ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ

Πορτραίτο του Άντον Τσέχωφ στα 1898.
Κάνοντας μια μικρή παρένθεση για τον σχολιασμό της επικαιρότητας.
Με γραβάτα ο Τσίπρας στο Ζάππειο: Θα τη φοράω σε κάθε μεγάλη μάχη που κερδίζουμε.
Επειδή οι νίκες του παρελθόντος ,τωρινές και μελλοντικές έχουν ξεπεράσει-θα ξεπεράσουν αυτές του Μ. Αλέξανδρου φοβούμαστε ότι θα αναγκαστεί να την φορά συνέχεια.
Αυτή ήταν η ανταμοιβή με την συνέργεια των ξένων δυναστών μας για την συμφωνία με τα Σκόπια.
Μία φιέστα εξαπάτησης,προσπάθειας να περισώσουν το πολιτικό σκηνικό πού δείχνει σημάδια κατάρρευσης.
Στην ουσία τίποτε δεν άλλαξε τα μέτρα ισχύουν πλήρως, όπως η επιτροπεία,τα τρελά πλεονάσματα πού πρέπει να βγάζει κάθε χρόνο η χώρα μας,το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας αλλά και ιδιωτικής μέσω των αυξημένων φόρων, μόνο κάποιες διαφορετικές κινήσεις οικονομικής τακτικής απέναντι στις αγορές αποφάσισαν οι ξένοι να παραχωρήσουν στην Ελλάδα φυσικά για το δικό τους καλό.
Το Eurogroup χθες χαρακτήρισε το χρέος βιώσιμο και συμφώνησε να μεταφερθεί η αποπληρωμή του.
Το 2010 το χρέος ήταν το 120% του ΑΕΠ και δεν ήταν βιώσιμο. Τώρα που είναι 180% στα 330 δις €, θεωρείται βιώσιμο.
Παρακάτω ένα απόσπασμα από ένα άρθρο,πώς ο Τσίπρας και η παρέα του ντόπια και ξένη ξευτιλίζουν το Σύνταγμα και κάθε έννοια δημοκρατίας.
Πραξικοπημα κατα της Δημοκρατιας, Εγκλημα κατα της Αριστερας η συμφωνια Τσιπρα-Κοτζια
June 21, 2018
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Επειδή παίρνω διάφορα μηνύματα φίλων και αναγνωστών γύρω από την πρόσφατη αρθρογραφία μου για το «μακεδονικό», νομίζω σκόπιμο να διευκρινίσω ξανά ορισμένα σημεία.
Γιατί είναι βαριά προσβολή του πολιτεύματος η υπογραφή της συμφωνίας Κοτζιά - Ντιμιτρώφ
Τυπικά ο Κοτζιάς και ο Τσίπρας είχαν δικαίωμα να υπογράψουν τη συμφωνία.
Ουσιαστικά όμως δεν είχαν. Παραβίασαν τη βασικότερη αρχή του πολιτεύματος, την αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας.
Διότι δεν πας να υπογράψεις μια συμφωνία όταν έχεις δεδηλωμένη και ρητή αντίρρηση της πλειοψηφίας της Βουλής και όταν το 73% του πληθυσμού δηλώνει στα γκάλοπ αντίθετο, όταν ακόμα και η κυβέρνησή σου δεν είναι σύμφωνη στο σύνολό της.
Αυτό είναι που κάνει πραξικόπημα, αλλά πολιτικό, όχι νομικό, πολύ πραγματικό όμως εναντίον του πνεύματος του Συντάγματος, όχι του γράμματος, αυτό που έκαναν, καθ' υπόδειξιν ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, οι Κοτζιάς και Τσίπρας.
Που βρήκε τώρα ο Κοτζιάς τα δικά του γκάλοπ που, όπως λέει στις τηλεοράσεις, δείχνουν υποστήριξη στη συμφωνία δεν το ξέρω. Εμένα μου φαίνεται ότι ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός Εξωτερικών μοιάζουν να ανταγωνίζονται ποιος θα πει περισσότερα ψέματα...
Επανερχόμαστε στο κύριο θέμα μας.
Πρίν από 100 περίπου χρόνια ο Τσέχωφ σε ένα σύντομο διήγημά του μας εξηγεί γιατί τα σημερινά μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook κλπ. έχουν τόσο μεγάλη επιτυχία , σημασία για το κάθε άτομο ξεχωριστά.
Η ΧΑΡΑ.
ΉΤΑΝ ακριβώς μεσάνυχτα..
0 Μίτια Κουλνταρώφ, ταραγμένος, ξεμαλλιάρης, έτρεξε στο πατρικό σπίτι κι' άρχισε νά μπαινοβγαίνει σε όλα τά δωμάτια. 0ί γονείς του είχαν πέσει νά κοιμηθούν. 'Η αδελφή του είχε πέσει στο κρεβάτι καί διάβαζε τώρα την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος. 0ι αδελφοί του που πήγαιναν στο γυμνάσιο κοιμούνταν.
-'Από που έρχεσαι;-τον ρώτησαν οί γονείς ξαφνιασμένοι.-Τί έπαθες;
-"Ωχ! μη ρωτάτε. Δέν τό περίμενα ούτε εγώ! 'Όχι, δεν τό περίμενα καθόλου! Είναι απίστευτο!
0 Μίτια ξεκαρδίστηκε και κάθισε στήν πολυθρόνα, γιατί από τή μεγάλη του ευτυχία δέν μπορούσε νά σταθεί στά πόδια του.
