υπόθεση και ο στρατηγός Βίντερ, αρχηγός της Επιτελικής Διεύθυνσης Νότου της Βέρμαχτ.
«Συμφωνήσαμε πλήρως», αφηγείται ο τελευταίος, υιοθετώντας την πολιτικά ορθή ορολογία των καινούριων αφεντικών του, «ότι η επόμενη φάση, που αναγκαστικά θα προέκυπτε από την ευρωπαϊκή συμφορά, θα ήταν η διαμάχη ανάμεσα στο σοβιετικό σύστημα και τη δυτική αντίληψη περί ελευθερίας. Ο Γκέλεν θεωρούσε καθήκον του να διατηρήσει κάθε αξιόλογο γερμανικό στρατιωτικό αρχείο περί Ανατολής, για το καλό των κοινών δυτικών μας αντιλήψεων».
Παρ' όλο το «φιλοσυμμαχικό» προσανατολισμό τους, οι ζυμώσεις αυτές ουδόλως συνδέονταν με οποιαδήποτε αντιστασιακή δραστηριότητα. Το αντίθετο, μάλιστα. Καθώς το Ράιχ κατέρρεε, τα στελέχη της ομάδας προωθούνταν όλο και σε ψηλότερες επιτελικές θέσεις. Στις 21.1.45, λ.χ., ο Βέσελ ανέλαβε για ένα δίμηνο επικεφαλής του Γραφείου Πληροφοριών του Χίμλερ.
Αλλά κι ο ίδιος ο Γκέλεν, που στις 9.4.45 αντικαταστάθηκε ως «ηττοπαθής» με διαταγή του Χίτλερ από τον Βέσελ, κατηγορήθηκε μεταπολεμικά από έγκυρα χείλη ότι είχε επιφορτιστεί με την οργάνωση ναζιστικού αντάρτικου κατά των συμμαχικών στρατευμάτων -πληροφορία που ο ίδιος έσπευσε φυσικά να διαψεύσει ως «παρεξήγηση».
Η πρακτική εφαρμογή του σχεδίου προϋπέθετε, πρώτα απ' όλα, τη διάσωση των πολύτιμων αρχείων του FHO. Η μικροφωτογράφισή τους ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 1945 και στις αρχές Μαΐου, λίγες μέρες πριν τη συνθηκολόγηση, το υλικό μεταφέρθηκε σε τρία διαφορετικά κρησφύγετα στις βαυαρικές Αλπεις.
Ακολούθησε η παράδοση των Γκέλεν, Βέσελ και Μπάουν στον αμερικανικό στρατό και η προσφορά των υπηρεσιών τους στους καινούριους προστάτες του «δυτικού πολιτισμού».
Παρακράτος αλά αμερικανικά
Λιγότερο προφανής από τη διαθεσιμότητα των ναζιστικών στελεχών είναι η προθυμία της αμερικανικής πλευράς να δεχτεί τις προτάσεις τους. Αν η απορρόφηση «τεχνοκρατών» επιστημόνων (όπως ο Βέρνερ φον Μπράουν) θεωρούνταν λίγο πολύ αυτονόητη, δεν ίσχυε το ίδιο για τα στελέχη της Abwehr και των SS, η «ειδίκευση» των οποίων δεν μπορούσε να διαχωριστεί από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος που υπηρετούσαν.
Στα μέσα του 1945 η αντιχιτλερική συμμαχία εξακολουθούσε ν' αποτελεί (τυπικά τουλάχιστον) τη βάση των μεταπολεμικών διευθετήσεων, η δε χιτλερική ηγεσία είχε συλληφθεί και παραπεμφθεί στη Νυρεμβέργη. Οσο για την κήρυξη του Ψυχρού Πολέμου, αυτή απείχε τουλάχιστον μία διετία: ο Τσόρτσιλ μίλησε για «σιδηρούν παραπέτασμα» μόλις το Μάρτιο του 1946, ενώ το Δόγμα Τρούμαν και η Κομινφόρμ προέκυψαν το 1947. Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που η αρχική αυτή φάση ενσωμάτωσης της «Οργάνωσης Γκέλεν» στον αμερικανικό κατοχικό μηχανισμό χαρακτηρίζεται από ολοκληρωτική απουσία γραπτών ντοκουμέντων -όπως, ήδη το 1948, διαπίστωσε ο τότε σταθμάρχης της CIA στο Μόναχο, Τζέιμς Κρίτσφιλντ.
Η αρχική απόφαση για την «αξιοποίηση» του Γκέλεν και των συνεργατών του αποδίδεται στον στρατηγό Εντουιν Σίμπερτ, επικεφαλής του Α2 της 12ης αμερικανικής στρατιάς (κι εν συνεχεία των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη). Αυτός, όμως, σε μεταγενέστερη ενδοϋπηρεσιακή κατάθεσή του (1970) αποποιείται κάθε ευθύνη: διαψεύδει ότι είχε καταλήξει σε «προφορική συνεννόηση» με τον Γκέλεν το 1945, ισχυριζόμενος ότι συναντήθηκε μαζί του πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1946 (και τελευταία ένα μήνα μετά) και ότι ουδέποτε μίλησε με τους Βέσελ και Μπάουν.
Ο τελευταίος, ωστόσο, στο προσωπικό ημερολόγιό του αναφέρεται επανειλημμένα σε «αποφάσεις» του Σίμπερτ για διάφορα ζητήματα.
Εκεί που όλοι συμφωνούν, είναι στον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο: ο λοχαγός Τζον Μπόουκερ, γόνος βιομηχάνων της Ν. Υόρκης και απόφοιτος του Γέιλ, με ισχυρές διασυνδέσεις στην Ουάσιγκτον. Χάρη στη δική του παρέμβαση κι εμμονή, αποφεύχθηκε η «διάχυση» των αρχείων του FHO στις αρμόδιες υπηρεσίες Ιστορίας του αμερικανικού στρατού, όπως αρχικά προβλεπόταν.
«Οι ανακρίσεις αρκετών υψηλόβαθμων γερμανών αξιωματικών που είχαν διοικήσει μονάδες στο Ανατολικό Μέτωπο, είχαν χωρίς αμφιβολία ξυπνήσει μέσα μου αυτό που ήταν ήδη μια λανθάνουσα αντιπάθεια για τους σοβιετικούς», διαβάζουμε στη δική του ενδοϋπηρεσιακή κατάθεση. Εκεί, ο Μπόουκερ εξηγεί πώς αγωνίστηκε να «σώσει» διάφορες μονάδες πληροφοριών του χιτλερικού στρατού: «Υπέδειξα τη μεταφορά ολόκληρης της ομάδας μαζί με τα ντοκουμέντα της στην Ουάσιγκτον [...] Επισήμανα επίσης ότι μεγάλο μέρος της αξίας των ντοκουμέντων θα χανόταν, χωρίς ενδελεχή ανάκριση του δευτεροβάθμιου προσωπικού που τα είχε παραγάγει». Προσπάθησε, τέλος, να εμποδίσει την ανάκριση των συλληφθέντων από το σώμα αντικατασκοπίας (CIC) του αμερικανικού στρατού, καθώς θεωρούσε ότι «αρκετοί από το προσωπικό του CIC ήταν το λιγότερο φιλοσοβιετικοί στις αποκλίσεις τους».
