Αποφάσεις πού πρέπει να ληφθούν άμεσα.

2019-12-29

Σκοπός του σημερινού άρθρου είναι η προσπάθεια με τα πιό κάτω άρθρα να διαλυθούν οι εναπομείναντες ψευδαισθήσεις στην πολιτική ηγεσία, στα πολιτικά κόμματα και στον λαό για τις σχέσεις μας με την Τουρκία.
Δεν υπάρχει περιθώριο ειρηνικού διακανονισμού της διαφοράς της ΑΟΖ μιάς και οι Τούρκοι θέλουν να βάλουν πακέτο τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στην κρίση του κάθε διεθνούς δικαστηρίου.
Έτσι δύο λύσεις απομένουν στην Ελλάδα ή μία είναι η μόνιμη διολίσθηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων υπέρ της Τουρκίας μέχρι της εξαφανίσεως της χώρας μας σε βάθος χρόνου όπως τόσα χρόνια κάνουν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις ή δε δεύτερη είναι η προετοιμασία πολέμου.
Πού σημαίνει ότι πρέπει να ληφθούν άμεσα υλοποιήσιμα μέτρα και όχι ανοησίες πχ. αγοράσαμε φρεγάτες πού θα παραδοθούν μετά από 5 χρόνια και άλλες αστειότητες.
Άμεσα μέτρα όπως κατάργηση κάθε τούρκικου σήριαλ στην τηλεόραση μιας και ξεκινάμε από την προπαγάνδα μετά μπλοκάρισμα όλων των επιχειρηματιών που συνεργάζονται με τα τούρκικα συμφέροντα.
Άμεση απέλαση του πακιστανικού στοιχείου από την Ελλάδα.
Σύσφιξη των σχέσεων με την Ρωσία.
Άμεσα παραδοτέα φτηνά οπλικά συστήματα, αξιοποίηση όλου του υπάρχοντος οπλοστασίου και ένα σωρό άλλα μέτρα που τα γνωρίζουν οι ειδικοί επιστήμονες των στρατιωτικών θεμάτων.
Πλέον πρέπει να είμαστε ετοιμοπόλεμοι και να σταματήσουμε να ανεχόμαστε παραβιάσεις των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων πράγμα πού σημαίνει ότι μετά από προειδοποίηση προχωράμε σε εμπλοκή με πραγματικά πυρά είτε στον αέρα είτε στην θάλασσα δίνοντας το μήνυμα στην παγκόσμια κοινότητα και στους Τούρκους ότι δεν πρόκειται να ανεχθούμε ξανά παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Καλό είναι τα πολιτικά κόμματα και η κάθε κυβέρνηση να σταματήσουν να υπολογίζουν το πολιτικό κόστος, να σταματήσουν να παίζουν κρυφτούλι με τους τούρκους ελπίζοντας η κάθε κυβέρνηση να μην γίνει πολεμικό επεισόδιο και πόλεμος όσο είναι στην εξουσία.
Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θέλει πόλεμο, αν στον επιβάλλουν όμως όπως οι Τούρκοι ή θα πρέπει να παραδοθείς ή να πολεμήσεις.


28.12.19
Γιατί η Χάγη είναι πρόσχημα κι όχι ασφαλές "καταφύγιο" - Μία ξεχασμένη συζήτηση
Λυγερός Σταύρος

Το γεγονός ότι σύσσωμο σχεδόν τον ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει αναγάγει σε μονόδρομο την παραπομπή στη Χάγη είναι εξόχως αποκαλυπτικό του κλίματος που επικρατεί στις εγχώριες ελίτ. Εάν, μάλιστα, κάποιος διαβάσει-ακούσει τις σχετικές δηλώσεις Ελλήνων πολιτικών, δημοσιογράφων και ακαδημαϊκών θα νομίσει ότι η Άγκυρα έχει προτείνει την παραπομπή και η Αθήνα συζητάει εάν θα την αποδεχθεί ή όχι!
Πρόκειται για ψευδή εικόνα, την οποία φιλοτεχνεί και συντηρεί η στρατηγική αμηχανία όχι μόνο του εγχώριου πολιτικού συστήματος, αλλά και ευρύτερα των εγχώριων αρχουσών ελίτ. Είναι ενδεικτικό, μάλιστα, ότι έσπευσαν να "αρπαχτούν" από την πρόσφατη δήλωση Τσαβούσογλου. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, όμως, ήταν πολύ σαφής για να διαστρεβλώνουν τα λεγόμενά του.
Στην πραγματικότητα επανέλαβε την πάγια θέση της Άγκυρας: πρέπει πρώτα να προηγηθεί μία διμερής εφ' όλης της ύλης διαπραγμάτευση, δηλαδή διαπραγμάτευση επί όλων των μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων της Τουρκίας. Εάν αυτή δεν αποδώσει καρπούς ενδεχομένως και υπό προϋποθέσεις οι "διαφορές" να παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο. Φρόντισε, μάλιστα, να στείλει το μήνυμα πως θα παραπεμφθούν στη Χάγη τα πάντα, όχι μόνο η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ.
Στην πραγματικότητα, ο Τσαβούσογλου πρόσφερε το "τυρί" της παραπομπής στη Χάγη (ως θεωρητική προοπτική) για να ρυμουλκήσει άμεσα την Αθήνα στο τραπέζι της διμερούς διαπραγμάτευσης. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι για την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο απαιτείται συνυποσχετικό, επειδή η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει την δικαιοδοσία του, όπως έχει κάνει η Ελλάδα με μία εξαίρεση (για τον εξοπλισμό των νησιών του ανατολικού Αιγαίου).
Οι δύο όροι της Άγκυρας για τη Χάγη
Όπως έχουν αποδείξει οι κατά καιρούς ελληνοτουρκικές συνομιλίες, με πιο συστηματική προσπάθεια την αλυσίδα των άτυπων διερευνητικών επαφών, το εμπόδιο ήταν και παραμένει οι όροι που έθετε και θέτει η Άγκυρα για να υπογράψει συνυποσχετικό:
Πρώτον, όπως προανέφερα, απαιτεί να παραπεμφθούν στη Χάγη όχι μόνο η νομική διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, αλλά το σύνολο των τουρκικών μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων. Χρησιμοποιεί, μάλιστα, τον όρο "παρεμπίπτοντα ζητήματα". Με άλλα λόγια, ζητάει να θέσουμε --μεταξύ των άλλων-- στην κρίση ξένων δικαστών το εάν κατοικημένα νησιά, όπως π.χ. οι Οινούσσες και οι Φούρνοι, θα παραμείνουν στην ελληνική επικράτεια ή θα παραδοθούν στην Τουρκία, η οποία ισχυρίζεται ότι είναι δικά της.