- Είναι απίστευτο! Δέν μπορείτε νά τό φαντασθείτε ποτέ! Για ρίξτε μιά ματιά!
Ή αδελφή πήδησε από τό κρεβάτι της καί ρίχνοντας επάνω της τό πάπλωμα πλησίασε στον αδελφό. Οί μαθηταί του γυμνασίου ξύπνησαν κι' αυτοί.
- Τί επαθες; "Αλλαξε ή όψη σου!
-'Από τή χαρά μου, μαννούλα μου! Τώρα πιά μέ ξέρει όλη ή Ρωσία! όλη ή Ρωσία! Προηγουμένως μόνο σείς ξέρατε πώς σ' αυτόν τον κόσμο υπάρχει ό Δημήτρης Κουλνταρώφ, ό άρχειοφύλαξ, καί τώρα τό ξέρει όλη ή Ρωσία! Μαννούλα! 'Ώ, Θεέ μου!
Ό Μίτια πήδησε από τή θέση του, μπήκε-βγήκε σέ όλα τά δωμάτια καί ξανακάθισε στη θέση του.
- Μά τί έγινε; Μίλα λοιπόν καθαρά!
- Ζήτε σάν τά άγρια θηρία, δέ διαβάζετε εφημερίδες, ούτε δίνετε σημασία στη δημοσιότητα κι' όμως: στις εφημερίδες υπάρχουν τόσα αξιόλογα πράγματα! "Ο,τι κι' άν συμβεί αμέσως γίνεται-γνωστό, τίποτε δέν μένει μυστικό. Πόσο είμαι ευτυχής! "Ω, Θεέ μου! Μόνο γιά τά σπουδαία πρόσωπα γράφουν καί νά, τώρα γράφουν γιά μένα!
- Τί λές; που είναι;
Ό πατέρας έχασε τό χρώμα του. Ή μητέρα κύτταξε στο εικόνισμα καί σταυροκοπήθηκε. Οί μαθηταί του γυμνασίου πήδησαν κι' έτσι όπως ήταν, μέ τις κοντές νυχτικιές τους, πλησίασαν τον πρεσβύτερο αδελφό τους.
- Μάλιστα, κύριοι! Γιά μένα γράφανε! Τώρα όλη ή Ρωσία μέ ξέρει! 'Εσείς, μαννούλα, φυλάχτε αυτήν τήν εφημερίδα γιά ενθύμιο! Νά τή διαβάζουμε κάπου-κάπου. Γιά κυττάχτε!
Ό Μίτια έβγαλε από τήν τσέπη του τήν εφημερίδα, τήν έδωσε στον πατέρα του καί έδειξε μέ τό δάχτυλο τό σημείο πού ήταν σημειωμένο μέ μπλέ μολύβι.
Διαβάστε! Ό πατέρας έβαλε τά γυαλιά του.
- Διαβάστε, λοιπόν!
- Ή μητέρα κύτταξε τό εικόνισμα καί σταυροκοπήθηκε. 'Ο πατέρας ξερόβηξε καί άρχισε νά διαβάζει: «Την 29ην Δεκεμβρίου εις τάς 11 τό βράδυ, ό άρχειοφύλαξ Δημήτρης Κουλνταρώφ...
- Βλέπετε, βλέπετε; Παρακάτω!«... ό άρχειοφύλαξ Δημήτρης Κουλνταρώφ, έξερχόμενος από τό ζυθοπωλείον, τό ευρισκόμενον επί της όδού Μάλαγια Μπρόνναγια, εις τό κτίριον Κοζίχιν καί ευρισκόμενος εις εύθυμον κατάστασιν...»
- Τά είχαμε κοπανίσει με τον Συμεών Πέτροβιτς... 'Όλες τις λεπτομέρειες τις γράφει! Συνεχίστε! Παρακάτω! Προσοχή!«... καί ευρισκόμενος εις εύθυμον κατάστασιν, γλύστρησε κι' έπεσε κάτω από τό άλογο τού εκεί σταθμεύοντος άμαξά, χωρικού τού χωρίου Ντουρίκιν, τής επαρχίας Γιουχνύβσκαγιας, Ίβάν Ντροτώφ.
- Τό άλογο έτρόμαξε, πέρασε πάνω από τον Κουλνταρώφ καί σύροντας από πάνω του τό έλκυθρο μαζύ μέ τον έμπορο Στέπαν Λουκώφ, πήρε δρόμο έως ότου τό σταμάτησαν οί προστρέξαντες θυρωροί.
- Ό Κουλνταρώφ, ευρισκόμενος κατ' άρχάς χωρίς αισθήσεις, μετεφέρθη εις τό αστυνομικόν τμήμα όπου τόν έξήτασε ό ιατρός. Τό κτύπημα τό οποίον ύπέστη πίσω εις τό κεφάλι...»-Εννοεί, πατέρα, τό ζυγό τού αμαξιού. Παρακάτω, παρακάτω διαβάστε !«... τό όποιον ύπέστη πίσω εις τό κεφάλι, έθεωρήθη έλαφρόν. Περί όλων αυτών συνετάχθη πρωτόκολλον. Εις τόν παθόντα προσεφέρθη ιατρική βοήθεια...»
- Είπαν καί έκαμα κρύες κομπρέσσες. Τα είδατε; Τά διαβάσατε; Αυτό είναι! Τώρα θά διαβαστεί σέ όλη τή Ρωσία! Δώστε μου τό φύλλο! Ό Μίτια πήρε την έφημερίδα, τη δίπλωσε καί την έχωσε στην τσέπη του.