Την ίδια τακτική ακολούθησε όταν, τον Ιούνιο του 1945, ανέλαβε την ανάκριση του Γκέλεν. Επειτα από μια φιλική συζήτηση «σχετικά με την πιθανή ευθυγράμμιση της Δύσης κατά των σοβιετικών», ο τελευταίος αποκάλυψε στον Μπόουκερ την ύπαρξη των κρυμμένων αρχείων και τα σχέδιά του.
«Του απάντησα ότι είμαι πεισμένος για την αξία της δουλειάς του και πιστεύω ότι το προσωπικό και οι φάκελοι θα πρέπει να ανασυσταθούν το ταχύτερο, πρέπει όμως να πείσουμε τις ανώτερες αμερικανικές αρχές».
Αποκορύφωμα της συνεννόησης ήταν η εξομολόγηση του ανακριτή στον ανακρινόμενο, ότι «στα αμερικανικά επιτελεία υπήρχε μια τρομακτική αντίθεση στη συλλογή πληροφοριών εναντίον των σοβιετικών συμμάχων μας».
Τελικά, η επιμονή του αξιωματικού που έβλεπε «φιλοκομμουνιστές» ακόμη και στο σκληρό πυρήνα των αμερικανικών υπηρεσιών, έφερε αποτελέσματα.
Η ομάδα του Γκέλεν μεταφέρθηκε μεν αεροπορικά τον Αύγουστο στις ΗΠΑ, παρέμεινε όμως συγκροτημένη (μαζί με τα αρχεία της) στο Φορτ Χαντ της Βιρτζίνια. Πίσω στη Γερμανία έμειναν οι Μπάουν και Βέσελ, που ανέλαβαν να συγκεντρώσουν παλιούς τους συνεργάτες, ανασυγκροτώντας ουσιαστικά ένα μέρος του μηχανισμού της Abwehr.
Κράτος εν κράτει
Η καθοριστική τομή θα έρθει το Γενάρη του 1946 με την έναρξη της «επιχείρησης Ράστι», ενός προγράμματος συλλογής πληροφοριών από τη σοβιετική ζώνη (αλλά και «αντικατασκοπίας» στον αμερικανικό τομέα), υπό την καθοδήγηση και κάλυψη του αμερικανικού Α2. «Η απόφαση αυτή ήταν καθοριστική, καθώς σηματοδότησε μια ριζική τομή σε σχέση με την ώς τότε πρακτική της συγγραφής μελετών με βάση παλιούς φακέλους της Βέρμαχτ», εξηγεί ο λοχαγός Ερικ Ουόλντμαν, που στο επόμενο διάστημα επρόκειτο να αναλάβει επικεφαλής του «αμερικανικού τμήματος» της οργάνωσης.
Τον Ιούλιο του 1946, η ομάδα του Γκέλεν επιστρέφει στη Γερμανία και το πρόγραμμα οργανώνεται σε σταθερή βάση. Υστερα από τριάμισι χρόνια ζυμώσεων ανάμεσα στις διαδοχικές αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες της εποχής (SSU - CIG - CIA), και παρά τις ενστάσεις που γεννά η de facto αυτονόμησή της, η «οργάνωση» θα υπαχθεί την 1η Ιουλίου 1949 κανονικά στη CIA.
Καθοριστική σ' αυτή την επιλογή θα είναι η διαπίστωση του σταθμάρχη του Μονάχου, το Δεκέμβριο του 1948, ότι το όλο δίκτυο της επιχείρησης, στις τάξεις του οποίου είχαν ήδη στρατολογηθεί «τουλάχιστον 4.000 Γερμανοί», συνιστούσε πια ένα «τετελεσμένο».
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της «Οργάνωσης Γκέλεν», είναι η σχεδόν ολοκληρωτική αυτοτέλεια του μηχανισμού της απέναντι στην προϊστάμενή της αμερικανική διοίκηση.
Σύμφωνα με την ντιρεκτίβα της 13.10.48, το μοναδικό γραπτό ντοκουμέντο στο οποίο κωδικοποιήθηκαν οι όροι της εκατέρωθεν συνεργασίας, ο αμερικανός διοικητής του προγράμματος ήταν υπεύθυνος για την παροχή γενικών κατευθύνσεων και τη χρηματοδότηση, ενώ ο γερμανός διοικητής (δηλαδή ο Γκέλεν) υπεύθυνος για την πρακτική εφαρμογή των οδηγιών και τη διαχείριση των σχετικών κονδυλίων.
Στον Γκέλεν ανήκε αποκλειστικά η «πειθαρχική εξουσία» πάνω στην οργάνωση, ο δε αμερικανός προϊστάμενός του μπορούσε απλώς να (του) ζητήσει την αποβολή κάποιου μέλους. Οι ίδιες διατάξεις διατηρήθηκαν και στο «βασικό σύμφωνο» του 1949 για τη «συνεργασία» του όλου μηχανισμού με τη CIA.
Στην πράξη, τα πράγματα ήταν ακόμη απλούστερα. «Το αμερικανικό σκέλος» της οργάνωσης, διαπιστώνει το 1948 η έκθεση Κρίτσφιλντ, «ασχολείται πρωταρχικά με την παροχή οικονομικής και λογιστικής υποστήριξης, καθώς και με την αντιμετώπιση προβλημάτων νομιμοποίησης, στέγασης, κάλυψης και μεταφοράς του γερμανικού σκέλους». Το τελευταίο, αντίθετα, «δεν μπορεί πλέον να περιγραφεί επακριβώς σαν μια επιχείρηση συλλογής πληροφοριών», καθώς «στην πραγματικότητα έχει εξελιχθεί σε Γερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών, στελεχωμένη με πρώην αξιωματικούς της Abwehr και του ΓΕΣ».
Η ίδια έκθεση σκιαγραφεί αναλυτικά τις δραστηριότητες του δικτύου: Προτεραιότητά του αποτελεί η κατασκοπεία στην Ανατολική Γερμανία και ακολουθούν κατά σειρά η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία, η Ρουμανία και η Ουγγαρία.
Ο μηχανισμός της οργάνωσης στη Γιουγκοσλαβία, αντίθετα, επρόκειτο να καταργηθεί μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν αλλά και την εξάρθρωση μεγάλου μέρους του από τις γιουγκοσλαβικές υπηρεσίες. Εντελώς δευτερεύουσα ήταν η δουλειά στη Βουλγαρία, τη Βαλτική και τη Δυτική ΕΣΣΔ (κυρίως εντοπισμός πιθανών στόχων για την αμερικανική αεροπορία), ενώ υπήρχαν συμπληρωματικά δίκτυα υπό ενεργοποίηση στο μεσανατολικό «υπογάστριο» της ΕΣΣΔ.
Ειδικότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διείσδυση της οργάνωσης στα σώματα ασφαλείας της Δυτικής Γερμανίας.