Δεύτερον, απαιτεί το συνυποσχετικό να υποδεικνύει στο Διεθνές Δικαστήριο τον τρόπο που θα κρίνει τις ελληνοτουρκικές "διαφορές", δεσμεύοντάς το να εφαρμόσει την αρχή της "ευθυδικίας", η οποία εξυπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα. Η εν λόγω αρχή προβλέπεται για την περίπτωση που δύο κράτη θεωρούν πως είναι προς το αμοιβαίο συμφέρον τους μία διαφορά τους να μην κριθεί με βάση τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου, αλλά κατά τρόπο που θα υποδείξουν στο Διεθνές Δικαστήριο. Για το πούμε απλά, η Άγκυρα ζητάει από την Αθήνα να συνυπογράψει ένα συνυποσχετικό για να παρακαμφθούν τα δικαιώματα, τα οποία παρέχει το διεθνές δίκαιο στην Ελλάδα!
Νομική διαφορά και πολιτικά προβλήματα
Η Αθήνα αναγνωρίζει παγίως ως μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, γιατί μόνο αυτή δεν καλύπτεται από τις διατάξεις του διεθνούς δικαίου, ή από τις υφιστάμενες συνθήκες και συμφωνίες. Αυτό δεν σημαίνει πως αρνείται την ύπαρξη των άλλων προβλημάτων στο Αιγαίο. Θεωρεί, όμως, ότι πρόκειται για πολιτικής φύσεως προβλήματα, με την έννοια ότι έχουν προκύψει από τις μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις. Γι' αυτό και επί δεκαετίες η επίσημη ελληνική θέση ήταν ότι στο Διεθνές Δικαστήριο πρέπει να παραπεμφθεί μόνο το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας.
Εδώ και αρκετά χρόνια, η πάγια αυτή ελληνική θέση έχει ρηγματωθεί. Λόγω και του διάχυτου φοβικού συνδρόμου, η τουρκική επιμονή έχει κάμψει κύκλους του εγχώριου πολιτικού συστήματος και ευρύτερα των αρχουσών ελίτ, οδηγώντας τους --στο όνομα του ρεαλισμού-- σε μία αναθεώρηση προς την κατεύθυνση προσαρμογής στις θέσεις της Άγκυρας.
Όσα πολλοί Έλληνες πολιτικοί ψιθύριζαν, ή εμπράκτως δρομολογούσαν, τα είπε δημοσίως ο πρώην Πρόεδρος Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος στα μέσα της δεκαετίας. Είχε γράψει, λοιπόν, ("Καθημερινή" 28-5-2006): η θέση πως «αναγνωρίζομε ως μόνη διαφορά τον καθορισμό των ορίων της υφαλοκρηπίδος, δεν φαίνεται σοβαρή. Oι διαφορές δημιουργούνται, όταν ένα κράτος διατυπώνει αξιώσεις, δίκαιες ή άδικες, κατά του άλλου». Με τη θέση του εκείνη ισοπέδωνε την κρίσιμη διάκριση μεταξύ νομικής και πολιτικής διαφοράς.
Όλες οι "διαφορές" στη Χάγη, εκτός...
Επαναφέρω στο προσκήνιο εκείνο το άρθρο του Κωστή Στεφανόπουλου, στο οποίο είχα απαντήσει άμεσα σημείο προς σημείο, επειδή η συζήτηση αυτή είναι σήμερα εξίσου και ίσως πιο επίκαιρη από τότε. Έγραφε, λοιπόν, τότε ο πρώην Πρόεδρος: «Συνήθως ερωτάται: Ποιες διαφορές θα υποβληθούν στο Δικαστήριο; Απαντώ, όλες: τα χωρικά ύδατα και η έκτασή τους, η υφαλοκρηπίδα των νήσων και ο καθορισμός της μεταξύ των δύο χωρών και η αποστρατιωτικοποίηση των νήσων.
»Δεν γνωρίζω αν η είσοδος τουρκικών αεροπλάνων στο FIR Αθηνών, χωρίς την υποβολή σχεδίου πτήσεως, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κρίσεως του Δικαστηρίου ή του άλλου Διεθνούς Οργανισμού, του ICAO. Aν ναι, τότε και αυτή. Και οι γκρίζες ζώνες; Όχι αυτές. Oι γκρίζες ζώνες ανήκουν στη φαντασία της Τουρκίας μόνον, όπως αποδεικνύεται από τη Συνθήκη της Λωζάννης, τον τρόπο της μακράς εφαρμογής της και το Ιταλο-Τουρκικό Πρωτόκολλο καθορισμού των θαλασσίων ορίων του 1932. H δε διεθνής κοινότης έχει αποδεχθεί ανέκαθεν το υπάρχον εδαφικό καθεστώς των νησίδων και βραχονησίδων».
Γιατί ο πρώην Πρόεδρος είχε αρνηθεί να παραπεμφθεί στη Χάγη και η τουρκική αξίωση για τις "γκρίζες ζώνες", όταν --σύμφωνα με τον δικό του ισχυρισμό-- κάθε τουρκική αξίωση είναι διαφορά και ως τέτοια πρέπει να κριθεί από το Διεθνές Δικαστήριο; Όπως είχε γράψει, «τα πάσης φύσεως δικαιώματα κρίνονται ανέκαθεν από τα δικαστήρια, διεθνή ή επιχώρια, η δε Ελλάς ως φιλειρηνικό κράτος προτιμά να υπερασπιστεί τα δικαιώματά της όχι με τη βία, αλλά με δικαστικά μέτρα».
Στην πραγματικότητα, ο Κωστής Στεφανόπουλος, όπως και τόσοι άλλοι σήμερα, εμμέσως πλην σαφώς αξιολογούν τις τουρκικές διεκδικήσεις σε θεμιτές και αθέμιτες, νομιμοποιώντας τες πολιτικά, πλην των "γκρίζων ζωνών". Το Διεθνές Δικαστήριο είναι δικαιοδοτικό όργανο, αλλά έχει αποδειχθεί ότι εμφυλοχωρεί το πολιτικό κριτήριο. Ειδικά εάν το συνυποσχετικό αφήνει περιθώρια, όπως επιδιώκει η Άγκυρα. Το πρόβλημα για την Ελλάδα είναι ότι στην κρίση του Δικαστηρίου θα τεθούν αποκλειστικά και μόνο ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Κανένα τουρκικό. Αυτό σημαίνει ότι η Αθήνα έχει μόνο να χάσει και η Άγκυρα μόνο να κερδίσει.
Στη Χάγη πάει όποιος διεκδικεί...
Υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα αναφορικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ. Σύμφωνα με την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου (υπόθεση Κατάρ-Μπαχρέϊν) εάν η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας γίνει με βάση τα χωρικά ύδατα των έξι μιλίων, η Ελλάδα κατά πάσα πιθανότητα θα απολέσει το δικαίωμά της να τα επεκτείνει στη συνέχεια στα 12 μίλια. Η επέκταση είναι συμβατικό δικαίωμα κάθε κράτους και ασκείται μονομερώς. Το έχουν ασκήσει όλες οι παράκτιες χώρες, με εξαίρεση την Ελλάδα.