- Θά πεταχτώ ως τούς Μακάρωφ, θά τούς την δείξω... Πρέπει νά την δείξω καί στους Ίβάνιτσκιν, στη Νατάλια Ίβάνοβνα, στον Άνίσιμ Βασίλιτς... Θά πεταχτώ!' Χαίρετε!
- Ό Μίτια έβαλε τό επίσημο πιλίκιο μέ την κονκάρδα, καί μέ ύφος θριαμβευτικό, χαρούμενος, βγήκε τρεχάτος στό δρόμο.
Στο επόμενο διήγημα βλέπουμε τις διαμορφωμένες σχέσεις εξουσίας ,υποταγής και δουλοπρέπειας.
Ο ΧΟΝΤΡΟΣ Κ Ο ΛΙΓΝΟΣ
ΣTO ΣΤΑΘΜΟ της σιδηροδρομικής γραμμής τοΰ Nικολάεφ άνταμώσανε δυο φίλοι: ό ένας χοντρός κι' ό άλλος λιγνός. Ό χοντρός μόλις είχε γευματίσει στο σταθμό καί τά χείλια του, πασαλειμμένα μέ βούτυρα, γυαλίζανε σαν ώριμα βύσσινα. Μύριζε κρασί καί άνθος νεραντζιάς. Ό αδύνατος μόλις είχε βγει από τό βαγόνι φορτωμένος μέ βαλίτσες, μπογαλάκια καί καπελλιέρες. Μύριζε ζαμπόνι καί καφεδοτελβέδες. Πίσω από τη ράχη του φαινότανε μια αδύνατη γυναίκα μέ μακρουλό πηγούνι - ήταν ή γυναίκα του, κι' ένας ψηλός μαθητής τού γυμνασίου μέ τό ένα μάτι σουρωμένο. Αυτός ήταν ό γυιός του.
- Πορφύρι! - φώναξε ό χοντρός άμα είδε τον λιγνό. - Μωρέ σύ είσαι; 'Αγαπητέ μου! Σαν τά χιόνια, σαν τά χιόνια!
- Θεούλη μου! - φώναξε έκπληχτος ό λιγνός. - Μίσα, παιδικέ μου φίλε! 'Από πού ξεφύτρωσες;
Οί δυο φίλοι φιληθήκανε τρεις φορές καί κύτταζαν ό ένας τον άλλο μέ μάτια γεμάτα δάκρυα. Ήταν ευχάριστη έκπληξη καί γιά τούς δυό.
-'Αγαπητέ μου! - άρχισε ό λιγνός ύστερα άπό τον ασπασμό. - Αυτό δέν τό περίμενα! Νά μιά έκπληξη! Λοιπόν, κύτταξέ με καλά! Πάντοτε ό ίδιος, ώραίος όπως ήσουν! 'Ωραίος καί κομψός! Θεέ μου! Τί γίνεσαι λοιπόν; Πλούσιος; Παντρεμένος; 'Όπως βλέπεις εγώ παντρεύτηκα... Νά ή γυναίκα μου, ή Λουΐζα, τό γένος Βάντσενμπαχ... λουθηρανή... 'Απ' εδώ ό γυιός μου, ό Ναθαναήλ, μαθητής τής τρίτης. Ναφάνια, άπ' έδώ είναι ό παιδικός μου φίλος! Μαζύ σπουδάζαμε στο γυμνάσιο!
Ό Ναθαναήλ κάπως δίστασε κι' ύστερα έβγαλε τό καπέλλο του.
- Μαζύ σπουδάσαμε στο γυμνάσιο! - εξακολούθησε ό λιγνός. - Θυμάσαι πώς σέ πειράζανε; Σέ λέγανε Ήρόστρατο γιατί τό κρατικό βιβλίο τό είχες κάψει μέ τό τσιγάρο κι' έμένα 'Εφιάλτη γιατί μου άρεσε νά βάζω σπιουνιές... Χά-χά-χά... Ήμασταν παιδιά! Μη φοβάσαι Ναφάνια! 'Έλα, πλησίασέ τον... Κι' αυτή άπ' έδώ, ή γυναίκα μου, τό γένος Βάντσενμπαχ... λουθηρανή.
'Ο Ναθαναήλ δίστασε λίγο κι' ύστερα κρύφτηκε πίσω άπό τήν πλάτη τού πατέρα.
- Πώς τά περνάς λοιπόν, φίλτατε; - ρώτησε ό χοντρός κυττάζοντας μέ ενθουσιασμό τό φίλο του. - Ποΰ δουλεύεις; Πρόκοψες;
-'Ύπηρετώ άγαπητέ μου! 'Από δυό χρόνια έγινα πάρεδρος κολλεγείου,1 πήρα καί τό παράσημο τοΰ Στανισλάβου. 'Ο μισθός δέν είναι σπουδαίος άλλά τί νά γίνει!.. Ή γυναίκα μου δίνει μαθήματα μουσικής κι' έγώ φτιάνω ταμπακέρες στο σπίτι άπό ξύλο. Περίφημες ταμπακιέρες! Τις πουλώ ένα ρούβλι τό κομμάτι. Άν κανείς πάρει δέκα κομμάτια καί
1. 8ος βαθμός τής παλιάς ρωσικής Ιεραρχίας.