Ο Κρίτσφιλντ καταγράφει «συντονισμένες προσπάθειες» τέτοιων στρατολογιών, καθώς και την πρόσφατη απόπειρα διορισμού ενός μέλους της οργάνωσης «με ατυχές κομματικό παρελθόν» (δηλαδή υψηλόβαθμο στέλεχος των ναζί) στο κρίσιμο πόστο του διοικητή των «συνοριακών φρουρών» της Βαυαρίας.
Οι παρενέργειες αυτής της διαπλοκής ήταν αναμενόμενες. Τον Ιούλιο του 1948, ο σταθμάρχης της CIA στο Μόναχο καταγγέλλει την «ανάμειξη του "Ράστι" στην εφαρμογή του νόμου, ιδίως στις διαδικασίες της αποναζιστικοποίησης και των συλλήψεων», επισημαίνοντας ότι τα ειδικά πιστοποιητικά με τα οποία εφοδιάζουν τους πράκτορες του Γκέλεν οι αμερικανικές υπηρεσίες χρησιμοποιούνται όχι μόνο ως «μέσα κοινωνικής προβολής» αλλά «και για τον πειθαναγκασμό των αμερικανικών και γερμανικών αστυνομικών αρχών».
Λιγότερο διακριτικός θα είναι τον επόμενο μήνα ο αναπληρωτής σταθμάρχης της CIA στην Καρλσρούη:
«Ορισμένοι από τους πράκτορες που απασχολούνται είναι πρώην μέλη των SS με γνωστό ναζιστικό μητρώο [...]. Οι μέθοδοι στρατολόγησης αφήνουν να διαφανεί μια έντονα εθνικιστική ομάδα Γερμανών που εύκολα θα μπορούσε να γίνει ο πυρήνας σοβαρής ανατρεπτικής δραστηριότητας εναντίον οποιασδήποτε κατοχικής δύναμης. Ταυτόχρονα, η διανομή των εφοδίων, χρημάτων κ.λπ. είναι τόσο χαλαρή κι εξεζητημένη, ώστε έχει σοβαρή επίδραση στη μαύρη αγορά».
Για τις λεπτομέρειες αυτής της ανασύστασης των παλιών ναζιστικών δικτύων, αποκαλυπτική είναι μια μεταγενέστερη (22.8.52) αναφορά της CIA: επικεφαλής του παραρτήματος του Εσεν είναι ένα πρώην στέλεχος των SS (Καρλ Σούετς) που θεωρούσε ότι «το μόνο προσόν για έναν αστυνομικό ανακριτή ήταν ένα κομματικό βιβλιάριο του ναζιστικού κόμματος με μικρό αύξοντα αριθμό».
Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που -όπως γνωρίζουμε από άλλες πηγές- μια σειρά από πρωτοκλασάτους εγκληματίες πολέμου, όπως ο Κλάους Μπάρμπι ή ο Αλόις Μπρούνερ, πέρασαν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια από τις γραμμές της «Οργάνωσης Γκέλεν».
Για τον Εμίλ Αουγκσμουργκ πάλι, στέλεχος της οργάνωσης (και παλιότερα του Ινστιτούτου Βανσέε των SS, που σχεδίασε το Ολοκαύτωμα), ο αποχαρακτηρισμένος φάκελός του στη CIA περιορίζεται να διαπιστώσει ότι είναι «τίμιος και ιδεαλιστής» που «απολαμβάνει το καλό φαΐ και ποτό» και -κυρίως- ότι «έχει μυαλό χωρίς προκαταλήψεις».
Πολύ φυσικά, λοιπόν, η οργάνωση επιχείρησε να περιβάλει το έργο της με ακραία μυστικότητα. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τα περισσότερα στελέχη της είχαν ταυτότητες με ψευδώνυμα (ο Γκέλεν π.χ. εμφανιζόταν -και υπέγραφε- ως «Δρ Σνάιντερ»), ενώ ακόμη και κατά τις διαπραγματεύσεις τους με τις επίσημες δυτικογερμανικές αρχές (που κατέληξαν στην ίδρυση της BND) απέφευγαν να δηλώνουν τα ονόματά τους.
Τελικά, το εγχείρημα του Γκέλεν είχε αίσιο τέλος: τον Απρίλιο του 1956 η οργάνωσή του μετασχηματίστηκε σε επίσημη δυτικογερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών και ο ίδιος έμεινε επικεφαλής της μέχρι τον Απρίλιο του 1968. Πέθανε το 1979 σε ηλικία 77 ετών, αφού πρώτα κυκλοφόρησε βιβλίο με τα (αυτολογοκριμένα, ως είθισται) απομνημονεύματά του.
Παράπλευρες απώλειες
Η αξία του έργου του παραμένει αμφιλεγόμενη. Ηδη από τον Οκτώβριο του 1946, η CIG εκτιμούσε λ.χ. ότι το κόστος των κατασκοπευτικών υπηρεσιών της οργάνωσης ήταν ασύμφορο (πολλαπλάσιο, γαρ, των αντίστοιχων δαπανών των αμερικανικών υπηρεσιών) και ζητούσε τη διάλυσή της.
Απείρως σημαντικότερη, από ιστορική άποψη, έμελλε να αποδειχθεί ωστόσο η σημασία των «στρατηγικών» αναλύσεων του δικτύου -που επί χρόνια τροφοδοτούσε τις αμερικανικές υπηρεσίες με υπερβολικές εκτιμήσεις για τις διαστάσεις της «σοβιετικής απειλής» (αλλά και της αντικομμουνιστικής «ένοπλης αντίστασης» στις χώρες της Ανατ. Ευρώπης). Οι διαστρεβλώσεις αυτές της πραγματικότητας μπορεί να οφείλονταν σε ευσεβείς πόθους στρατευμένων ακροδεξιών, μπορεί και στη συνειδητή προσπάθειά τους να διευρύνουν όσο γίνεται το χάσμα ΗΠΑ-ΕΣΣΔ που διασφάλιζε τη δική τους μακροημέρευση. Το σίγουρο είναι, πάντως, ότι συνέβαλαν καθοριστικά τόσο στη δρομολόγηση όσο και στην παράταση του Ψυχρού Πολέμου.
Κλείνοντας αυτή την περιδιάβαση, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε για την «αξιοποίηση» που οι αμερικανικές υπηρεσίες επιφύλαξαν, μισόν αιώνα αργότερα, στους αντίστοιχους μηχανισμούς των ηττημένων του Ψυχρού Πολέμου. Πόσοι και ποιοι από τους ανατολικοευρωπαίους πράκτορες κλήθηκαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη Νέα Τάξη των Μπους και Σία;
Αν κάνουμε υπομονή καμιά πενηνταριά χρονάκια, κάτι μπορεί να μάθουμε και γι' αυτή την ιστορία...