Ο πρώην Πρόεδρος κατέληγε σ' εκείνο το άρθρο του: «αν δεν αναζητήσομε λύση μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου, όλες οι εκκρεμότητες θα παραμείνουν εκκρεμείς, με τις γνωστές συνέπειες και τον κίνδυνο θερμού επεισοδίου». Όπως έγραφα και τότε είναι εμφανής η καταλυτική επίδραση του φοβικού συνδρόμου, που έχει προσβάλλει τις εγχώριες ελίτ. Προφανώς και η Ελλάδα επιδιώκει την ύφεση και την ειρήνη. Για να επιτευχθούν αυτά, όμως, δεν αρκεί η πρόθεση της μίας πλευράς. Απαιτείται και η βούληση της άλλης.
Τότε είχα εκφράσει την εξής θέση που υποστηρίζω μέχρι τώρα: Δεν είναι η Ελλάδα που διεκδικεί για να ζητήσει παραπομπή στη Χάγη. Το πρόβλημα το έχει όποιος διεκδικεί. Αν η Τουρκία θεωρεί ότι αδικείται από το σημερινό εδαφικό καθεστώς, ας αναγνωρίσει κι αυτή την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου κι ας παραπέμψει τις διεκδικήσεις της εκεί.
Μέχρι τότε είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε με τον κακό γείτονα και να τον χειριζόμαστε όσο καλύτερα μπορούμε. Εκτός κι αν αποφασίσουμε να εξαγοράσουμε με εθνικές παραχωρήσεις την ύφεση. Όποιος το υποστηρίζει αυτό, όμως, ας το πει ξεκάθαρα. Όλα τα άλλα, είναι προφάσεις εν αμαρτίαις και τρόποι της εγχώριας πολιτικής ελίτ να απεκδυθεί των εθνικών ευθυνών της.
https://slpress.gr/
Αναρτήθηκε από EFENPRESS στις 28.12.19
28.12.19

Το μέλλον των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων: Μια αριστουργηματική ανάλυση του Άγγελου Συρίγου
.
Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΑΡΥΩΤΗ
Ο καθηγητής Άγγελος Συρίγος θεωρείται, σήμερα, ο κορυφαίος αναλυτής των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Έτσι διαβάζοντας το τελευταίο άρθρο του στην ιστοσελίδα του, αποφάσισα να το αναδημοσιεύσω στην ιστοσελίδα του δημοσιογράφου Μιχάλη Ιγνατίου για να του δοθεί επιπρόσθετη δημοσιότητα.
Τί θα πάμε στη Χάγη;
Άγγελος Συρίγος
Η επίλυση των ελληνοτουρκικών σχέσεων διά της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προβάλλει ως η μόνη ρεαλιστική λύση στον ελληνικό δημόσιο λόγο. Υπάρχει όμως ένα σοβαρό πρόβλημα. Η Τουρκία έχει θέσει κατά καιρούς μία πλειάδα θεμάτων τα οποία παρατίθενται χρονολογικά:
Καθεστώς αποστρατιωτικοποιήσεως των ανατολικών νησιών του Αιγαίου (1964-1974).
• Οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου (1974).
• Όρια του FIR Αθηνών (1974).
• Μη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων πέραν του σημερινού ορίου των 6 ν. μιλίων (1974) που συνδέεται με την απειλή χρήσεως βίας - casus belli (1974) σε περίπτωση που η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα αλλά και με τον ορισμό συγκεκριμένων θαλάσσιων περασμάτων στο Αιγαίο, από τα πολλά που υπάρχουν, ως «διεθνών στενών» ναυσιπλοΐας (1982).
• Εύρος εναερίου χώρου 10 ν. μιλίων εν σχέσει προς χωρικά ύδατα 6 ν. μιλίων (1975).
• Όρια της Ζώνης Έρευνας και Διασώσεως-SAR στο Αιγαίο (1980).
• Οι λεγόμενες «γκρίζες ζώνες» κυριαρχίας απροσδιόριστου αριθμού ελληνικών νησιών στο Αιγαίο και πέριξ της Κρήτης (1996).
• Μη αναγνώριση υφαλοκρηπίδας στα νησιά του συμπλέγματος του Καστελλόριζου (2012).
• Μη αναγνώριση υφαλοκρηπίδας σε Ρόδο, Κάρπαθο, Κάσο και Κρήτη (2019).
Το ερώτημα είναι τι ακριβώς από τα παραπάνω θέματα θα καταλήξει στη Χάγη προς επίλυση; Θα μπορούσαν να παραπεμφθούν συλλήβδην όλα στο Διεθνές Δικαστήριο; Η απάντηση είναι αρνητική.
Η Ελλάδα με δήλωσή της από το 1994 (που επαναλήφθηκε αναδιατυπωμένη το 2015) έχει εξαιρέσει από την αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου τη στρατιωτικοποίηση των ανατολικών νησιών του Αιγαίου. Είναι ένα θέμα για το οποίο δεν μπορούν να υπάρξουν δεύτερες σκέψεις. Η παρουσία στρατού στα ανατολικά νησιά του Αιγαίου συνδέεται με την αυτονόητη ανάγκη προστασίας τους από έναν γείτονα που δεν έχει πρόβλημα, όποτε κρίνει ότι του προσφέρεται η ευκαιρία, να εισβάλει στα εδάφη των διπλανών του κρατών.
Το ίδιο ισχύει και για τις «γκρίζες ζώνες». Από το 1996 οι Τούρκοι κατά καιρούς έχουν αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία άλλοτε σε 3.000, άλλοτε σε 1.000 και άλλοτε σε 150 νησιά. Την τελευταία δεκαετία μιλούν για 18 νησιά. Είναι δυνατόν να θέσουμε στην κρίση του Δικαστηρίου εάν οι Φούρνοι, οι Οινούσσες, το Αγαθονήσι, η Γαύδος, η Θύμαινα στη Σάμο, η Ψέριμος ή οι Αρκιοί ανήκουν στην Ελλάδα; Έρχεται ο γείτονας στο σπίτι μας και λέει ότι του ανήκει η κουζίνα, το ψυγείο και το κρεβάτι μας. Συζητάμε μαζί του το θέμα και εάν δεν τα βρούμε, πάμε στο δικαστήριο να μας λύσει τη διαφορά; Θέματα ελληνικής κυριαρχίας επί εδαφικών περιοχών είναι εκτός συζητήσεως.
Ως προς το FIR Αθηνών και τη Ζώνη Έρευνας και Διασώσεως-SAR, οι αρμοδιότητες σε αυτές τις περιοχές είναι αποκλειστικώς διοικητικής φύσεως. Αφορούν μόνον την ασφάλεια και διευκόλυνση της διεθνούς αεροπλοΐας και τη διάσωση ανθρώπων που βρίσκονται σε κίνδυνο. Δεν έχουν καμία σχέση με κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα. Η Τουρκία όμως δεν θέτει θέμα ερμηνείας των συμφωνιών που έχουν καθορίσει τις συγκεκριμένες περιοχές. Ζητεί αλλαγή των συμφωνιών. Οπότε εκ των πραγμάτων ούτε και αυτό το θέμα μπορεί να πάρει την άγουσα προς το Δικαστήριο.