πάνω, καταλαβαίνεις, του κάνω έκπτωση. Τά βγάζουμε πέρα όπως - όπως. Δούλευα, ξέρεις, στο υπουργείο και τώρα μέ έχουν μεταθέσει εδώ, τμηματάρχη στην ίδια υπηρεσία... Θά υπηρετήσω εδώ. Κι' εσύ, πώς τά κατάφερες; Μήπως έγινες ήδη κρατικός σύμβουλος;1 'Ά;
-'Όχι, αγαπητέ μου, ανέβαινε παραπάνω - είπε ό χοντρός. - 'Ήδη έφτασα το βαθμό του μυστικοσυμβούλου... 'Έχω δυο άστρα.
Ό λιγνός χλόμιασε μονομιάς, μαρμάρωσε, άλλ' αμέσως τό πρόσωπό του στράβωσε προς όλες τις διευθύνσεις μέ ένα πλατύτατο χαμόγελο. Λες κι' από τό πρόσωπό του και από τά μάτια του σκόρπισαν σπίθες. Μαζεύτηκε, καμπούριασε, ζάρωσε... ΟΙ βαλίτσες του, τά μπογαλάκια καί οι καπελλιέρες ζάρωσαν κι' αυτές... Τό μακρουλό πηγούνι της γυναίκας του μάκραινε ακόμη περισσότερο, ό Ναθαναήλ στάθηκε σέ προσοχή καί κούμπωσε όλα τά κουμπιά τής στολής του...
-'Εγώ, εξοχότατε... Χαίρω πολύ! Παιδικός φίλος, καί Ιδού ξαφνικά ένας τρανός μεγιστάν! Χί-χί:..
- Φτάνει, φτάνει! - είπε κάνοντας ένα μορφασμό ό χοντρός. - Γιατί πήρες αυτό τό ύφος; είμαστε παιδικοί φίλοι. Γιατί λοιπόν αυτές οι γονυκλισίες προς τό βαθμό;
- Προς Θεού... Τί λέτε;... είπε ό λιγνός γελώντας ελαφρά καί ζάρωσε ακόμη περισσότερο. - Ή ευμενής προσοχή σας, εξοχότατε... σάν τή ζωογόνο αύρα... Νά, εξοχότατε, άπ' εδώ είναι ό γυιός μου, ό Ναθαναήλ... ή γυναίκα μου, ή Λουίζα λουθηρανή, σά νά λέμε...
Ό χοντρός ήθελε κάτι νά πει, αλλά στο πρόσωπο τού λιγνού ήτανε ζωγραφισμένη τόση εύλάβεια, γλύκα κι' ένας γλυκόξυνος σεβασμός, πού τού προκάλεσε τήν αηδία. 'Έστριψε νά φύγει κι' άποχαιρέτησε τό λιγνό δίνοντάς του τό χέρι.
Ό λιγνός τού έσφιξε τά δυο δάχτυλα, ύποκλίθηκε μέ όλο του τό κορμί καί σιγογέλασε σάν τον κινέζο: «χί - χί - χί». Ή γυναίκα του χαμογέλασε. Ό Ναθαναήλ χαιρέτησε χτυπώντας τό ένα πόδι στο άλλο, καί τού έπεσε τό πιλίκιο. Καί οί τρεις έχασκαν από τήν ευχάριστη έκπληξη.
Παρακάτω δύο διηγήματα που διαπραγματεύονται θέματα εξουσίας, εκδίκησης, εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας για μία θέση στο δημόσιο και του γνωστού λαδώματος των δημοσίων υπαλλήλων πού κάποιοι κουτοπόνηροι εδώ στην Ελλάδα προσπαθούσαν να μας τα σερβίρουν σαν καθαρό εσωτερικό θέμα της χώρας μας με ευθύνες της αριστεράς και όχι σαν αποτέλεσμα της εξουσίας και φτώχειας για την ακρίβεια των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων και της εξαθλίωσης, περιθωριοποίησης που αναπαράγει και διαιωνίζει το καπιταλιστικό σύστημα.
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΗΤΗ
(Διήγημα συνταξιούχου γραφέα 14ου βαθμού)
ΠΗΓΑΝ ΟΛΟΙ την Παρασκευή της άποκρηάς νά φάνε μπλινιά 1 στο σπίτι τού Άλεξέϊ Ίβάνιτς Κοζούλιν. Τον Κοζούλιν δεν τον γνωρίζετε. Μπορεί για σάς νάναι μια μηδαμινότητα, ένα μηδενικό, αλλά για τή δική μας την κατηγορία, πού δεν πετάμε υψηλά στά ουράνια, είναι μέγας, παντοδύναμος καί πάνσοφος. Πήγανε στο γεύμα του δλοι εκείνοι πού αποτελούσαν, σά νά λέμε, τό δικό του βάθρον. Πήγα καί γώ μέ τον πατέρα.