Η «Οργάνωση 114»
Η ανάπτυξη ενός δικτύου «αντικατασκοπίας» στο εσωτερικό της ΟΔΓ, με στόχο τους πράκτορες των σοβιετικών αλλά και τον «εσωτερικό εχθρό», αποτελεί την πιο ενδιαφέρουσα πλευρά της «Οργάνωσης Γκέλεν». Μια ιδέα γι' αυτό το μηχανισμό παίρνουμε από πολυσέλιδη έκθεση (17.12.48) του Τζέιμς Κρίτσφιλντ, σταθμάρχη της CIA στο Μόναχο.
Τα κεντρικά γραφεία της «Οργάνωσης 114», όπως ήταν το υπηρεσιακό όνομα του εν λόγω δικτύου, στεγάζονταν σ' ένα (επισήμως «ιδιωτικό») διαμέρισμα της Καρλσρούης. Σε όλη τη χώρα, η «114» απασχολούσε συνολικά κάπου 400 άτομα, από τα οποία περίπου 100 ήταν ρώσοι εμιγκρέδες οργανωμένοι σε παραστρατιωτικό τμήμα, μ' επικεφαλής έναν τέως αξιωματικό της σοβιετικής MVD και βάση επίσης την Καρλσρούη.
Από κει και πέρα, υπήρχαν μικρά παραρτήματα του δικτύου σε όλη την αμερικανική ζώνη κατοχής, με ιδιαίτερη το καθένα εξειδίκευση και αποστολή. Ο «σταθμός» του Μανχάιμ ασχολείτο λ.χ. με την «προστασία των οργανώσεων ενεργού κατασκοπείας» που εξορμούσαν από κάποιο συγκεκριμένο μέρος (πιθανότατα τη βρετανική ή τη γαλλική ζώνη), αυτός του Οντερβαλντ με την «έρευνα για γιάφκες, χώρους ταφής κ.λπ.», εκείνος της Εσσης με την «παρακολούθηση σοβιετικών και άλλων ξένων αποστολών στην περιοχή», κ.ο.κ.
Η «επιτήρηση ολόκληρης της μεθορίου των ζωνών ΗΠΑ και ΕΣΣΔ» ήταν έργο του «σταθμού» του Κόμπουργκ, ενώ αυτός του Δυτικού Βερολίνου ειδικευόταν στη διείσδυση στις ανατολικογερμανικές κομμουνιστικές οργανώσεις, στην παρακολούθηση του «πολιτισμικού μπολσεβικισμού» και -κυρίως- στον «εντοπισμό των εγκαταστάσεων» των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή των δραστηριοτήτων του «παράνομου» σταθμού του Γκέρνσμπαχ, στη γαλλική ζώνη κατοχής -λογοκριμένη μεν από την έκδοση για «λόγους εθνικής ασφαλείας» των (σημερινών) ΗΠΑ, ευδιάκριτη όμως από τα συμφραζόμενα. Σύμφωνα με το συντάκτη της έκθεσης, ο σταθμός «δημιουργήθηκε αρχικά εξαιτίας της ισχυρής κομμουνιστικής επιρροής στη Securite» (δηλ. τη γαλλική Ασφάλεια) και επικεφαλής του ήταν κάποιος καθηγητής της Χαϊδελβέργης, δημοφιλής στους (ακατονόμαστους) Γάλλους «επειδή ήταν γνωστός ως αντιναζιστής στην Αλσατία» και αυτοί «αγνοούν την κατασκοπευτική του εμπειρία».
Ολα αυτά όμως ήταν ψιλά γράμματα μπροστά στο έργο των σταθμών της Στουτγάρδης και του Μονάχου. Ο πρώτος είχε αναλάβει την «παρακολούθηση των σοβιετικών και γιουγκοσλαβικών αντιπροσωπειών στην περιοχή», κυρίως όμως «το φακέλωμα όλων του αντιφασιστών αιχμαλώτων πολέμου που επαναπατρίζονταν». Ανάμεσα στους πράκτορές του συγκαταλέγονταν οι τοπικοί υπουργοί Οικονομίας και Εσωτερικών. Ο τελευταίος είχε υποσχεθεί την τοποθέτηση ανθρώπων της οργάνωσης «σε όλα τα κρίσιμα αστυνομικά πόστα της Βάδης-Βυρτεμβέργης μέσα στους προσεχείς δυο τρεις μήνες».
Ο σταθμός του Μονάχου, τέλος, είχε επικεφαλής έναν αξιωματικό της Βέρμαχτ «με καλές επαφές στην εγκληματολογική υπηρεσία» της πόλης και αποστολή την προστασία του κεντρικού στρατοπέδου της οργάνωσης στο Πούλαχ, την καθοδήγηση «μιας ομάδας γερμανογενών ρώσων» εμιγκρέδων και την εξουδετέρωση του ντόπιου κομμουνιστικού κινήματος.
«Δεδομένου ότι το προσωπικό του είναι πρώην αστυνομικοί ή μέλη της Γκεστάπο που οι προηγούμενες δραστηριότητές τους είχαν επικεντρωθεί στις δραστηριότητες του παράνομου τότε ΚΚΓ», εξηγεί με απόλυτη ψυχραιμία ο σταθμάρχης της CIA, «αυτός ειδικά ο σταθμός διεξάγει επίσης επιχειρήσεις διείσδυσης με αρκετή επιτυχία, έτσι ώστε να μπορεί να ελπίζει ότι θα κατορθώσει να τεκμηριώσει (παράνομη) συνεργασία μεταξύ του ΚΚΓ και των σοβιετικών αποστολών στην αμερικανική ζώνη και σε τελική ανάλυση με την Κομινφόρμ».
https://www.iospress.gr/ios2005/ios20050227a.htm
Μια ναζιστική Ευρώπη.
«Μην χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. Η σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό.»Bertolt Brecht ( Όταν είδε τον κόσμο στις πλατείες των πόλεων να πανηγυρίζει για το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου).Γράφει η Γιώτα Χουλιάρα
Σε κοινή συνέντευξή του στους αμερικανικούς «Times» και στη γερμανική «Bild» ο
Ντόναλντ Τραμπ αποκάλεσε την Ευρωπαϊκή Ένωση «όχημα της Γερμανίας» και
προέβλεψε ότι μετά τη Βρετανία και άλλες χώρες θα αποφασίσουν την έξοδο από την
Ε.Ε.Η αλήθεια είναι πως ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ που φαίνεται ότι δεν τρέφει καμία
εκτίμηση γι΄αυτή την Ευρώπη δεν ανακάλυψε τον τροχό.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Βρετανία
τον περασμένο Ιούνιο αλλά και η παραίτηση Ρέντσι εξαιτίας της αποτυχίας του να
περάσει την συνταγματική αναθεώρηση μέσα από το Ιταλικό δημοψήφισμα δείχνουν
πως η Ευρώπη και, κυρίως οι πολίτες της, αντιδρούν στην γερμανική μπότα και την
οικονομική λιτότητα που επιμένουν να επιβάλλουν οι Γερμανοί.