Το θέμα του διαφορετικού εύρους χωρικών υδάτων και εναερίου χώρου είναι σοβαρό. Τα νομικά μας επιχειρήματα δεν είναι τόσο ισχυρά, όσο σε άλλους τομείς. Το θέμα, όμως, σχετίζεται άμεσα (και λύνεται...) με την αύξηση του εύρους των ελληνικών χωρικών υδάτων, όπου εκεί έχουμε ατράνταχτα επιχειρήματα που επιβεβαιώνονται και από το διεθνές δίκαιο, συμβατικό και εθιμικό, και από τη διεθνή πρακτική.
Πρόκειται για δικαίωμα που ασκείται μονομερώς και αποτελεί το ισχυρό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα. Χρειάζεται όμως εξαιρετικά προσεκτικούς χειρισμούς για να μην απολεσθεί. Ως αντικείμενο δικαστικής κρίσεως θα μπορούσε να είναι μόνον το σύννομο ή μη της αποφάσεως της Τουρκίας να θεωρεί ως casus belli την αύξηση των ελληνικών χωρικών υδάτων, δηλαδή την άσκηση νόμιμου δικαιώματος.
Έτσι καταλήγουμε στη σταθερή από το 1975 και επίσημη ελληνική θέση ότι ουσιαστικά το μοναδικό θέμα προς δικαστική επίλυση είναι αυτό της οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Επειδή ο προσδιορισμός του θέματος έγινε σε μία περίοδο κατά την οποία η έννοια της ΑΟΖ ήταν άγνωστη και ούτε είχαν προκύψει τα προβλήματα με το Καστελλόριζο και την Ανατολική Μεσόγειο, θα μπορούσαμε να επαναπροσδιορίσουμε τη διαφορά στο σήμερα ως: οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ας τα έχουμε όλα αυτά υπ' όψιν την επόμενη φορά που θα ξαναμιλήσουμε για Χάγη. (Η έμφαση είναι δική μου)
Κατά την δική μου γνώμη, η τελευταία παράγραφος του Άγγελου Συρίγου είναι η πιο σημαντική, διότι δείχνει ξεκάθαρα τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει, από εδώ και εμπρός, η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η πιθανότητα όμως η Τουρκία να υπογράψει ένα τέτοιο συνυποσχετικό είναι απειροελάχιστη, για να μην πω μηδενική. Εκείνο πάντως που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι οι Τούρκοι παριστάνουν τους Κινέζους της Ανατολικής Μεσογείου.
Εάν τελικά οδηγηθούν στην Χάγη, η νίκη τους θα είναι πολύ περιορισμένη. Απλώς, θα κερδίσουν ένα μεγαλύτερο ποσοστό θάλασσας από ό,τι δικαιούνται, διότι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα δώσει μικρότερη επήρεια στο σύμπλεγμα του Καστελλόριζου. Αυτό βέβαια θα σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν θα έχει θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο και θα αποκτήσει η Τουρκία με την Αίγυπτο. Εάν όμως οι Τούρκοι καταλήξουν στην Χάγη και κερδίσουν, δεν πρόκειται να αποδεχτούν την απόφαση, όπως ακριβώς έπραξαν και οι Κινέζοι πριν τρία χρόνια. Οι Κινέζοι δεν την αποδέχτηκαν, διότι έχασαν. Οι Τούρκοι δεν θα την αποδεχτούν, ακόμη και αν κερδίσουν!
Η σημερινή νέο-οθωμανική Τουρκία (Ο λαός της, ο στρατός της, το πολιτικό κατεστημένο) δεν μπορεί να επιβιώσει έχοντας απέναντι της το κράτος που θεωρεί ως τον μεγαλύτερο αντίπαλο της να ζει ειρηνικά μαζί του και του δώσει την δυνατότητα να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς και να αυξήσει το βιοτικό του επίπεδο.
Όπως είναι γνωστό, η Κίνα δεν υιοθετεί τις διατάξεις που προβλέπονται από την Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS). Αντί να παραμείνει στην ΑΟΖ της, υποστηρίζει ότι έχει ιστορική αξίωση σε ολόκληρη τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και έχει σχεδιάσει τα δικά της θαλάσσια σύνορα, γνωστά ως Γραμμή Εννέα Διακεκομμένων Γραμμών. Η Θάλασσα της Νότιας Κίνας είναι ένα ανησυχητικό γεωπολιτικό σημείο ανάφλεξης. Αλλά για τον Πρόεδρο Xi Jinping αποτελεί πηγή υπερηφάνειας. Όταν ο Χi απευθύνθηκε στο τελευταίο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, καυχήθηκε ότι «η κατασκευή σε νησιά και υφάλους στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας έχει σημειώσει σταθερή πρόοδο».
Την τακτική του Κινέζου προέδρου προσπαθεί, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τώρα, να αντιγράψει και ο Ταγίπ Ερντογάν και η «Γαλάζια Πατρίδα» του αποτελεί μια τέτοια κινεζικού τύπου επέκταση, γράφοντας στα παλιά του τα παπούτσια την παγκόσμια κοινότητα. Τα δύο κράτη, Κίνα και Τουρκία, συμπλέουν σε αυτές τις παράνομες ενέργειες που συνιστούν κατάφωρη παραβίαση της UNCLOS, που σήμερα αποτελεί πλέον μέρος και του εθιμικού δικαίου. Η ελληνική κυβέρνηση, με τόσους μπελάδες στο κεφάλι της, όχι μόνο αγνοεί ή υποτιμά αυτές τις εξελίξεις στην μακρινή Ασία, αλλά φαίνεται και να μην ενδιαφέρεται να διδαχθεί από αυτές.
Αυτό που η Τουρκία και η Κίνα αρνούνται να παραδεχθούν είναι ότι ένα κράτος δεν μπορεί να επικαλείται επιλεκτικά τα μέρη της UNCLOS, όποτε του αρέσει ή του συμφέρει. Ο Πρεσβευτής Koh της Σιγκαπούρης, ο τελευταίος Πρόεδρος της Διάσκεψης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, έλαβε πολύ σωστά υπόψη του την πιθανότητα αυτή, παρατηρώντας ότι:
«Αν και η Σύμβαση είναι προϊόν σειράς συμβιβασμών, αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο Δίκαιο της Θάλασσας δεν προβλέπει επιφυλάξεις. Επομένως, δεν είναι δυνατόν τα κράτη να επιλέξουν αυτό που τους αρέσει και να αγνοήσουν αυτό που δεν τους αρέσει. Στο διεθνές δίκαιο, όπως και στο εσωτερικό δίκαιο, τα δικαιώματα και τα καθήκοντα συμβαδίζουν. Επομένως, είναι νομικώς απαράδεκτο κράτη να διεκδικούν δικαιώματα δυνάμει της Σύμβασης χωρίς να είναι πρόθυμα να αναλάβουν τα αντίστοιχα καθήκοντα.»