Τά μπλινιά ήτανε τόσο περίφημα, πού δεν μπορώ νά σάς τά περιγράφω, αξιότιμε κύριε: φουσκωμένα, άφράτα, ροδοκόκκινα. Παίρνεις ένα, τό βουτάς μέσα στο ζεστό βούτυρο, τό τρως καί τό άλλο μόνο του χώνεται μέσα στο στόμα. Λεπτομερειακά στολίδια καί συμπληρώματα ήταν ή σμετάνα, τό φρέσκο χαβιάρι, ό καπνιστός σολωμός καί τό ξυμένο τυρί. 'Όσο γιά κρασιά καί βότκες... ώκεανός ολόκληρος. "Τστερα από τά μπλινιά φάγαμε σούπα από όσετρίνα, καί ύστερα από την όσετρινό- σουπα ορτύκια μέ σάλτσα. Τόσο τή γεμίσαμε... πού ό πατέρας μου κρυφά ξεκούμπωσε τά κουμπιά τής κοιλιάς καί γιά νά μή δει κανείς αυτήν τήν έλεύθερη χειρονομία του, έβαλε μπροστά του τήν πετσέτα. Ό Άλεξέϊ Ίβάνιτς, μέ τά δικαιώματα τοΰ διευθυντή, πού τού επιτρέπονται τά πάντα, ξεκούμπωσε καί τό γελέκο του καί τό πουκάμισο. Μετά τό γεύμα, χωρίς νά σηκωθούνε από τό τραπέζι, καπνίσανε μέ τήν άδεια τού αφέντη πούρα καί αρχίσανε τό κουβεντολόι. Εμείς ακούαμε, καί ό έξοχώτατος, Άλεξέϊ Ίβάνιτς, μιλούσε. Τά θέματα είχανε μάλλον χιουμοριστικό χαραχτήρα, άποκρηάτικο... Ό οικοδεσπότης διηγότάνε καί προσπαθούσε νά φανεί πνευματώδης. Δέν ξέρω άν είπε κανένα αξιόλογο άστεΐο, θυμάμαι μόνο πώς ό πατέρας όλο τον καιρό μέ έσπρωχνε από τό πλάϊ καί μού έλεγε:
Γέλα!"Ανοιγα καλά τό στόμα μου καί γελούσα. Μιά φορά μάλιστα τσίριξα από τό γέλιο, καί όλοι γύρισαν καί μέ κυττάξανε.
- Μάλιστα, μάλιστα! - ψιθύρισε ό πατέρας. -Μπράβο, έτσι πρέπει! Βλέπεις σέ κυττάζει καί γελά! Αυτό είναι καλό σημάδι. Μπορεί πράγματι νά σέ διορίσει βοηθό γραφιά!
- Τέτοια πράγματα! -είπε μεταξύ άλλων ό Κοζούλιν, δ διευθυντής μας, λαχανιάζοντας καί φυσώντας. - Τώρα τρώμε μπλινιά, χρησιμοποιούμε τό φρεσκότερο χαβιάρι, καί χαϊδεύουμε τή γυναίκα μας μέ τό κατά-
1) Μπλινιά: άποκρηάτικες στρογγυλές τηγανίτες. Τις τρώνε μέ ζεστό φρέσκο βούτυρο, σμετάνα (ρούσικη κρέμα) καί διάφορα παστά, όρεχτικά κ.ά. Είναι τόσο νόστιμα πού δέν είναι σπάνια, κάθε χρόνο, τά δυστυχήματα τής πολυφαγίας.
λευκό κορμί. Και οί κόρες μου είναι τόσο ωραίες, πού όχι μόνο ή δική σας ή ταπεινή κατηγορία, αλλά ακόμη και πρίγκηπες και κόντηδες τις κυττάζουν καί αναστενάζουν. Καί όσο για τό σπίτι; Χά-χά-χά... Έδώ είναι τό ζήτημα! Μην άδημονείτε, μην παραπονιέστε, καί σείς δεν ξέρετε τί μπορείτε νά επιτύχετε ως τό τέλος! "Ολα είναι δυνατά, κάθε μεταβολή... Τώρα εσύ, άς υποθέσουμε, είσαι ένα τίποτε, ένα μηδενικό, σκουπιδάκι... μια πατημένη σταφίδα - καί όμως ποιος τό ξέρει; μπορεί μέ τον καιρό... ν' αρπάξεις από τα μαλλιά τήν ανθρώπινη μοίρα! "Ολα συμβαίνουν στον κόσμο!
Ό Άλεξέϊ Ίβάνιτς σώπασε, κούνησε τό κεφάλι του καί εξακολούθησε:
- Καί προηγουμένως, τί ήτανε προηγουμένως! "Α; Θεέ μου! Ό ίδιος δεν πιστεύω τή μνήμη μου. Χωρίς παπούτσια, μέ σχισμένο βρακί, μέ φόβο καί τρόμο... Πολλές φορές γιά ένα ρούβλι δούλευα ολόκληρες δυο βδομάδες. Καί στο τέλος δέ θά σού τό δώσουν έτσι αυτό τό ρούβλι, όχι . Θά τό τσαλακώσουν καί θά σού τό πετάξουν κατάμουτρα: Νά! φάτο! Καί ό καθένας μπορεί νά σέ ποδοπατήσει, νά σέ πειράξει, νά σέ αρπάξει μέ τό ρόπαλο... Ό καθένας μπορεί νά σέ ντροπιάσει... ΙΙάς νά κάνεις τήν έκθεσή σου καί βλέπεις στην πόρτα νά κάθεται ένα σκυλάκι. Πλησιάζει τό σκυλάκι καί τό πιάνεις από τό ποδαράκι. Σά νά τού ζητάς συγνώμην πού πέρασες μπροστά του. Καλή μέρα! καλή μέρα! Καί τό σκυλάκι σέ κυττάζει άγρια: ρρρρ... Ό θυρωρός σέ σπρώχνει μέ τον άγκωνά του! καί σύ τού απαντάς: δέν έχω -ψιλά, Ίβάν Ποτάπιτς!.. νά μέ συμπαθάτε! Μά περισσότερο άπ' δλους μέ βασάνισε καί μέ έξευτέλισε νά, αυτός ό καπνιστός λικουρίνος, νά, αυτός ό κροκόδειλος!.. Νά, αυτός πού βλέπετε ό μισοκακόμοιρος ό Κουρίτσιν!