Σύμφωνα με την έκθεση στις 10
Αυγούστου του 1944 οι σημαντικότεροι Γερμανοί βιομήχανοι με συμφέροντα στην
Γαλλία, συναντήθηκαν στο Maison Rouge Hotel, στο Στρασβούργο. Μεταξύ των
παρευρισκομένων ήταν ο δρ. Scheid, διευθυντής της εταιρείας Heche (Hermandorff
& Schonburg) που κατείχε το αξίωμα του SS Obergruppenfuhrer (πρόκειται για
την υψηλότερη ανάθεση στην κατάταξη των SS που μεταφράζεται ως ηγέτης ανώτερης
ομάδας). Η θέση του Scheid ήταν περισσότερο τιμητική (δεν είχε τη δυνατότητα
στρατιωτικών εντολών) Ο ίδιος υπήρξε διευθυντής πολλών εταιρειών,τόσο πριν όσο
και κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ είχε διασυνδέσεις με τις
Krupp, Rohling, Messerschmidt, VW και την Standartenführer Kurt Becher.
Φαίνεται πως αναφορά για τις κινήσεις του έδινε μόνο στον Heinrich Himmler
(αρχηγό των SS). Ο Scheid ήταν ο άνθρωπος που κανόνιζε την μεταφορά
εκατομμυρίων Reichsmark (το νόμισμα της Γερμανίας από το 1924 ως το 1948),
χρήματα δηλαδή που είχαν κλαπεί ή κατασχεθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, σε
λογαριασμούς σε τράπεζες της Ελβετίας. Οι κινήσεις αυτές του Scheid ήταν άκρως
μυστικές και γνωστές μόνο σε λίγους στην ιεραρχία του Ναζιστικού Κόμματος. Όπως
αναφέρεται στην έκθεση ο Scheid στη περιβόητη συνάντηση ήρθε σε επαφή με 10
άτομα, τα οποία εκπροσωπούσαν τις μεγαλύτερες γερμανικές επιχειρήσεις
(Volkswagen, Krupp, Messerschmitt) καθώς και με αξιωματούχους των υπουργείων
Ναυτιλίας και εξοπλισμών.Ο Scheid τους δήλωσε ότι ο πόλεμος χάθηκε και ότι η
γερμανική βιομηχανία πρέπει να προετοιμαστεί για μια μεταπολεμική εμπορική
εκστρατεία.Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά «στο μέλλον η κυβέρνηση θα διαθέτει
μεγάλα ποσά στους βιομηχάνους ώστε μεταπολεμικά να δημιουργήσουν ασφαλή θεμέλια
σε ξένες χώρες. Τα υπάρχοντα οικονομικά αποθέματα σε χώρες του εξωτερικού
πρέπει να τεθούν στην διάθεση του Κόμματος (εννοεί το Ναζιστικό κόμμα) ώστε μια
ισχυρή γερμανική αυτοκρατορία να δημιουργηθεί μετά την ήττα». Από τη συνάντηση
προέκυψε ότι η απαγόρευση που ίσχυε για την εξαγωγή κεφαλαίων έχει αποσυρθεί
και αντικατασταθεί από μια νέα ναζιστική πολιτική, βάση της οποίας με την
βοήθεια της κυβέρνησης οι βιομήχανοι θα μπορούσαν να εξάγουν όσο το δυνατόν
περισσότερα κεφάλαια, ώστε να σωθούν και να προωθήσουν τα σχέδια τους για την
μετά τον πόλεμο εποχή, τοποθετώντας τα σε ουδέτερες χώρες στο εξωτερικό μέσω
της Basler Handelsbank και της Schweizerische Kreditanstalt της Ζυρίχης.Η έκθεση απεστάλη μέσω των Γάλλων στο Ανώτατο Στρατηγείο
Συμμαχικών Δυνάμεων της Ευρώπης όπου περιήλθε στη γνώση του στρατηγού
Eisenhower (και μετέπειτα προέδρου των ΗΠΑ) και από εκεί στις ΗΠΑ, όπου
απορρίφθηκε ως καθαρή φαντασία και τέθηκε στη «ναφθαλίνη» με την κατάταξη Top
Secret. Η πρώτη αναφορά της γίνεται πολύ αργότερα, το 1967, από τον Αυστριακό
εβραϊκής καταγωγής συγγραφέα και κυνηγό των Ναζί, Simon Wiesenthal σ΄ένα από τα
βιβλία του χωρίς να λάβει κανένα σχόλιο από την πλευρά των συμμάχων.
To θέμα επαναφέρει στην επιφάνεια ο Βρετανός δημοσιογράφος
και συγγραφέας Adam Lebor. Ο Lebor, που έχει συνεργαστεί με Economist, Τimes,
Νewsweek και άλλες εφημερίδες, είναι συγγραφέας του βιβλίου Hitler's Secret
Bankers (είχε προταθεί για βραβείο Orwell) όπου εξηγεί αλλά και εκθέτει τη
συνεργασία της Ελβετίας με τη Ναζιστική Γερμανία. Το 2009 σε άρθρο του
αποκαλύπτει την έκθεση των υπηρεσιών των Στρατιωτικών Πληροφοριών των ΗΠΑ με
αριθμό αναφοράς EW-Pa 128 (πρόκειται για την προαναφερθείσα έκθεση Red House
Report του 1944). Όπως αναφέρει ο Lebor «το Τρίτο Ράιχ μπορεί να
νικήθηκε στρατιωτικά, αλλά οι τραπεζίτες καθώς και άλλοι ισχυροί της ναζιστικής
εποχής, από τις τάξεις των βιομηχάνων και των δημοσίων υπαλλήλων, επανήρθαν ως
δημοκράτες, όπου και σύντομα διοίκησαν τη νέα Δυτική Γερμανία. Ο σκοπός του
έργου τους ήταν ένας και μοναδικός: Μια ευρωπαϊκή οικονομική και πολιτική
ολοκλήρωση ».
Σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται η έκθεση και αναλύει και ο Lebor στην αρθρογραφία του, oι Γερμανικές επιχειρήσεις είχαν δημιουργήσει ένα δίκτυο από εταιρείες-βιτρίνα στο εξωτερικό. Η Γερμανική οικονομία έπρεπε να παραμείνει σταθερή και ακμάζουσα γι΄αυτό και η συνάντηση στο Maison Rouge Hotel στο Στρασβούργο το 1944 ορίστηκε ως κατεπείγουσα, και επειδή ο Χίτλερ είχε τραυματιστεί σε μια απόπειρα δολοφονίας του από ομάδα αξιωματικών του, που απέτυχε λόγω αλλαγής κτιρίου του συμβουλίου του, και λόγω των συνεχών προελάσεων από τις δυνάμεις των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ που έδειχναν ότι έρχεται το τέλος του πολέμου για τη γερμανική αυτοκρατορία. Επισήμως, η συζήτηση για την μετά την ήττα ημέρα ήταν απαγορευμένο θέμα και ο Χίτλερ δεν επιθυμούσε να συζητήσει καν το θέμα ούτε ως δυσάρεστη προοπτική. Όμως, ο Heinrich Himmler, σε συνεργασία με τον Otto Ohlendorf (διοικητής του παραστρατιωτικού τάγματος θανάτου των SS, των Einsatzgruppen που στα τέλη του 1943 ανέλαβε υφυπουργός οικονομικών, με στόχο την ανοικοδόμηση της γερμανικής οικονομίας μετά τον πόλεμο) φαίνεται ότι είχαν άλλη άποψη και προετοιμαζόταν. Ο Ηimmler ενίσχυσε και προστάτευσε τον κύκλο των Γερμανών βιομηχάνων ( Reichsgruppe Industrie) που σχεδίαζαν την επομένη ημέρα του πολέμου. Μάλιστα, ο Otto Ohlendorf (υφιστάμενος του Himmler) συνεργάστηκε στενά με τον Ludwig Erhard, ο οποίος στο βιβλίο του Kriegsfinanzierung und Schuldenkonsolidierung του 1944 περιγράφει μια νέα οικονομική τάξη.Οι δυο άνδρες (Ohlendorf και Erhard) στις επαφές τους συμφώνησαν πως το μεταπολεμικό μοντέλο της χώρας μπορεί να επιτευχθεί μέσω μιας δραστήριας και τολμηρής επιχειρηματικότητας και μέσω νέου νομίσματος. Για την Ιστορία να αναφέρουμε πως, αν και ο Otto Ohlendorf εκτελέστηκε το 1951, ο Ludwig Erhard μετά τη λήξη του πολέμου εργάστηκε ως σύμβουλος της αμερικανικής διοίκησης της Βαυαρίας, η οποία τον επέλεξε ως Υπουργό Οικονομικών του Ομόσπονδου κρατιδίου. Το 1949 εξελέγη βουλευτής και προσχώρησε στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), έγινε Υπουργός Οικονομικών της Δυτικής Γερμανίας στην Κυβέρνηση Κόνραντ Αντενάουερ και το 1957 έγινε Καγελάριος.Ανάλογη ήταν και η περίπτωση Κurt Kiesinger ο οποίος το 1933 μπήκε στο ναζιστικό κόμμα. Κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκόσμιου Πολέμου κατάφερε να αποφύγει τη στράτευση και βρέθηκε στο Υπουργείο Προπαγάνδας του Γιόζεφ Γκέμπελς. Αναρριχήθηκε γρήγορα στην εργασία του και έγινε ο σύνδεσμος μεταξύ του τμήματός του και του Γκέμπελς.Μετά τον Πόλεμο συνελήφθη και εγκλείστηκε στο στρατόπεδο του Λούντβιχσμπουργκ, απ' όπου απελευθερώθηκε μετά 18 μήνες, ως εμπλεκόμενος σε υπόθεση εσφαλμένης ταυτότητας. Από το βιογραφικό του απαλείφθηκαν τα σκοτεινά σημεία του παρελθόντος του. Το 1966 το περιοδικό Der Spiegel ανέσυρε από την αφάνεια ένα μνημόνιο με ημερομηνία 7 Νοεμβρίου 1944 (έξι μήνες πριν λήξει ο πόλεμος) όπου ένας συνάδελφός του είχε "καρφώσει" τον Kiesinger στον αρχηγό της SS Himmler ότι έκανε προπαγάνδα υπέρ της ηττοπάθειας στη Γερμανία και ότι παρεμπόδιζε τις αντιιουδαϊκές δράσεις τόσο στο τμήμα του όσο και σε μερικά άλλα.Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι πως το εν λόγω μνημόνιο που ανακάλυψε του Der Spiegel έχει την ίδια ημερομηνία σύνταξης με το έγγραφο Red House Report, ενώ σκανδαλιστικό είναι και το γεγονός ότι είχε προηγηθεί η συνάντηση στο Στρασβούργο που αποδεικνύει ότι μεγάλη μερίδα Γερμανών αξιωματούχων έβλεπαν την ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο. Η αποκάλυψη αυτή ξέπλυνε τις όποιες υποψίες είχαν απομείνει για τον Kiesinger, ο οποίος μετά την παραίτηση του Ludwig Erhard έγινε καγκελάριος.

Ο Kurt Georg Kiesinger, καγκελάριος της Γερμανίας από το 1966 ως το 1969 στο εξώφυλλο του περιοδικού Time. 'Hταν υπεύθυνος λειτουργίας του ραδιοφωνικού τομέα προπαγάνδας του υπουργείου εξωτερικών. Έχοντας κάτω από τις εντολές του 192 άτομα ήταν ο συνδετικός κρίκος με τον υπουργό προπαγάνδας Joseph Goebbels.Επιστρέφοντας χρονικά στο τέλος του πολέμου, να τονίσουμε πως μετά την υπογραφή παράδοσης της Γερμανίας οι σύμμαχοι συνέλαβαν, όσους θεωρούσαν υπεύθυνους για εγκλήματα πολέμου. Την ίδια περίοδο, με τη Δίκη της Νυρεμβέργης καταδίκασαν τους υπεύθυνους για τα δεινά του πολέμου. Στην προσπάθεια τους να απονείμουν δικαιοσύνη,μάλιστα, εμφανίζονται οι ίδιοι ως διώκτες, όμοιοι με τους κατηγορούμενους της Ναζιστικής Γερμανίας. «Πρέπει να είμαστε σκληροί με την Γερμανία και εννοώ γενικά και όχι μόνο με τους Ναζί. Θα πρέπει να ευνουχίσεις όλους τους Γερμανούς, είτε να τους μεταχειριστείς με ένα τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να μην μπορούν να δημιουργήσουν ανθρώπους που να θελήσουν να ακολουθήσουν την ίδια με αυτή τακτική, την οποία εφήρμοσαν στο παρελθόν» είχε πει ο Αμερικανός πρόεδρος Fr. Roosevelt. Σύμφωνα μάλιστα με τον ίδιο, ο Stalin κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που είχαν οι σύμμαχοι, ζητούσε τη δολοφονία 50.000 Γερμανών αξιωματικών άνευ δίκης. Μήπως, όμως, ο πραγματικός λόγος της σκληρότητας ήταν ότι αναζητούσαν τις οικονομικές διασυνδέσεις των Γερμανών αξιωματούχων; Ή μήπως η σκληρότητα ήταν για τα μάτια του κόσμου ώστε να ικανοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα των πολιτών της Ευρώπης και των χωρών που δεινοπάθησαν από τη γερμανική εισβολή;Ας μη λησμονούμε πως ο Winston Churchill,ο σύγχρονος πατέρας της Ευρώπης στις 19 Σεπτεμβρίου 1946,ως αρχηγός της αντιπολίτευσης τότε στη Βρετανία, σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, ενώπιον «προσκεκλημένων από δεκάδες πανεπιστήμια 12 χωρών, καθώς και πολιτικών και αντιστασιακών αγωνιστών του πολέμου», όπου υπέδειξε τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη διεκπεραίωση των γενικών ευρωπαϊκών υποθέσεων, δεν δίστασε να καλέσει και την Γερμανία, μόλις 16 μήνες μετά την ήττα της,λησμονώντας τα όποια εγκλήματα. «Θα πρέπει να δημιουργήσουμε ένα είδος Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Μόνο έτσι εκατοντάδες εκατομμύρια θα είναι σε θέση να ατενίσουν με ελπίδα τις αξίες οι οποίες καθιστούν τη ζωή άξια του να ζει κανείς» είπε χαρακτηριστικά. Το ερώτημα, βέβαια, είναι κατά πόσο η Ενωμένη Ευρώπη στηρίχτηκε στον κύκλο γερμανών βιομηχάνων του Himmler και του Scheid.