Αυτά που αναφέρει ο Άγγελος Συρίγος σήμερα τα είχε ήδη επισημάνει ο Ανδρέας Παπανδρέου, 32 χρόνια νωρίτερα, στο υπουργικό συμβούλιο της 27 Μαρτίου 1987, όταν δήλωνε:
«Εμείς έχουμε καλέσει, και επαναλαμβάνω και τώρα, την Τουρκία να προχωρήσει σε αποδοχή της πρότασής μας να πάμε στη Χάγη. Αυτό προϋποθέτει ένα συνυποσχετικό, υπογραμμένο από τους δύο και με αυτή την έννοια διάλογος για το συνυποσχετικό είναι λογικός και ουδέποτε είχαμε ή έχουμε αντίρρηση για την πραγματοποίησή του. Πολιτικό διάλογο με την Τουρκία για άλλα θέματα δεν είναι δυνατόν να κάνουμε γιατί είναι όλα πολιτικά και αφορούν αποκλειστικά το ποιά κυριαρχικά δικαιώματα η Ελλάδα θα παραχωρήσει στην Τουρκία. Αυτό δεν λέγεται διάλογος. Αυτό είναι μήνυμα προς ηττημένο και δεν δεχόμαστε τέτοια μηνύματα.»
https://hellasjournal.com/


27.12.2019 / ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 2105 στις 24-12-2019
Το μεγάλο «παζάρι» - Νέο «casus belli» από τον Ερντογάν για κάθε κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας

«Όσοι έχουν στοχεύσει τα δικαιώματα της Τουρκίας με σχέδιο που έχουν κάνει με νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που δεν τους ανήκει η κυριαρχία τους, να ξέρουν πως το πεδίο δεν είναι ελεύθερο. Η ιδιοκτησία του Αιγαίου και της Μεσογείου ανήκει σε όλες τις χώρες που διαθέτουν ακτές στις θάλασσες αυτές. Εμείς, ως χώρα με τις μεγαλύτερες ακτές, είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας με κάθε τρόπο και μέσο».
Με αυτή τη δήλωσή του στις 22 Δεκεμβρίου, πρωτοφανή ακόμη και για τον ίδιο, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανεβάζει ακόμη περισσότερο την απειλητική προς την Ελλάδα ρητορική του. Όχι μόνο αρνείται την ελληνική κυριαρχία επί νησιών και βραχονησίδων στο Αιγαίο, αλλά εκτοξεύει ευθεία πολεμική απειλή προς την Ελλάδα:
● Το προηγούμενο, επίσημο - ψηφισμένο στην τουρκική Βουλή - casus belli αφορούσε το ενδεχόμενο άσκησης του δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας.
● Το νέο, προφορικό προς το παρόν, αφορά την άσκηση κάθε κυριαρχικού δικαιώματος που θα αντιστρατεύεται την τουρκική «άποψη» πως τα ελληνικά νησιά δεν διαθέτουν ούτε υφαλοκρηπίδα ούτε ΑΟΖ.
Προς επίρρωση δε του ισχυρισμού του, ο Ερντογάν δήλωσε ότι «δεν έχουμε πρόθεση να αρχίσουμε συγκρούσεις με οποιονδήποτε χωρίς λόγο ή να στερήσουμε από κάποιον τα δικαιώματά του». Επέλεξε έτσι τον όρο «συγκρούσεις» για να αποσαφηνίσει τι εννοεί όταν λέει ότι «είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας με κάθε τρόπο και μέσο».
Κι όμως, δεν... «παραληρεί»
Οι δηλώσεις του Προέδρου της Τουρκίας συχνά έχουν εκληφθεί από πολλούς στην Αθήνα σαν «παραλήρημα», «κρίση μεγαλείου» και άλλα φαιδρά παρόμοια. Εξαιρετικά συχνή επίσης είναι η εκτίμηση ότι η Άγκυρα αντιδρά σπασμωδικά στη διπλωματική της απομόνωση, την οποία έχουν επιτύχει η Ελλάδα και η Κύπρος με τις διάφορες «τριμερείς» (με το Ισραήλ και την Αίγυπτο), οι οποίες γίνονται «τετραμερείς» με τη συμμετοχή των ΗΠΑ.
Προφανώς οι απόψεις και οι αντιλήψεις αυτές σηκώνουν πολλή συζήτηση, καθώς η «απομόνωση», την οποία επικαλούνται με ένταση - όχι τυχαία - κυρίως οι προπαγανδιστές της έναρξης (διμερούς) διαλόγου με ορίζοντα την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, δεν πρόσθεσε ούτε το ελάχιστο εμπόδιο στη σταθερή αμφισβήτηση των ελληνικών και κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων εκ μέρους της Άγκυρας.
Αντιθέτως η απειλητική ρητορική του ίδιου του Προέδρου της Τουρκίας, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του το καλοκαίρι του 2016, γίνεται όλο και σαφέστερη.
● Όταν «προειδοποιεί» την Ελλάδα ότι παίζει παιχνίδια των Αμερικανών και κινδυνεύει να τα πληρώσει, λέει ξεκάθαρα αυτό που πιστεύει. Και το αποδεικνύει συνάπτοντας στενότερη σχέση με τη Ρωσία και το Ιράν, δύο από τους κυριότερους αντιπάλους των ΗΠΑ.
● Όταν λέει στο εσωτερικό του ότι ο κόσμος αλλάζει και ότι η Τουρκία ή θα μεγαλώσει ή θα μικρύνει, συνεπώς ο ίδιος κάνει την επιλογή της επέκτασης, περιγράφει επακριβώς την πολιτική του. Και το αποδεικνύει τόσο με τη θεωρία περί «Γαλάζιας Πατρίδας» όσο και με την ενεργό υποστήριξή της στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο.
Υπ' αυτήν την έννοια ουδείς μπορεί να αγνοήσει την τελευταία δήλωση του σουλτάνου και τη διατύπωση του νέου casus belli. Ο Ερντογάν ήταν πάντοτε όχι μόνο σαφής, αλλά και εμπράκτως συνεπής προς τις κατά καιρούς δηλώσεις του...
Το «όραμα» και τα μέσα
Η παρέμβαση της Τουρκίας στη Συρία, η συστηματική αντιπαράθεσή της με τις ΗΠΑ, τα γεωτρύπανα που στέλνει στην κυπριακή ΑΟΖ, η παράνομη συμφωνία της με την ετοιμόρροπη κυβέρνηση της Λιβύης και η απειλή προς την Ευρώπη ότι θα επαναληφθούν τα φαινόμενα του 2015 ως προς το μεταναστευτικό / προσφυγικό είναι στοιχεία ενός πολύ μεγάλου «παζαριού».