Καί ό Άλεξέϊ Ίβάνιτς έδειξε τον μικρόσωμο, καμπουριασμένο γέρο, πού καθότανε δίπλα στον πατέρα μου. Τό γεροντάκι άνοιγόκλεινε τά κουρασμένα του μάτια καί μέ αηδία κάπνιζε τό πούρο. Συνήθως ποτέ του δέν καπνίζει, αλλά όταν ό διευθυντής τού προσφέρει πούρο, βρίσκει πώς είναι άτοπο νά άρνηθεί. Βλέποντας νά τον δείχνει μέ τό δάχτυλο, κυριολεχτικά τά έχασε καί στριφογύρισε πάνω στήν καρέκλα του.
- Πολλά
τράβηξα προς χάριν αυτού τού μισοκακόμοιρου! - εξακολούθησε ό Κοζούλιν.
-Πριν από τούς άλλους σ' αύτουνού τά χέρια έπεσα. Μ' έφεραν έτσι ταπεινό,
ζαρωμένο, ασήμαντο καί μέ καθίσανε δίπλα στο δικό του τό τραπέζι. Καί άρχισε
νά μέ κυνηγάει... Κάθε του λέξη σουβλερή μαχαιριά, κάθε του βλέμμα καί μιά
σφαίρα μέσα στο στήθος μου. Τώρα βέβαια είναι σάν τό μικρό σκουλικάκι,
ταλαίπωρος! αλλά τί ήταν άλλοτε! Ποσειδών! Καί άνοιξαν οί ουρανοί! Πολύν
καιρό μέ βασάνιζε! Καί στο γραφείο τού έγραφα καί γιά θελήματα έτρεχα, νά τού
φέρω μπουρεκάκια, τού διόρθωνα τις φτερωτές γραφίδες, καί τή γρηά του τήν
πεθερά τήν πήγαινα στά θέατρα. Έκανα όλες του τις ιδιοτροπίες. Έμαθα νά
μυρίζω ταμπάκο. Μάλιστα... Καί όλα γιά τό χατήρι του... Δέν μπορεί, έλεγα,
πρέπει γιά κάθε ενδεχόμενο νά κρατώ επάνω μου μιά ταμπακέρα, μήπως μού τη
ζητήσει. Κουρίτσιν τά θυμάσαι. Μιά φορά ήρθε καί τον βρήκε ή μακαρίτισσα ή
μάννα μου, καί τού ζητά ή καημένη ή γρηούλα νά δώσει άδεια
στό γιόκα της, δηλαδή σέ μένα, νά πάω δυο έβδομάδες στη θεία μου για τη
μοιρασιά της περιουσίας. Και αρχίζει νά τη βρίζει, γουρλώνει τά στραβά του,
καί φωνάζει: «Είναι τεμπέλαρος ό γυιός σου, χαραμοφάης, τί μέ κυττάζεις βρε
κουτή!.. Θά τον δικάσουνε στό δικαστήριο!» Τράβηξε ή γρηούλα σπίτι της, κι'
έπεσε στο κρεβάτι, άρρώστησε από τον τρόμο της, καί παρ' ολίγο θά πέθαινε...
Ό Άλεξέϊ Ίβάνιτς σκούπισε τά μάτια του μέ τό μαντηλάκι καί κατέβασε μονομιάς τό ποτήρι μέ τό κρασί.
-"Ήθελε νά μέ παντρέψει μέ μιά δίκιά του, αλλά εκείνη την εποχή... ευτυχώς άρρώστησα από ελώδη πυρετό, μισό χρόνο έμεινα στό νοσοκομείο. Νά, πώς ήτανε άλλοτε ή κατάσταση! 'Ιδού πώς ζούσαμε! Καί τώρα; Πφοΰ! Καί τώρα εγώ είμαι ό ανώτερος του... Αυτός πηγαίνει τώρα την πεθερά μου στά θέατρα, αυτός μου προσφέρει την ταμπακέρα καί καπνίζει καί πούρο. Χά - χά - χά... Θά του δηλητηριάζω όλη του τή ζωή! Κουρίτσιν!
- Τί διατάζετε, κύριε; - ρώτησε ό Κουρίτσιν, καί στάθηκε κολώνα, εις προσοχήν.
- Παίξε την τραγωδία!
-Αμέσως!
Ό Κουρίτσιν τεντώθηκε, κατσούφιασε, σήκωσε ψηλά τό χέρι του, έκανε ένα μορφασμό τό μούτρο του, καί τραγούδησε μέ μιά βραχνή τρεμάμενη φωνή:
- «Πέθανε, άπιστη! Αίματα διψάω!!»
Λιποθυμήσαμε από τά γέλια.
- Κουρίτσιν! Φάε αυτό τό κομμάτι τό ψωμί μέ πιπέρι!
Ό χορτάτος Κουρίτσιν πήρε τό μεγάλο κομμάτι τό μαύρο σικαλίσιο ψωμί, έβαλε επάνω πιπέρι καί άρχισε νά τό μασάει ενώ οί άλλοι γελούσαμε δυνατά.