Ο Friedrich Flick της Daimler-Benz (με 48.000 νεκρούς στο ενεργητικό του από τα στρατόπεδα εργασίας) μέλος του ναζιστικού κόμματος,αν και βρέθηκε ένοχος εγκλημάτων πολέμου στη Δίκη της Νυρεμβέργης, αλλά αφέθηκε ελεύθερος. Ως το 1955 απέκτησε 100 εταιρείες και έγινε ο πέμπτος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο παίρνοντας το πλευρό των συμμάχων στον Ψυχρό Πόλεμο. Εδώ στο εξώφυλλο του DER SPIEGEL.Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ πώς ο πόλεμος για την Γερμανία, αν και κατεδάφισε την χώρα και εξόντωσε κάθε υποδομή που είχε σε αστικό και βιομηχανικό επίπεδο, εντούτοις έκανε βαθύπλουτα πολλά από τα στελέχη της Ναζιστικής κυβέρνησης που αποκόμισαν εκατομμύρια μάρκα και στη συνέχεια επέστρεψαν σε θέσεις κλειδιά των Ευρωπαϊκών Χωρών. Πιο συγκεκριμένα, όταν το 1949 ο John McCloy ανέλαβε ύπατος αρμοστής των ΗΠΑ στην Γερμανία υπό την πίεση του καγκελαρίου Κόνραντ Αντενάουερ ελευθέρωσε πολλούς ναζί βιομηχάνους και πολιτικούς. Ανάμεσα τους ήταν και ο Herman Josef Abs, ταμίας του Χίτλερ, εξέχων στέλεχος του διοικητικού συμβουλίου της Deutsche Bank (1940-1945) και υπεύθυνος για την υποχρεωτική εκποίηση των εβραϊκής ιδιοκτησίας τραπεζών της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας. Επίσης, ήταν ο υπεύθυνος για την «σύναψη» των καταναγκαστικών κατοχικών δανείων στις χώρες που εισέβαλε το Γ' Ράιχ, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η μεταφορά πλούτου από τις κατεχόμενες χώρες στη Γερμανία είχε τετραπλασιάσει την περιουσία της Deutsche Bank, οδηγώντας στη φτώχεια και την εξαθλίωση τις χώρες της Ευρώπης.Ο Abs ήταν και στα συμβούλια της IG Farben, της Daimler-Benz (οχήματα στρατού), της Siemens των Federal Railways, και της Lufthansa. Μετά τον πόλεμο ο Abs κρατήθηκε αιχμάλωτος από τους συμμάχους, αλλά τελικά οι Αμερικανοί τον «συγχώρησαν» και ανέλαβε οικονομικός σύμβουλος στην κατεχόμενη από τους Βρετανούς ζώνη. Τέθηκε επικεφαλής της διαχείρισης, των κονδυλίων του Σχεδίου Marshall και υπήρξε μέλος του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Οικονομικής Συνεργασίας (European League for Economic Co-operation) Στην ιδρυτική πράξη του οποίου (ο οργανισμός είχε σκοπό να διαχειριστεί το Σχέδιο Μarshall) αναφέρεται για πρώτη φορά η λέξη mondialisation - παγκοσμιοποίηση. Όταν ο Κόνραντ Αντενάουερ, ανέλαβε καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, το 1949, ο Abs έγινε ο σημαντικότερος οικονομικός του σύμβουλος και δούλεψε σκληρά για να ανασυστήσει την Deutsche Bank, κάτι που έγινε το 1957, την ίδια χρονιά που υπεγράφη και η ιδρυτική συνθήκη της ΕΕ στην Ρώμη.Στο μεταξύ, οι Ευρωπαίοι έχουν προχωρήσει στον ορισμό της ημέρας της Ενωμένης Ευρώπης μετά από προτροπή του Γάλλου υπουργού Εξωτερικών Robert Schuman, μιας αμφιλεγόμενης προσωπικότητας, ο οποίος στο παρελθόν είχε κατηγορηθεί για τις φιλικές σχέσεις του με τη φιλο-ναζιστική κυβέρνηση του Vichy. Το 1950, πέντε μόλις χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, η 9η Μαΐου ορίζεται ως η ημέρα της Ενωμένης Ευρώπης και περνάει στη λήθη ο προηγούμενος ορισμός της, καθώς η 9η Μαΐου ήταν η ημέρα πάλης ενάντια στο φασισμό, διότι μια ημέρα πριν στις 8 Μαΐου 1945 το θηρίο της ναζιστικής Γερμανίας είχε παραδοθεί άνευ όρων στους συμμάχους.Η ημέρα της Ενωμένης Ευρώπης και η διακήρυξη Schuman οδηγούν στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα.(ΕΚΑΧ). Οι ναζί βιομήχανοι μαζί με τους Γάλλους πολιτικούς είναι οι οδηγοί πίσω από την ΕΚΑΧ, τον πρόδρομο για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ΕΚΑΧ ήταν ο πρώτος υπερεθνικός οργανισμός, που ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1951 από έξι ευρωπαϊκά κράτη. Ένα κατόρθωμα που δεν θα μπορούσε να γίνει αποκλειστικά και μόνο πάνω στις χρηματοδοτήσεις από τα πακέτα βοηθείας Marshal αλλά χρειάστηκε και την οικονομική δύναμη των γερμανών επιχειρηματιών.Είναι η εποχή όπου ξεκινάει ο Ψυχρός Πόλεμος και οι ΗΠΑ χρειάζονται τον γερμανικό χάλυβα για τον πολεμικό εξοπλισμό τους.Ονόματα όπως ο Krupp, o Flick, o Benz, όλοι τους βασικοί χρηματοδότες και παραγωγοί εξοπλισμού και προμηθειών για το ναζιστικό καθεστώς, μεσουρανούν στη νέα Ευρώπη, καθώς είχαν τεράστια ποσά καταθέσεων από τις μεταφορές των κεφαλαίων τους στην Ελβετία, όπου κατόρθωσαν να διαφυλάξουν τον πλούτο τους. Υπολογίζεται πώς μόνο η προσωπική περιουσία του Friedrich Flick όπως υπολογίστηκε το 1972 είχε αξία 400.000.000 στερλίνες (κάπου 1 δις δολάρια σημερινής αξίας).