Αν ψάξει κάποιος το ερμηνευτικό «κλειδί» της ρητορικής και των ενεργειών του Ερντογάν, θα το βρει στη φράση του ότι «όταν τελειώσει αυτή η ιστορία, η Τουρκία ή θα έχει μεγαλώσει ή θα έχει μικρύνει». Και, όπως γλαφυρά έχει περιγράψει σε άλλη τοποθέτησή του τον Μάρτιο του 2018, «τη μεγάλη Τουρκία οπωσδήποτε θα την οικοδομήσουμε. Αν χρειαστεί, θα δώσουμε τις ζωές μας. Αν χρειαστεί, θα πάρουμε ζωές!».
Αν κάποιος επιχειρούσε λοιπόν να αποκωδικοποιήσει τον Πρόεδρο της Τουρκίας, θα κατέληγε στο εύλογο συμπέρασμα ότι, με το άνοιγμα ταυτοχρόνως πολλών μετώπων, «παζαρεύει» κόντρα σε όλους τη θέση της χώρας του όχι μόνο στην περιοχή μας, αλλά στον κόσμο.
Η φιλοδοξία του για μια Τουρκία με παγκόσμια εμβέλεια συμπυκνώνεται στο «όραμα» για ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε αυτό το σχέδιο η Ελλάδα και η Κύπρος αποτελούν εμπόδια και συνεπώς πρέπει να αποδομηθούν μέχρι γεωπολιτικού εκμηδενισμού. Το «όραμα» είναι σαφές, οι άμεσοι στόχοι διακηρυγμένοι και τα μέσα επίτευξής τους ξεκαθαρισμένα. Κανείς στην Αθήνα δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν κατάλαβε...

27.12.2019 / ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΛAΚΑΣ
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 2105 στις 24-12-20109
Σε τροχιά σύγκρουσης - Η Τουρκία είναι αποφασισμένη να διεκδικήσει εμπράκτως τις απαιτήσεις της

Ύστερα από κάθε σύγκρουση ή πόλεμο αναζητούνται και αναλύονται οι αφορμές και οι αιτίες που οδήγησαν στη «συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Εκ των υστέρων και κατόπιν εορτής όλα όσα οδήγησαν στη σύγκρουση εμφανίζονται τόσο σαφή και ξεκάθαρα ώστε δημιουργείται η εύλογη απορία για ποιους λόγους δεν επισημάνθηκαν εγκαίρως ώστε να αποτραπεί η καταστροφή ή μια ολέθρια διπλωματική ήττα, καθώς πολλές φορές (δες Ίμια) οι πόλεμοι χάνονται χωρίς να πέσει ούτε μια ντουφεκιά...
Για την κατάσταση που επικρατεί στα ελληνοτουρκικά σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχουν διαφωνίες και διαφορετικές εκτιμήσεις. Όλοι, πολιτικές δυνάμεις και ελληνική κοινωνία, βλέπουν ότι Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης. Εκεί που υπάρχουν διαφωνίες και διαφορετικές προσεγγίσεις είναι στο γιατί η κατάσταση έχει φτάσει σ' αυτό το σημείο και κυρίως στο πώς αντιμετωπίζεται.
Αυτές ακριβώς οι διαφωνίες περιγράφουν και την απουσία μιας συγκροτημένης εθνικής στρατηγικής, την οποία θα έπρεπε να υπηρετούν οι πολιτικές δυνάμεις και να είναι σαφής και αποδεκτή από την ελληνική κοινωνία.
Από την άλλη πλευρά, στην Τουρκία, βλέπει κανείς ξεκάθαρο το «όραμα» και το σχέδιο της χώρας το οποίο προωθεί η κυβέρνηση και υιοθετείται και υποστηρίζεται από τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών δυνάμεων και την τουρκική κοινωνία. Αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα σήμερα της Άγκυρας έναντι της Αθήνας:
● Η Τουρκία γνωρίζει επακριβώς τι θέλει και έχει φροντίσει να διαθέτει τα μέσα για να υποστηρίξει τις απαιτήσεις της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
● Από την άλλη πλευρά στην Ελλάδα κυβέρνηση, αντιπολίτευση και κοινωνία μοιάζουν μόλις να ξύπνησαν από το όνειρο μια ισχυρής χώρας, που μάλιστα διαθέτει ισχυρή ομπρέλα προστασίας, την οποία κρατούν υποτίθεται Αμερικανοί και άλλοι σύμμαχοι, καθώς και οι Ευρωπαίοι εταίροι της.
Αποδεχτήκαμε τον τσαμπουκά
Από αυτήν την ψευδαίσθηση ασφάλειας και υποτιθέμενης προστασίας βγήκε με οδυνηρό τρόπο η ελληνική κυβέρνηση μόλις πριν από λίγες μέρες, μετά την εμφάνιση των τουρκικών απαιτήσεων νότια της Κρήτης. Με τη συμφωνία Τουρκίας - Λιβύης για τον καθορισμό των μεταξύ τους θαλάσσιων συνόρων η Τουρκία ξεδίπλωσε και εμφάνισε στο σύνολό τους τις απαιτήσεις της κατά της Ελλάδας, οι οποίες ξεκινούν από το βόρειο Αιγαίο, φτάνουν στα Δωδεκάνησα, το Καστελόριζο και καταλήγουν νοτιοανατολικά της Κρήτης.
Το βασικό «επιχείρημα» της Τουρκίας είναι ότι τα νησιά, ακόμη και τα κατοικημένα, σ' αυτήν τη γωνιά του πλανήτη δεν έχουν δικαιώματα σε ΑΟΖ. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της Άγκυρας, η οποία οικοδομείται μεθοδικά εδώ και δεκαετίες και στηρίζεται στη στρατιωτική ισχύ που αναπτύσσει, το Αιγαίο είναι ειδική περίπτωση και τα νησιά που βρίσκονται κοντά στις τουρκικές ακτές απλώς επικάθονται στην τουρκική υφαλοκρηπίδα.
Η Τουρκία υποστηρίζει αυτήν την άποψη με ένταση από τη δεκαετία του 1980, έχοντας μάλιστα ξεκαθαρίσει ότι θα είναι αιτία πολέμου να ασκήσει η Ελλάδα το νόμιμο δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Παρά την ενεργή απειλή πολέμου, οι ελληνικές κυβερνήσεις συνέχισαν να συνομιλούν με την Τουρκία, να υποστηρίζουν την ευρωπαϊκή της πορεία, να ενισχύουν την ελληνοτουρκική οικονομική συνεργασία, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο την εντύπωση ότι αποδέχονται ως βάσιμη την τουρκική επιχειρηματολογία...
Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία, ενόσω η Ελλάδα συνταράσσεται από την οικονομική κρίση, εμφανίζεται στο προσκήνιο να διεκδικεί ρόλο μεγάλης περιφερειακής δύναμης. Αποδεικνύοντας ότι έχει το σθένος και τις δυνάμεις για να υποστηρίξει αυτόν τον ρόλο (και τα συμφέροντά της) η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν δεν δίστασε να έρθει σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ.
Στην Αθήνα η διάρρηξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων εξελήφθη ως «ιστορική ευκαιρία», την οποία αξιοποίησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις για να μετατρέψουν τη χώρα σε απέραντη αμερικανική βάση και προτεκτοράτο των ΗΠΑ.
Υπό την αμερικανική καθοδήγηση οι ελληνικές κυβερνήσεις την τελευταία δεκαετία μπήκαν στο μεγάλο παιχνίδι της ανατολικής Μεσογείου δημιουργώντας «τριμερείς» - ο... θεός να τις κάνει - συμμαχίες με Κύπρο - Ισραήλ και Κύπρο - Αίγυπτο.
Έχει ενδιαφέρον το ότι, παρά την πατροναρισμένη από τους Αμερικανούς προσπάθεια δημιουργίας ενός πυρήνα ισχύος στην ανατολική Μεσόγειο με τη δημιουργία των «τριμερών συμμαχιών», ούτε η Ελλάδα κατάφερε (τόλμησε) να οριοθετήσει την ΑΟΖ της στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου ούτε κανείς εμπόδισε την Τουρκία να εμφανιστεί με ερευνητικά και γεωτρύπανα στην κυπριακή ΑΟΖ...
Κι εμείς στη μέση...
Αν, λοιπόν, προκύπτει κάποιο συμπέρασμα για τα αποτελέσματα των ελληνικών διπλωματικών προσπαθειών των τελευταίων ετών στην περιοχή, αυτό είναι ότι η Ελλάδα, ως αμερικανικό προτεκτοράτο, αξιοποιείται από την Ουάσιγκτον ως μοχλός πίεσης προς την Τουρκία και πληρώνει τις συνέπειες με εντάσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Προφανώς δεν είναι τυχαίο το ότι η ραγδαία επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων συμπίπτει με την ένταση που χαρακτηρίζει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις αυτήν την εποχή, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν.
Αυτό που θέλουν οι Αμερικανοί είναι η απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο ή, για την ακρίβεια, να ελέγχουν αυτοί την ενεργειακή τροφοδοσία των Ευρωπαίων. Υπ' αυτήν την έννοια η μεταφορά προς τις ευρωπαϊκές αγορές των ενεργειακών κοιτασμάτων της Μεσογείου είναι κρίσιμη παράμετρος. Όσο λοιπόν η Τουρκία αρνείται να κινηθεί πειθήνια εντός των αμερικανικών - δυτικών δομών, τόσο προβάλλεται το σενάριο της δημιουργίας του εναλλακτικού δρόμου μεταφοράς των κοιτασμάτων μέσα από έναν υποθαλάσσιο αγωγό (East Med), που θα διατρέχει τη Μεσόγειο και θα καταλήγει στην Ιταλία.
Είναι προφανές ότι αυτό το τιτάνιο από μηχανολογικής και οικονομικής πλευράς έργο προβάλλεται ως εναλλακτική των κατά πολύ φθηνότερων αγωγών που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν για να συμπληρώσουν το υπάρχον δίκτυο αγωγών στο τουρκικό έδαφος. Η Τουρκία, ωστόσο, αυτήν την περίοδο δεν είναι δεδομένη για τη Δύση και τους Αμερικανούς...
Κάπως έτσι, λοιπόν, την ίδια στιγμή που η Αθήνα ανακοινώνει ότι στις 2 Ιανουαρίου θα πέσουν οι υπογραφές για το ξεκίνημα των διαδικασιών δημιουργίας του East Med, ο Πρόεδρος της Τουρκίας διαπιστώνει ότι «δεν θα μας αφήσουν ακτή για να μπούμε στη θάλασσα ούτε και παραλία να ρίξουμε παραγάδι» και υπογραμμίζει, με φόντο δύο νέα τουρκικά υποβρύχια που καθελκύονται, ότι «εκείνοι που εποφθαλμιούν τα δικαιώματα της Τουρκίας με σχέδια που ετοίμασαν οι ίδιοι για τα νησιά και τις βραχονησίδες στο Αιγαίο πρέπει να ξέρουν ότι ο δρόμος δεν είναι ανοιχτός».

20.12.2019 / ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΛAΚΑΣ
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 2104 στις 19-12-2019
Τουρκικό «τσουνάμι» - Αδύναμο το ελληνικό πολιτικό προσωπικό να σηκώσει το ιστορικό βάρος

«Το λυπηρό παράδοξο σε ακροσφαλείς ιστορικές καταστάσεις συνοδευόμενες από διάχυτα παρακμιακά φαινόμενα είναι ότι η στρατηγική σκέψη θολώνει, όσο εντονότερα τη χρειάζεται ένα έθνος. Όπως ο βαριά άρρωστος δεν αναρωτιέται τι θα κάμει σε δέκα χρόνια, αλλά αν θα βγάλει τη νύχτα, έτσι ο ιστορικά ανίσχυρος χαρακτηρίζεται από την έλλειψη μακρόπνοων συλλήψεων και την προσήλωση στα άμεσα δεδομένα».
Ισως δεν υπάρχει πιο ακριβής περιγραφή για την τρέχουσα κατάσταση της χώρας σε σχέση (και)με τα ελληνοτουρκικά από την παραπάνω παράγραφο η οποία διατυπώθηκε δυο δεκαετίες πριν από τον (Π. Κονδύλης στο επίμετρο του βιβλίου του «Θεωρία Πολέμου» με τίτλο «Ελληνοτουρκικός Πόλεμος». Θεμέλιο 1997).
Όταν ο Παναγιώτης Κονδύλης διαπίστωνε μια εικοσαετία πριν το οδυνηρό σημερινό παρόν μα, ήταν η εποχή μετά την κρίση των Ιμίων. Τότε δηλαδή που ο «εκσυγχρονισμός» της κυβέρνησης Σημίτη πουλούσε το παραμύθι της «ισχυρής Ελλάδας» και ότι ο εξευρωπαισμός της Τουρκίας με την ταυτόχρονη εμβάθυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο επίπεδο της οικονομίας θα οδηγούσε στην επίλυση των προβλημάτων στο Αιγαίο.