- Συμβαίνουν ειδών - ειδών μεταβολές- εξακολούθησε ο Κοζούλιν.- Κάτσε κάτω Κουρίτσιν! 'Όταν θά σηκωθούμε, θά μάς τραγουδήσεις κάτι... 'Άλλοτε εσύ, καί τώρα εγώ... Μάλιστα... Καί έτσι πέθανε ή γρηούλα... Μάλιστα...
Ό Κοζούλιν σηκώθηκε καί τρίκλισε...
- Κι' εγώ σιωπώ, γιατί είμαι μικρός, ασήμαντος... Βασανιστές... Βάρβαροι... Καί τώρα είναι ή σειρά μου... Χά-χά-χά... Καί συ εκεί! 'Εσύ! 'Εσένα λέω, ξουρισμένε!
Καί ό Κοζούλιν έδειξε μέ τό δάχτυλο προς τό μέρος τού πατέρα.
- Τρέχα γύρω από τό τραπέζι καί κάνε πώς φωνάζει ό κόκκορας!
Ό πατέρας μου χαμογέλασε, κοκκίνισε μάλλον ευχαριστημένος καί
μέ μικρά βηματάκια άρχισε νά τρέχει γύρω από τό τραπέζι. 'Εγώ έτρεχα πίσω από κείνον.
- Κου - κου - ρίκου! - φωνάξαμε καί οί δυο μέ μιά φωνή καί τρέξαμε γρηγορώτερα.
'Έτρεχα καί σκεφτόμουνα:
«Σίγουρα θά μέ κάνει βοηθό γραφιά!»
Η ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ
Η ΤΑΝΕ μεσημέρι. Ό γαιοκτήμονας Βόλντιρεφ, ένας ψηλός γεμάτος άντρας μέ κουρασμένο κεφάλι καί γουρλωμένα μάτια, έβγαλε το πανωφόρι του, σκούπισε τό μέτωπό του μ' ένα μεταξωτό μαντήλι καί κάπως άτολμα μπήκε στην αίθουσα όπου ήταν τά γραφεία. Τρίζαν οι πέννες...
- Που μπορώ νά πάρω μια πληροφορία; - ρώτησε τό θυρωρό, που κουβαλούσε μέσα από την αίθουσα ένα δίσκο γεμάτο ποτήρια. - Πρέπει νά ζητήσω πληροφορίες καί νά πάρω αντίγραφο από τό βιβλίο των πρωτοκόλλων.
- Παρακαλώ, εκεί δά! Σέ τούτονε πού κάθεται, εκεί πέρα, κοντά στο παράθυρο! είπε ό θυρωρός δείχνοντας μέ τό δίσκο προς τό τελευταίο παράθυρο.
Ό Βόλντιρεφ ξερόβηξε καί τράβηξε προς τό παράθυρο. Εκεί, μπρος σ' ένα πράσινο γραφείο, γεμάτο λεκέδες σά νά είχε πάθει τύφο, καθόταν ένας νεαρός μέ τέσσερα μαλλιαρά λοφία πάνω στο κεφάλι, μέ μακρουλή σημειωμένη μύτη καί ξεθωριασμένη στολή. Μέ τη μεγάλη μύτη, χωμένη μέσα στά έγγραφα, καθότανε κι' έγραφε. Κοντά στο δεξιό του ρουθούνι στριφογύριζε μιά μυίγα κι' αυτός μάκραινε τό κάτω χείλος καί φυσούσε κάτω από τή μύτη, πράγμα πού έδινε στο πρόσωπό του μιά πολύ σκοτισμένη έκφραση.
- Θά μπορούσα εδώ νά σάς... - στράφηκε σ' αυτόν ό Βόλντιρεφ - ...νά σάς ζητήσω μιά πληροφορία γιά τό ζήτημά μου; Είμαι ό Βόλντιρεφ... Καί ακριβώς χρειάζομαι νά πάρω ένα αντίγραφο από τήν πρωτοκολλημένη απόφαση τής 2 Μαρτίου.
Ό υπάλληλος βούτηξε τήν πέννα μέσα στο μελανοδοχείο καί κύτταξε μήπως πήρε πολύ μελάνι. Κι' άμα πείστηκε πώς δέν θά πιτσιλίσει ή πέννα, άρχισε νά τρίζει πάνω στο χαρτί. Τά χείλη του μάκραιναν, αλλά δέν ήτανε πιά ανάγκη νά φυσά: ή μυίγα είχε καθίσει στο αύτί του.
- Μπορώ νά πάρω εδώ μιά πληροφορία;-έπανέλαβε ό γαιοκτή
μονας...
-Ίβάν Άλεξέϊτς! -φώναξε ό υπάλληλος έτσι στον αέρα, σάν νά μην είχε κάν παρατηρήσει τον Βόλντιρεφ. - Νά πεις στον έμπορο τον Γιάλικωφ, όταν θά έρθει, νά επικυρώσει τό αντίγραφο τής δηλώσεως στην αστυνομία! Εκατό φορές τού τό είπα!
-'Ήθελα νά σάς ρωτήσω γιά τή δίκη μέ τούς κληρονόμους τής πριγκιπέσσας Γκουγκούλινας - μουρμούρισε ό Βόλντιρεφ.-Είναι γνωστή υπόθεση. Πολύ σάς παρακαλώ νά ασχοληθείτε μέ τό ζήτημά μου.
Χωρίς νά προσέχει κάν στον Βόλντιρεφ, ό υπάλληλος έπιασε τή μυίγα πάνω στο χείλι του, τήν κύτταξε προσεχτικά καί τήν πέταξε. Ό γαιοκτήμονας ξερόβηξε καί σκούπισε δυνατά τή μύτη του στο μαντήλι μέ τά καρρώ. 'Αλλά ούτε κι' αυτό βοήθησε. 'Εξακολούθησαν νά μήν τον άκούνε.
Δυο λεπτά κράτησε ή σιωπή. Ό Βόλντιρεφ έβγαλε από την τσέπη του ένα χάρτινο ρούβλι και τό έβαλε μπρος στον υπάλληλο πάνω στο ανοιχτό κατάστιχο. Ό υπάλληλος σούρωσε τό μέτωπό του, τράβηξε κοντά του τό κατάστιχο μέ συλλογισμένο πρόσωπο καί τό έκλεισε.
- Μια πολύ μικρή πληροφορία... Θά ήθελα μόνο νά μάθω σέ ποιά βάση επάνω οί κληρονόμοι της πριγκιπέσσας Γκουγκούλινας... Μπορώ μιά στιγμή νά σας απασχολήσω;
Άλλα ό υπάλληλος, απασχολημένος μέ τις σκέψεις του, σηκώθηκε καί ξύνοντας τον αγκώνα του, προχώρησε, άγνωστο γιατί, προς τήν ντουλάπα. "Οταν σέ λίγο γύρισε στο τραπέζι του βυθίστηκε καί πάλι στο κατάστιχό του: εκεί περίμενε ένα δεύτερο ρούβλι.
- Θά σάς ενοχλήσω μόνο γιά ένα λεφτό... Θέλω μόνο νά πληροφορηθώ...
Ό υπάλληλος δέν ακούσε. Άρχισε κάτι νά αντιγράφει.
Ό Βόλντιρεφ σούρωσε τό πρόσωπό του καί μέ απόγνωση γύρισε καί κύτταξε ύλην αυτή τήν παρέα μέ τίς τριζάτες πέννες.
«Γράφουν! συλλογίστηκε στενάζοντας. ·- Γράφουν, πού νά τούς πάρει ό διάβολος καί νά τούς σηκώσει!»
Απομακρύνθηκε άπό τό τραπέζι καί στάθηκε καταμεσής τής αίθουσας, κρεμόντας μέ απόγνωση τά χέρια του. Ό θυρωρός πού ξαναπερνοϋσε μέ ποτήρια, φαίνεται πώς παρατήρησε τό απελπισμένο του ύφος, γιατί τον πλησίασε πολύ κοντά καί τον ρώτησε σιγά - σιγά:
- Λοιπόν; Ζητήσατε τίς πληροφορίες;
- Ζήτησα, άλλα ούτε θέλουν νά μού μιλήσουν.
- Δώστε του τρία ρούβλια...·-ψιθύρισε ό θυρωρός.
- Τού έδωσα δυό.
-· Δώστε του ακόμη.
Ό Βόλντιρεφ έπέστρεψε στο τραπέζι κι' έβαλε πάνω στο ανοιχτό κατάστιχο τό πράσινο χαρτονόμισμα.
Ό υπάλληλος ξανατράβηξε κοντά του τό κατάστιχο καί άρχισε νά τό φυλλομετρά όταν, ξαφνικά, σήκωσε τό βλέμμα, τάχατες τυχαία, καί είδε τον Βόλντιρεφ. Ή μύτη του γυάλισε, κοκκίνισε καί τή σούρωσε χαμογελώντας.
--Άχ... τί αγαπάτε;-ρώτησε.
-'Ήθελα νά πάρω μιά πληροφορία σχετικά μέ τήν υπόθεση μου... Είμαι ό Βόλντιρεφ.
- Χαίρω πάρα πολύ κύριε! Γιά τήν υπόθεση τής Γκουγκουλίνας; Πολύ ωραία! Δηλαδή συγκεκριμένα τί σάς χρειάζεται;
Ό Βόλντιρεφ τού εξήγησε τί χρειάζεται.
Ό υπάλληλος ζωντάνεψε, σάν να τον πήρε ό άνεμος. 'Έδωσε τήν πληροφορία καί τήν εντολή νά βγάλουν αντίγραφο. 'Έδωσε καρέκλα στον αιτούντα - όλα αυτά στη στιγμή. Τού μίλησε ακόμη καί γιά τον καιρό, καί τον έρώτησε γιά τήν σοδειά. Κι' δταν ό Βόλντιρεφ έφευγε, τον προβόδισε ως κάτω στή σκάλα, χαμογελώντας μέ προθυμία καί μέ σεβασμό, μέ τό ύφος πώς είναι έτοιμος άνά πάσα στιγμή νά πέσει μπρούμυτα.
Ό Βόλντιρεφ αίσθάνθηκε τον εαυτό του σε δύσκολη θέση, καί ΰπακοΰων- τας σε κάποιαν εσωτερική του διάθεση έψαξε στην τσέπη του κι' έ'δωσε ακόμη ένα ρούβλι στον υπάλληλο. Κι' αυτός ολο τον καιρό έκανε υποκλίσεις, χαμογελούσε καί βούτηξε τό ρούβλι σαν ταχυδακτυλουργός, έτσι πού μόλις τον είδε ό αέρας!..
«Μωρέ, τί άνθρωποι είν' αυτοί!»... σκέφτηκε ό γαιοκτήμονας όταν βγήκε στο δρόμο' στάθηκε καί σκούπισε τό μέτωπό του μέ τό μαντήλι.