Ο Friedrich Flick της Daimler-Benz (με 48.000 νεκρούς στο ενεργητικό του από τα στρατόπεδα εργασίας) μέλος του ναζιστικού κόμματος στο οποίο δώρισε πάνω από 7 εκατ. μάρκα, βρέθηκε ένοχος εγκλημάτων πολέμου στη Δίκη της Νυρεμβέργης, αλλά αφέθηκε ελεύθερος. Ως το 1955 απέκτησε 100 εταιρείες και έγινε ο πέμπτος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο παίρνοντας το πλευρό των συμμάχων στον Ψυχρό Πόλεμο. Για να διατηρήσει μάλιστα την περιουσία του αρνήθηκε να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων του.Άλλο μεγάλο όνομα ήταν ο Gustav Krupp. Ο Krupp πρόεδρος των γερμανών βιομηχάνων του Ράιχ και θαυμαστής του Χίτλερ που χαρακτηρίστηκε ως υπερ- Ναζί και μέσω του κληροδοτήματος γερμανών βιομηχάνων συγκέντρωνε χρήματα για τον Χίτλερ, ενώ υπήρξε και προμηθευτής των τανκ Panzer, πυροβόλων, πυρομαχικών, αντιαρματικών, αντιαεροπορικών και των υποβρυχίων του Γ΄ Ράιχ από το 1933. Παρά το γεγονός πως του απαγγέλθηκαν κατηγορίες ως εγκληματία πολέμου δεν δικάστηκε ποτέ. Ο υιός Alfried Krupp μέλος των SS ποτέ δεν αποκήρυξε την πίστη του στον Χίτλερ. Κατάσχεσε όλες τις βιομηχανίες των κατακτημένων χωρών και χρησιμοποίησε τους αιχμαλώτους, τους κομμουνιστές και τους εβραίους ως εργάτες στις επιχειρήσεις του. Για όλα αυτά καταδικάστηκε ως εγκληματίας πολέμου και η περιουσία του κατασχέθηκε. Ωστόσο, πήρε αμνηστία από τον John McCloy και του επεστράφη το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας του. Από το 1953 και μετά με μυστικές συμφωνίες και πωλήσεις όπλων η εταιρεία Krupp κατέστη κολοσσός, ενώ από το 1997 συγχωνεύτηκε με την Thyssen στην γνωστή μας Thyssen Krupp Stahl AG.Ένας ακόμη συνεργάτης του Χίτλερ ήταν ο Fritz Ter Meer, της I.G. Farben (παρασκευάστρια του Zyklon B). Ο Fritz υπήρξε επίτροπος εξοπλισμών και βιομηχανίας του Γ΄Ράιχ. Αν και καταδικάστηκε στη Δίκη της Νυρεμβέργης, αφέθηκε ελεύθερος και ανέλαβε πρόεδρος της Bayer AG, εταιρείας κολοσσού στην Ευρώπη.Στο σύνολο των παραπάνω δεδομένων και ακόμα περισσότερων στοιχείων που πραγματικά εκπλήσσουν, προστίθεται, ένα ακόμα ερώτημα. Ακόμη και αν μεγάλα ονόματα της γερμανικής βιομηχανίας όπως ο Krupp και ο Flick κατάφεραν και πήραν τελικά απαλλαγή ενοχής από το δικαστήριο της Νυρεμβέργης με παρέμβαση του δικαστικού στελέχους των ΗΠΑ, Robert H. Jackson, πώς (και αν) διέφυγαν και που κρύφτηκαν άλλα στελέχη του Γ Ράιχ;Ειδικά όταν Σοβιετικοί και Αμερικανοί είχαν ξεκινήσει ένα άνευ προηγουμένου ανθρωποκυνηγητό με σκοπό την δημόσια προβολή και το πολιτικό κέρδος. Κάποιοι αναφέρουν ότι πολλά στελέχη του Ναζιστικού Κόμματος βρήκαν καταφύγιο την Ισπανία του Φράνκο. Ας μη λησμονούμε πως μέχρι το 1944 οι κατάσκοποι του Χίτλερ είχαν το ελεύθερο διέλευσης μέσα από τη φρανκική Ισπανία, ενώ αρκετά γερμανικά υποβρύχια χρησιμοποιούσαν τις ισπανικές ακτές για ανεφοδιασμό. Το 1944 οι ΗΠΑ έκαναν επίσημο διάβημα γι' αυτή την κατάσταση και ο Φράνκο αναγκάστηκε να περιορίσει, τουλάχιστον επιφανειακά, την κίνηση των Γερμανών στη χώρα του, αν και ποτέ η συνεργασία εκείνη δεν διακόπηκε. Θεωρείται μάλιστα ότι συνεχίστηκε και μετά την πτώση του Γ΄Ράιχ. Κάποιοι άλλοι αναφέρουν την Ελβετία ως χώρα προορισμό των τραπεζικών αποθεμάτων των Γερμανών αξιωματούχων, άρα και των ιδίων. Ιδιαίτερη μνεία όμως γίνεται για την Αργεντινή και τη πόλη Σαν Κάρλος Ντε Μπαριλότσε, όπου κατέφυγαν πολλά εξέχοντα στελέχη του Γ΄Ράιχ με σκοπό να ανασυνταχθούν και να επιστρέψουν.
Με τις θεωρίες άλλοτε να καλύπτονται από τον μύθο και τα
στοιχεία από τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα του FBI να παρουσιάζουν μια
τρομακτική πραγματικότητα σχετικά με την προσπάθεια των Γερμανών αξιωματούχων
και βιομηχάνων να επιστρέψουν στα ευρωπαϊκά σαλόνια ως οικονομικοί άρχοντες,
ουδείς πλέον μπορεί να αποκλείσει το γεγονός πως η Δύση έκανε τα στραβά μάτια
θέλοντας να αποκομίσει πέρα από τον γερμανικό χάλυβα και τις τεχνολογικές
γνώσεις του Γ΄Ράιχ.Μετά το τέλος του Β΄Παγκόσμιου Πολέμου, οι σύμμαχοι
ενδιαφέρθηκαν ιδιαιτέρως για την απόκτηση της ναζιστικής τεχνολογίας, Πυρηνικοί
αντιδραστήρες, αεροσκάφη Στελθ, συνθετικά καύσιμα, πύραυλοι V-2,
πυραυλοκινητήρες, συστήματα τηλεκατεύθυνσης, κινητήρες jet, αλλά και
αποτελέσματα πολλών βιοϊατρικών ερευνών και πειραμάτων ήταν κάποια από τα
τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα της Ναζιστικής Γερμανίας που θέλησαν
να αποκτήσουν.
Στο μεταξύ μυστικά προγράμματα, όπως το PAPERCLIP, το PROJECT 63 και το NATIONAL INTEREST έδωσαν τη δυνατότητα σε πολλούς επιστήμονες της Ναζιστικής Γερμανίας να βρεθούν στις ΗΠΑ και να οικοδομήσουν για λογαριασμό των πρών αντιπάλων τους την εποχή της νέας τεχνολογίας. Την ίδια ώρα ηγετικός ρόλος που έλαχε σήμερα στη Γερμανία δεν ξυπνά απλώς τα φαντάσματα της Ιστορίας, αλλά μας βάζει στον πειρασμό να κάνουμε περίεργους συνειρμούς για το πως και ποιοι τελικά οικοδόμησαν την Ενωμένη Ευρώπη.
https://tritimatia.blogspot.com/2017/03/blog-post.html