Αυτό ακριβώς υπήρξε το «δόγμα» της ελληνικής εξωτερικής εξωτερικής πολιτικής παρά το γεγονός ότι ακόμη και στο σημείο της θεωρητικής του τεκμηρίωσης ήταν εξόχως αδύναμο:
Ο Παναγιώτης Κονδύλης σχετικά μ αυτό έγραφε: «Η ιδεολογική πίστη ότι η οικονομική συνεργασία ή διαπλοκή οδηγεί αναγκαία σε άμβλυνση των γεωπολιτικών και πολιτικών αντιθέσεων δεν έχει κανένα ιστορικό στήριγμα». Και τεκμηρίωνε την άποψή του ως εξής:
«Αναφέρω ένα ιδιαίτερα αδρό παράδειγμα. Ανάμεσα στα 1900 και στα 1914 το γαλλογερμανικό εμπόριο αυξήθηκε κατά 137%, το γερμανορωσικό κατά 121% και το γερμανοβρετανικό κατά 100%, ενώ περισσότερα από τα τοτινά διεθνή καρτέλ παραγωγής αποτελούσαν κοινή γερμανοβρετανική ιδιοκτησία (ένα από αυτά μάλιστα παρήγε εκρηκτικές ύλες). Όλοι αυτοί οι εντυπωσιακοί ανοδικοί δείκτες δεν εμπόδισαν τις παραπάνω χώρες να εμπλακούν σε έναν από τους φονικότερους πολέμους από καταβολής κόσμου».
«Η οικονομική συνεργασία» - συνεχίζει ο Κονδύλης - «γεννιέται καθ' εαυτήν από οικονομικές ανάγκες και αναγκαιότητες που δεν έχουν αναγκαστική σχέση με φιλικές ή εχθρικές προθέσεις από πολιτική άποψη. Συνιστά ένδειξη καλών πολιτικών σχέσεων μόνο υπό την προϋπόθεση ότι έχουν λυθεί οι τυχόν γεωπολιτικές εκκρεμότητες, δηλαδή το ζήτημα ποιος δικαιούται να εκδιπλώνεται κυρίαρχα πάνω σε ποιον χώρο».
Το τέλος των ψευδαισθήσεων
Είναι, έχουμε την εντύπωση ολοφάνεροι οι λόγοι για τους οποίους θυμηθήκαμε τον Παναγιώτη Κονδύλη, καθώς υπήρξε από του πρώτους που χτύπησε το καμπανάκι του κινδύνου προκειμένου να προειδοποιήσει για όλα όσα ζούμε σήμερα. Ολοφάνερο πια, ελπίζουμε, είναι επίσης και το τι ακριβώς ζούμε:
την διάλυση ακόμη και των ψευδαισθήσεων ύπαρξης κάποιας ελληνικής «εθνικής» στρατηγικής αντιμετώπισης των τουρκικών σαφέστατων και διακηρυγμένων επιδιώξεων και στόχων. Βασικές παράμετροι του ελληνικού δόγματος εξωτερικής πολιτικής ήταν πρώτον ότι η προώθηση της Τουρκίας στην ΕΕ θα εκτονώσει τα ελληνοτουρκικά και δεύτερον ότι οι στενές ελληνοαμερικανικές σχέσεις και το ΝΑΤΟ θα προστατεύουν τα ελληνικά συμφέροντα.
είναι σαφές ότι όσοι κυβέρνησαν, κυβερνούν και επιθυμούν να (ξανα)κυβερνήσουν τη χώρα είναι θαμμένοι σήμερα κάτω από τα συντρίμμια του χάρτινου πύργου του «δόγματος» εξωτερικής πολιτικής που υπηρέτησαν για δεκαετίες. Τώρα εμφανίζονται ως «αθώες περιστερές», πολιτικές καρικατούρες, να αρθρογραφούν, να συζητούν σε εκδηλώσεις, και σε τηλεοπτικά πάνελ για την προφανή αδυναμία της χώρας να αντιμετωπίσει αυτό που αυτοί οι ίδιοι με τις επιλογές τους προκάλεσαν.
Έχοντας επίγνωση των ευθυνών τους για την διαμόρφωση αυτής της οδυνηρή πραγματικότητα σε βάρος της χώρας οι εν λόγω πολιτικοί ταγοί και οι «λαγοί» τους στο χώρο των media καλλιεργούν το έδαφος για την αποδοχή από την ελληνική κοινωνία της επερχόμενης τεράστιας διπλωματικής (άραγε μόνο;) ήττας.
Η Τουρκία ανακοινώνει...
Όσο η ελληνική κυβέρνηση και γενικότερα το πολιτικό σύστημα αναζητά «στρατηγική» για την αντιμετώπιση του πιθανότατου σεναρίου τουρκικά γεωτρύπανα να εγκατασταθούν έξω από το Καστελόριζο, την Κάρπαθο, τη Ρόδο, ή την Κρήτη, η Αγκυρα ξεκαθαρίζει πως όλες αυτές οι περιοχές βρίσκονται πλέον στην δικαιοδοσία της αδιαφορώντας αν αυτό συνάδει ή όχι με το διεθνές δίκαιο. Ο Ερντογάν, προφανώς γνωρίζει πολύ καλύτερα από τους εγχώριους ηγέτες μας πως «δίκαιο» είναι αυτό που μπορεί κάποιος να επιβάλλει. Αλλωστε τα τουρκικά γεωτρύπανα έχουν ήδη τρυπήσει χωρίς να «ανοίξει μύτη» σε «ευρωπαικά» υποτίθεται, θαλάσσια οικόπεδα, όπως είναι αυτά της Κυπριακής ΑΟΖ.
Και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις ή παρανοήσεις ότι το τουρκικό ενδιαφέρον έχει επικεντρωθεί αποκλειστικά στην ανατολική Μεσόγειο οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις υπενθυμίζουν καθημερινά την παρουσία τους δίπλα και πάνω, ακόμη και, από κατοικημένα ελληνικά νησιά. Είναι χαρακτηριστική η δέσμευση περιοχής που «αγγίζει» τη ν Μύκονο για ασκήσεις με πραγματικά πυρά από το τουρκικό ναυτικό, όπως επίσης και οι πτήσεις τουρκικών μαχητικών σε ύψος 150 μέτρων την περασμένη Τετάρτη πάνω από τις Οινούσες...
Κοιτώντας την καθημερινή δραστηριότητα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στο Αιγαίο, και ακούγοντας με προσοχή τα όσα δημοσίως προαναγγέλλει η τουρκική ηγεσία το λογικό και βάσιμο συμπέρασμα στο οποίο μπορεί να καταλήξει κάποιος είναι πως βρισκόμαστε ήδη στο ξεδίπλωμα μιας επιχείρησης (η οποία περιλαμβάνει επίδειξη αποφασιστικότητας για χρήση στρατιωτικής ισχύος) αναδιαμόρφωσης της συνοριακής κατάστασης στην περιοχή.
Απέναντι σε αυτή τη σαφή τουρκική επιδίωξη το ελληνικό πολιτικό προσωπικό μοιάζει, όπως καταγράφεται τουλάχιστον από τις δημόσιες τοποθετήσει, αμήχανο, άφωνο και «θολωμένο», για να επιβεβαιώσει για μια ακόμη φορά τα όσα είπε ο Παναγιώτης Κονδύλης 20 χρόνια πριν...

© 2017 Το Κοινωνικό-πολιτικό blog . Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε